Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Ο Ερντογάν στην «παγίδα του Θουκυδίδη»

Η πρόσφατη επιθετική και μαξιμαλιστική πολιτική της Τουρκίας έχει προσδώσει μια νέα διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλοί ανησυχούν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να κλιμακωθεί περαιτέρω και ενδεχομένως να οδηγήσει σε ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο.

Απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες θα μπορούσαν να δώσουν αναμφίβολα τα διδάγματα του Θουκυδίδη, πατέρα του πολιτικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις. Από τη σοφία του Θουκυδίδη προκύπτει ξεκάθαρα ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα στο οποίο κινούνται κράτη άνισης ανάπτυξης και οικονομικοστρατιωτικής ισχύος, αναπόφευκτα κάποτε προκύπτουν ηγεμονικές αξιώσεις όπως αυτές της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Τι ακριβώς πράττει όμως η Άγκυρα; Ενώ στο εσωτερικό της χώρας του ο Ερντογάν έχει ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα δεν διστάζει να ανοίξει και νέα στο εξωτερικό, με την διάτορη επιθετική ρητορική του για τα ελληνοτουρκικά, τις παράνομες γεωτρήσεις, τους προκλητικούς χειρισμούς του στο προσφυγικό και βέβαια την εμπλοκή του στον Λιβυκό εμφύλιο.

Και ενώ ο Τούρκος πρόεδρος ισχυρίζεται ότι η υποστήριξη του στην κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης και στον Σαράζ (απέναντι στον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του Χάφταρ) αποσκοπεί στη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή, είναι σαφές, κατά το μάλλον ήττον, ότι αυτή βασίζεται σε συμφωνίες που δίνουν στην Άγκυρα πρόσβαση σε τιμαλφείς ενεργειακούς πόρους. Τέτοια υπήρξε το τουρκολιβυκό σύμφωνο, τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, με το οποίο η Τουρκία και η Λιβύη δημιουργούν μια νέα αποκλειστική ζώνη και εισχωρούν στα διεθνή σύνορα της Κύπρου. Το σύμφωνο αυτό εύλογα έλαβε διεθνή καταδίκη, με την Αίγυπτο, την Ελλάδα, τη Γαλλία και την Κύπρο να το κηρύσσουν «άκυρο».

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η Τουρκία φιλοδοξεί να γίνει περιφερειακός κόμβος υδρογονανθράκων και η πρόσβαση στους εύφορους πόρους της Ανατολικής Μεσογείου θα μπορούσε να είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Άλλωστε η Λιβύη φιλοξενεί τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου στην Αφρική και ο έλεγχος του πετρελαίου βρίσκεται στον πυρήνα των εμφύλιων ταραχών.

Η Τουρκία με την στρατιωτική εμπλοκή της στη Λιβύη – αλλά και στη Συρία πρωτύτερα -προβάλλεται ως μια αναδυόμενη δύναμη στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή και πλέον αποτελεί απειλή όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για τις Δυτικές δυνάμεις που επιχειρούν να ελέγξουν τους ενεργειακούς πόρους στην περιοχή. Αυτό όμως ενδεχομένως φέρνει τον Ερντογάν μπροστά στην ολέθρια «παγίδα του Θουκυδίδη» ο οποίος καταγράφοντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εξηγεί πώς η άνοδος μιας χώρας δημιουργεί αναπόφευκτα διλήμματα ασφαλείας και φόβο σε άλλες και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη σύγκρουση. Έτσι η άνοδος της Αθήνας δημιούργησε φόβο στη Σπάρτη και την ανάγκασε να συγκρουστεί για να αποτρέψει αυτήν την άνοδο. Με παρόμοιο τρόπο η Τουρκία διατρανώνοντας την ισχύ της στην Ανατολική Μεσόγειο με την στρατιωτική της εμπλοκή τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη και τις μαξιμαλιστικές της απαιτήσεις, ενδεχομένως να προκαλεί το φόβο των δυτικών Δυνάμεων που βλέπουν ότι πλέον διακυβεύεται η δική τους ισχύ και ασφάλεια στην περιοχή και στο διεθνές σύστημα γενικότερα. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι επιχειρούν να χτίσουν εδώ και καιρό την ενεργειακή τους ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Και η ενεργειακή ασφάλεια συνιστά προϋπόθεση της εθνικής ασφάλειας και ισχύος τους γενικότερα.

Ο Ερντογάν λοιπόν απειλεί με τον αναθεωρητισμό του όχι μόνο τα συμφέροντα της Ελλάδας αλλά και τα συμφέροντα των Ευρωπαίων που εδώ και καιρό αναζητούν να απεξαρτηθούν ενεργειακά από το ρωσικό ενεργειακό μονοπώλιο εφευρίσκοντας νέους ενεργειακούς πόρους αλλά και νέες «φιλικές» οδούς διαμετακόμισης τους προς την Ευρώπη. Η Τουρκία από την άλλη, που μέχρι σήμερα υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς διαμετακομιστικούς κόμβους των ρωσικών ενεργειακών πόρων, βλέποντας την εναγώνια προσπάθεια της Ευρώπης να δομήσει νέες ενεργειακές πηγές και διαδρομές απαιτεί να μην μείνει έξω από το ενεργειακό «παιχνίδι» της Ανατολικής Μεσογείου, αντιλαμβανόμενη ότι κάτι τέτοιο θα είχε μελλοντικά σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική και γεωπολιτική της ισχύ. Εμπλεκόμενη όμως στη Λιβύη έρχεται σε ρήξη όχι μόνο πλέον με τους Ευρωπαίους και την ΕΕ ειδικότερα, αλλά και με τους μέχρι τώρα συμμάχους και ενεργειακούς εταίρους της, τους Ρώσους.

Πιο συγκεκριμένα, οι μέχρι τώρα χειρισμοί της Τουρκίας, όσον αφορά τόσο στη Συρία όσο και στην Λιβύη έφεραν την Τουρκία απέναντι σε έναν σταθερό, τα τελευταία χρόνια, ισχυρό σύμμαχο και επιχειρηματικό-ενεργειακό εταίρο της, το Κρεμλίνο. Η Τουρκία συνιστά βασικό κόμβο διαμετακόμισης των ρωσικών ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη και η ενέργεια και, πιο συγκεκριμένα, η Κρατική Ενεργειακή Επιχείρηση Gazprom είναι ο σημαντικότερος πυλώνας της Ρωσικής οικονομίας. Είναι, λοιπόν, μάλλον απίθανο να δούμε τους Ρώσους ολοκληρωτικά στην αντίπερα όχθη σε σχέση με τους Τούρκους. Ιδίως τώρα που, όπως προαναφέρθηκε, η ΕΕ προσπαθώντας να απεξαρτηθεί από το ρωσικό μονοπώλιο της Gazprom, προωθεί την εξεύρεση νέων πηγών και οδών μεταφοράς φυσικού αερίου προς τα κράτη της, όπως για παράδειγμα τον EastMed (ο οποίος θα συνδέει απευθείας την Ευρώπη με τις ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας) αποκλείοντας την Ρωσική Gazprom. Από αυτήν την νέα ενεργειακή “αρένα” που κτίζεται με τον EastMed στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θέλει, εύλογα, να αποκλειστεί η Άγκυρα και για αυτό συνήψε το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Στο ίδιο πλαίσιο, οι Ρώσοι ενδιαφέρονται σφόδρα να μην ευοδωθεί ο EastMed καθώς αυτός, αν υλοποιηθεί, θα περιορίσει σημαντικά το μονοπώλιο της Gazprom. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, προωθούν ως εναλλακτικό στον Eastmed αγωγό τον TurkStream (που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη νότια Ευρώπη μέσω της Τουρκίας) τον οποίο ενδεχομένως οι ΗΠΑ επιθυμούν να ναρκοθετήσουν. Για τον ίδιο περίπου λόγο οι ΗΠΑ φαίνεται να δίνουν το πράσινο φως για την στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στην Λιβύη. Έτσι ενώ πριν από μήνες ΗΠΑ και Τουρκία βρίσκονταν πολύ κοντά στην στρατιωτική σύγκρουσης στη βόρεια Συρία, στη συνέχεια ο Τραμπ ανέχθηκε την τουρκική εισβολή εναντίον των Κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ, αποσύροντας τα αμερικανικά στρατεύματα από τη βόρεια Συρία. Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Τουρκία σαν χρήσιμο ανάχωμα έναντι της ρωσικής διείσδυσης στην περιοχή.

Σε αυτό το σημείο βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι μέχρι αυτή την στιγμή, όσο και αν η Τουρκία στράφηκε κατά των φίλων της Ρωσίας, Άσαντ και Χαφτάρ, το Κρεμλίνο δεν δείχνει να θυσιάζει τη συμμαχία του με την Άγκυρα, καθώς στο παρελθόν απέφυγε τη σύρραξη μαζί της και στην περίπτωση της κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού (που επιχειρούσε δράση κατά Σύριων Τουρκμένων ανταρτών στη βόρεια Συρία) αλλά και με την εκεχειρία των Πούτιν-Ερντογάν για την ειρήνευση στο Ιντλίμπ της Συρίας, τον Μάρτιο. Απομένει όμως να δούμε αν και κατά πόσο η Ρωσία θα ανεχθεί για άλλη μια φορά και στην Λιβύη τον τουρκικό μαξιμαλισμό για χάρη των ενεργειακής επιχειρηματικής σχέσης της με τον Ερντογάν.

Ο Ερντογάν πάντως φαίνεται έως σήμερα να αποκρυπτογραφεί με επιτυχία τις γεωπολιτικές αντικρουόμενες ανησυχίες των μεγάλων Δυνάμεων και εν προκειμένω, των ΗΠΑ και της Ρωσίας, και να ακροβατεί με μια δυσερμήνευτη ισορροπία πάνω στο “σχοινί” των γεωπολιτικών σχέσεων που αναπτύσσονται στην Ανατολική Μεσόγειο, διατηρώντας στο “οπλοστάσιο” του ενεργές τόσο τη στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ (και το ΝΑΤΟ) όσο και την επιχειρηματική συμμαχία του με τη Ρωσία. Και εμείς; Τι πράττουμε εμείς απέναντι στους επιθετικούς γεωπολιτικούς τουρκικούς χειρισμούς που θέτουν τα κυριαρχικά δικαιώματα μας σε αμφισβήτηση. Και πόσο είναι πιθανό, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκαλέσει η Γείτονα εσκεμμένα κάποιο στρατιωτικό επεισόδιο;

Μάλλον κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον καθώς, όπως αναφέρθηκε, η Τουρκία έχει ήδη αρκετά ανοιχτά μέτωπα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Άρα είναι μάλλον αμφίβολο να διασπάσει ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις της με ένα τρίτο ανοιχτό μέτωπο στο Αιγαίο που ενδεχομένως θα την έφερνε πλέον στο χείλος της Θουκυδίδειας παγίδας, στρέφοντας εναντίον της άλλους ισχυρούς δρώντες της περιοχής που εύλογα θα έβλεπαν με κακό μάτι το ενδεχόμενο ο τουρκικός αναθεωρητισμός να πατήσει επιθετικά το πόδι του στην Ευρώπη. Εντούτοις, ο εθνικισμός που εδώ και καιρό εξάπτει ο Ερντογάν με στόχο την αύξηση της δημοτικότητας του θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε ένα “στρατιωτικό” ατύχημα στα σύνορα μας.Ενώ επίσης πιο σκοτεινό διαγράφεται το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αν και εφόσον ο Ερντογάν καταφέρει να κλείσει επιτυχώς τα σημερινά μέτωπα.

Έχοντας λοιπόν κατά νου αυτήν την προοπτική (καθώς και το γνωστό απόφθεγμα: αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο) πρέπει να ενισχύσουμε άμεσα την αποτρεπτική μας ισχύ – προφανώς και με την αύξηση των εξοπλισμών – και ταυτόχρονα με τις συμμαχίες μας. Έχουμε ανάγκη όμως από συμμαχίες όπου δεν θα έχουμε, όπως συνήθως, το ρόλο του υποτακτικού “συντρόφου”, αλλά αυτό του αναγκαίου, αναπόδραστου εταίρου μέσα από επιχειρηματικούς συνασπισμούς όπως αυτούς του EastMed, του ΤAP και άλλων αγωγών. Είναι, επίσης, απόλυτα αναγκαίο να δεσμεύσουμε έμπρακτα τους Ευρωπαίους εταίρους μας δείχνοντας τους ότι εμείς με μεγάλο κόστος αποτελούμε τη καίρια λύση στα δύο μείζονα προβλήματα της ΕΕ, το προσφυγικό και το ενεργειακό, τα οποία η Τουρκία επιτείνει εσκεμμένα με μονομερείς παράνομες ενέργειες της. Η χώρα μας, όπως απέδειξε και με τη αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας, μπορεί να αποτελέσει μια δύναμη σταθερότητας σε μια πολύ κρίσιμη περιοχή, έναν έντιμο διαμεσολαβητή που θα συμβάλλει στη συνεργασία και τη σταθερότητα και που βρίσκεται ασφαλώς στην αντίπερα όχθη από την Τουρκία, ένα αναθεωρητικό κράτος που με τον μαξιμαλισμό του εύκολα μπορεί εν τέλει να πέσει στην ολέθρια «θουκυδίδεια παγίδα».

Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη, Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών – Καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Paris 13/IdEF, Αντιδήμαρχος Πειραιά

https://www.huffingtonpost.gr/