Μέση μείωση τιμών της τάξεως του 25% στα δωμάτια των ξενοδοχείων φέτος δείχνουν οι πρώτες εκτιμήσεις αλλά και δειγματοληπτική έρευνα της «Κ». Δεν ακολουθούν, όμως, όλοι οι ξενοδόχοι την ίδια πολιτική. Πολλοί, μικροί και μεγάλοι, κάνουν σημαντικά μεγαλύτερες μειώσεις τιμών από το 25% και φτάνουν έως και το 40%. Αλλοι πάλι διατηρούν τις τιμές τους σχετικά αμετάβλητες κοντά στα περυσινά επίπεδα προσφέροντας όμως επιπλέον παροχές και αναβαθμίσεις στην κατηγορία των δωματίων.
Ολοι όμως μοιάζουν να κινούνται στα τυφλά χωρίς να μπορούν να προεξοφλήσουν στην τρέχουσα συγκυρία πού θα τους οδηγήσει η φετινή σεζόν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει μεγάλος ξενοδόχος της πρωτεύουσας, που πραγματοποιεί ένα σημαντικό μέρος των πωλήσεών του διαδικτυακά, τόσο σε ίδια κανάλια όσο και πλατφόρμες, «οι τιμές αυτή την εποχή κινούνται με διακυμάνσεις σαν να επρόκειτο για μετοχές στο χρηματιστήριο».
Οι Ελληνες ξενοδόχοι προσπαθούν να βρουν πού θα ισορροπήσουν η προσφορά και η ζήτηση σε σχέση με τις εκάστοτε προσφερόμενες τιμές. «Λειτουργώ με εβδομαδιαίο πλάνο τιμών διότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», εξομολογείται στην «Κ» ο επικεφαλής ενός από τους 10 μεγαλύτερους σε κρεβάτια ομίλους της χώρας.
Ο κρίσιμος παράγοντας
Ως ένα βαθμό οι διαφορετικές ταχύτητες στην τιμολογιακή πολιτική των Ελλήνων ξενοδόχων συναρτώνται με τα κανάλια πωλήσεων που διαθέτουν ή δεν διαθέτουν. Οσοι έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν απευθείας στην αγορά και έχουν καλά εδραιωμένες σχέσεις με πελάτες τους προτιμούν σε γενικές γραμμές να κρατήσουν τις τιμές σχετικά σταθερές και να διοχετεύσουν κονδύλια στην διαφήμιση. Αντιθέτως, όσοι εξαρτώνται από ταξιδιωτικούς πράκτορες και γραφεία συχνά πρέπει να ακολουθήσουν τις πολιτικές προσφορών που αυτοί υιοθετούν στις διεθνείς αγορές προκειμένου το προϊόν που θα πουληθεί στο εξωτερικό από τους ενδιάμεσους να γίνει ελκυστικότερο.
Υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι οι ξενοδόχοι που με αφοπλιστική απλότητα εξηγούν πως «οι τιμές μπορεί να μειωθούν μέσα σε μία μέρα αλλά χρειάζονται δύο και τρία χρόνια για να τις επαναφέρουμε εκεί όπου ήταν». Και αυτός είναι ένας ακόμα μεγάλος φόβος πολλών Ελλήνων ξενοδόχων που κυριολεκτικά αναζητούν καθημερινά νέα ισορροπία στην αγορά της δραματικά μειωμένης ζήτησης που έφερε η πανδημία.
Και φυσικά υπάρχουν και κάποιοι που απλώς δεν είναι διατεθειμένοι να μπουν στη διαδικασία: «Γνωρίζω ακριβώς πόσα λεφτά θα χάσω κρατώντας τα ξενοδοχεία μου κλειστά αλλά αδυνατώ να προβλέψω πόσες ζημίες θα έχω εάν λειτουργήσω», σημειώνει στην «Κ» μεγαλοξενοδόχος από το Νότιο Αιγαίο.
Αλλά τι γίνεται με τους μικρότερους ξενοδόχους και τα καταλύματα; Εκεί η κατάσταση περιγράφεται ως χαοτική. Οι τιμές αναγκαστικά πέφτουν –με εξαίρεση όσους έχουν καλούς επαναλαμβανόμενους πελάτες που διαθέτουν τη θέληση να πάρουν… το ρίσκο των φετινών διακοπών– αλλά τα αυξημένα μέτρα υγειονομικής προστασίας και η υποστήριξη που αυτά απαιτούν τόσο σε προσωπικό όσο και σε δαπάνες έχουν κάνει τη φετινή εξίσωση κόστους καταστροφική.
Δεν αντέχουν
Με τον Ιούλιο μέχρι στιγμής να κινείται ιδιαίτερα απογοητευτικά σε σχέση ακόμα και με τις πλέον προσγειωμένος προσδοκίες του Απριλίου και του Μαΐου, αυξάνονται εκείνοι οι ξενοδόχοι που επανεξετάζουν το κατά πόσον πρέπει να ανοίξουν, αν δεν έχουν ήδη ανοίξει, ή και να διακόψουν τη λειτουργία τους, αν έχουν ανοίξει. Στην πραγματικότητα ήδη υπάρχουν μονάδες που ανακοίνωσαν στις αρχές Ιουλίου το άνοιγμά τους στα μέσα του μήνα και ήδη ενημερώνουν πως αρχές Αυγούστου θα κλείσουν. Τόσο η επιζήμια λειτουργία τους όσο και η ανησυχία για μία μη εύκολα διαχειρίσιμη πραγματικότητα, πόσο μάλλον εάν επανακάμψει η πανδημία, αποτελούν ισχυρά αποτρεπτικά για τους επιχειρηματίες του κλάδου. Επιχειρηματίες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα ρευστότητας που επιτείνονται από τις απαιτήσεις επιστροφών για ακυρώσεις.
Με το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου να δείχνει μείωση της επιβατικής κίνησης της τάξεως του 60% έως και 75% στα ελληνικά αεροδρόμια σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, δεν πρέπει να προκαλούν απορία ούτε οι ιδιαίτερα χαμηλές πληρότητες ούτε οι πτώσεις των τιμών στα περισσότερα ξενοδοχεία.
Βέβαια, αρκετά ξενοδοχεία, που σύμφωνα με την έρευνα της «Κ», έχουν καταφέρει να προσελκύσουν Ελληνες πελάτες, τόσο παλαιούς όσο για καινούργιους. Ειδικά αν αυτά βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα. Αλλά μεγάλα συγκροτήματα πέντε και τεσσάρων αστέρων ναι μεν έχουν κρατήσεις, αλλά η βεβαιότητα για το κατά πόσον αυτές τελικά θα φτάσουν να γίνουν διαμονές είναι μεγάλη.
Στα δύο νησιά-ναυαρχίδες του ελληνικού τουρισμού, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, είναι εμφανείς όλες οι προσεγγίσεις.
Κάποια ξενοδοχεία δεν ανοίγουν καθόλου (μεγάλες μονάδες στη Μύκονο παραμένουν κλειστές και θα παραμείνουν και τον Αύγουστο). Αλλες προσπαθούν με εκπτώσεις έως και 30% ή 40% να αυξήσουν τις πληρότητές τους χωρίς όμως ακόμα απτά αποτελέσματα. Μερικοί με πολύ συγκεκριμένο προϊόν και παραδοσιακά υψηλή ζήτηση έχουν πάντως την τύχη να κρατούν τις ίδιες τιμές. Οχι όμως βέβαια και τις πληρότητες που είχαν συνηθίσει.
Χαμηλή πληρότητα
Σε άλλα νησιά όπως η Κως και η Ρόδος που εξαρτώνται περισσότερο από τους tour operators, αρκετοί επιχειρηματίες οδηγούνται σε χαμηλότερες τιμές έως και 40% σε σχέση με πέρυσι. Ακόμα και έτσι έχουν τουλάχιστον προσώρας πληρότητες μόλις 12%. Ως συχνό αναφέρεται και το φαινόμενο ξενοδόχοι να ζητούν από συνάδελφους τους να αναλάβουν τις κρατήσεις τους προκειμένου να διακόψουν αυτή τη λειτουργία τους φοβούμενοι μεγάλες ζημίες ή και αδυναμία διασφάλισης των υγειονομικών πρωτοκόλλων. Τις περισσότερες φορές όμως οι τιμές που προσφέρουν στους άλλους για να αναλάβουν τις δικές τους κρατήσεις είναι κυριολεκτικά αστείες: κρατήσεις από πεντάστερο ξενοδοχείο προσφέρθηκαν σε άλλο ξενοδοχείο ανάλογης κατηγορίας έναντι 25 ευρώ το δωμάτιο. Καθίσταται σαφές ότι η αναστάτωση στην αγορά δεν είναι μόνο πρωτοφανής αλλά είναι και ευρεία και δεν υπάρχει ακόμα ξεκάθαρη εικόνα για το πόσο χαμηλότερα θα κινηθούν οι τιμές διαμονής.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι εκείνα τα ξενοδοχεία που έχουν ισχυρό εμπορικό σήμα και ελληνική πελατεία μπορούν σε μεγάλο βαθμό να διατηρήσουν τις τιμές τους πλησιέστερα στις περυσινές και μάλιστα με σχετικά ικανοποιητική πληρότητα, ισχυρίζονται πηγές της αγοράς.
Οι απείθαρχοι πελάτες και η έλλειψη εργαζομένων
«Κληθήκαμε να ξεχάσουμε μέσα σε λίγες εβδομάδες όσα έχουμε μάθει τις τελευταίες δεκαετίες και να επανεφεύρουμε το τι σημαίνει τουρισμός στην εποχή της πανδημίας». Με αυτά τα λόγια βετεράνος διευθυντής μεγάλου ξενοδοχειακού ομίλου περιγράφει αυτό που βιώνει σήμερα ο κλάδος.
Ο επίλογος της σεζόν απέχει πολύ ακόμα από το να γραφτεί, αλλά όλα δείχνουν πως η ιστορία θα είναι επεισοδιακή και απρόβλεπτη. Για παράδειγμα, θα περίμενε κανείς ότι σε αυτές τις συνθήκες, ακόμα και με τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την απασχόληση, οι εποχιακά εργαζόμενοι στον κλάδο θα έσπευδαν όταν τους ζητηθεί να δουλέψουν στα ξενοδοχεία. Ομως συμβαίνει το αντίθετο: έχοντας ως δεδομένο το ποσό των 500 ευρώ και τις καταβολές των ασφαλιστικών τους εισφορών μπορούν και φέτος τον χειμώνα να γραφτούν στον ΟΑΕΔ για να λάβουν ξανά το επίδομα ανεργίας. Πάγια πρακτική για τον κλάδο. Ομως όταν οι διευθυντές τους τους ρωτούν αν θέλουν να βγουν από την αναστολή σύμβασης εργασίας –που συνοδεύεται με τις παραπάνω παροχές– για να εργαστούν για 800, 900 ή 1.000 ευρώ καθαρά απαντούν αρνητικά. Το οικονομικό αντάλλαγμα είναι μικρό, λένε, ειδικά αν συνυπολογίσει κάνεις ενδεχόμενα «μαύρα» μεροκάματα σε ταβέρνες τα Σαββατοκύριακα αλλά και τα κόστη καυσίμων για μετακινήσεις από και προς τα ξενοδοχεία. Ομως, όπως λένε οι παλαιότεροι στον κλάδο, αυτή η τακτική έχει κοντά ποδάρια. Μένουν εκτός αγοράς με ό,τι σημαίνει αυτό. Δεν μπορεί όμως κανείς να είναι αυστηρός με κανένα σ’ αυτή τη φάση ειδικά όταν ο ανθρώπινος φόβος για τον κορωνοϊό είναι διάχυτος και δικαιολογημένος. Ενα άλλο πρόβλημα είναι οι απείθαρχοι πελάτες που δεν τηρούν αποστάσεις από άλλους που συμμορφώνονται με ευλάβεια στις σχετικές οδηγίες. Εκεί δεν λείπουν οι διαπληκτισμοί. Υπάρχουν όμως και φαινόμενα ξενοφοβίας. Ειδικά σε μεγάλες μονάδες που έχουν πολλούς Ελληνες πελάτες και που στο άκουσμα ισπανικών ή αγγλικών ή ρωσικών κυριολεκτικά αλλάζουν δρόμο. Δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς αυτά τα φαινόμενα θα εκλείψουν. Πολλοί από εκείνους που κατάφεραν ήδη να ξεφύγουν για λίγες μέρες τον Ιούλιο σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους «καλά που προλάβαμε, γιατί τον Αύγουστο τα αυξανόμενα κρούσματα από το εξωτερικό θα φέρουν lockdown».
Αβεβαιότητα
Ουδείς μπορεί να προδικάσει τι θα φέρουν οι επόμενες εβδομάδες και μήνες για τον ελληνικό τουρισμό. Αυτό που σίγουρα όμως είναι κέρδος για τον ελληνικό τουρισμό και τη χώρα εν γένει είναι η πολύτιμη εμπειρία που συγκεντρώνεται φέτος και η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να δώσει ισχυρό προβάδισμα στη χώρα το 2021. Γιατί μόνον τότε εκτιμάται πως θα αρχίσει μία σταδιακή ανάκαμψη εάν και εφόσον δεν υπάρχουν υγειονομικά πισωγυρίσματα.
Μόνο σε Παρίσι και Βρυξέλλες οι τιμές παρέμειναν αμετάβλητες
Ο εγχώριος ξενοδοχειακός κλάδος οδεύει προς σοβαρές απώλειες αυτό το καλοκαίρι, καθώς οι τιμές δωματίων στα ξενοδοχεία της Αθήνας έχουν μειωθεί κατά 20% ήδη από τον Ιούνιο σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2019.
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τον δείκτη τιμών ξενοδοχείων της Trivago (Trivago Hotel Price Index), οι τιμές των ξενοδοχείων στην Αθήνα πέρυσι τον Ιούνιο ήταν κατά μέσον όρο 106 ευρώ ανά διανυκτέρευση με την αξία τους φέτος να υποχωρεί στα 84 ευρώ. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι τον Ιούνιο του 2018, οι τιμές ήταν πολύ καλύτερες σε σύγκριση με τα επόμενα χρόνια.
Η τάση προέκυψε αφού η Ελλάδα παρουσίασε αύξηση της πληρότητας των ξενοδοχείων από το 2016 έως το 2019, καταγράφοντας αλλεπάλληλα ρεκόρ και θετικά αποτελέσματα. Πέρυσι, ωστόσο, η Αθήνα εμφάνισε μικρή υστέρηση στις ξενοδοχειακές δραστηριότητες σε σύγκριση με αυτές που καταγράφηκαν σε άλλες χώρες της Μεσογείου σύμφωνα πάντα με την Trivago.
Επί του παρόντος, η Αθήνα κατατάσσεται στη μέση ενός φάσματος που μετρά τις μειώσεις των τιμών σε δεκαεπτά άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που εκπροσωπούνται στον Δείκτη Trivago Hotel Price Index.
Οι μόνες πόλεις στις οποίες οι τιμές των ξενοδοχείων παρέμειναν οι ίδιες τόσο τον Ιούνιο του 2019 όσο και τον Ιούνιο του 2020 είναι οι Βρυξέλλες και το Παρίσι. Η έκθεση του δείκτη τιμών ξενοδοχείων της Trivago αναφέρει επίσης ότι η Μαδρίτη στην Ισπανία σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στις τιμές των ξενοδοχείων φέτος, που ανήλθε σε 44%, από 154 ευρώ τον Ιούνιο του 2019 σε 86 ευρώ τον Ιούνιο του 2020.
Η Κωνσταντινούπολη σημείωσε επίσης μείωση, με τις τιμές να υποχωρούν κατά 19% από ένα ήδη χαμηλό ποσό 66 ευρώ τον Ιούνιο του 2019 σε 53 ευρώ τον Ιούνιο του 2020. Τα στοιχεία του Ιουλίου αναμένεται να δείξουν κάποια σταθεροποίηση.
www.kathimerini.gr