Ο ελληνικός οίνος παρουσιάζει ένα πρωτοφανές παράδοξο, καθώς η Ελλάδα παράγει ολοένα και λιγότερο κρασί σε ολοένα και καλύτερη ποιότητα. Πώς εξηγείται αυτό;
Η αγορά του ελληνικού οίνου, αναμφίβολα, τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τα πάνω της. Οι ελληνικές ετικέτες ταξιδεύουν σε ολοένα και περισσότερες γωνιές του πλανήτη, η ποιότητα ενισχύεται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ ορισμένες ποικιλίες – όχι άδικα – συγκαταλέγονται στις κορυφαίες όλου του κόσμου.
Ωστόσο, παράλληλα μ’ αυτή την αλματώδη ποιοτική αναβάθμιση, παρατηρείται κάτι οξύμωρο. Και αυτό διότι η γιγάντωση του «brand name» του ελληνικού οίνου συνοδεύεται από μια ευμεγέθη, σταδιακή και καθ’ όλου αμελητέα μείωση της παραγωγής.
Εν ολίγοις, κάθε χρόνο παράγουμε ολοένα και λιγότερο κρασί σε ολοένα και καλύτερη ποιότητα. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι πώς προκύπτει αυτή η αναντιστοιχία. Και οι κύριοι λόγοι είναι δύο: κλιματικές συνθήκες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Ωστόσο, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ραγδαία μείωση της παραγωγής και το 2019
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η παραγωγή του 2019 δεν πρόκειται να αποτελέσει εξαίρεση στην πτωτική τάση των τελευταίων ετών.
Και αυτό, διότι η παραγωγή οίνου σ’ όλη την Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει μείωση κατά 10,18% σε σχέση με το 2018 και κατά 19,86& σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Είναι ενδεικτικό, ότι η μεγαλύτερη πτώση παρατηρείται στους οίνους χωρίς Προστασία Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προστασία Γεωγραφικής Προέλευσης (ΠΓΕ), οι οποίοι απαρτίζουν και το μεγαλύτερο μερίδιο της ελληνικής παραγωγής, με πάνω από 1,185 εκατομμύρια εκατόλιτρα.
Για το 2019, συγκεκριμένα, η παραγωγή τους (σ.σ. κρασιά χωρίς ΠΟΠ – ΠΓΕ) εκτιμάται ότι θα περιοριστεί κατά 21,51%. Δηλαδή θα είναι κατά 1/5 λιγότερη σε σχέση με πέρυσι.
Ωστόσο, εξίσου μεγάλη είναι και η πτώση της παραγωγής στους οίνους ΠΟΠ, η οποία από 200.000 εκατόλιτρα το 2018 θα διαμορφωθεί σε 176.000 εκατόλιτρα το 2019. Ήτοι, μείωση σχεδόν 12%.
Μάλιστα, πηγή με γνώση επί του θέματος, μιλώντας στο Sputnik, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να προκύψει ακόμη μεγαλύτερη μείωση, όταν και αποτιμηθεί πλήρως η φετινή σοδειά.
Καλύτερη, αντίθετα, είναι η μοίρα των οίνων ΠΓΕ και ποικιλιακών, η παραγωγή των οποίων αναμένεται να αυξηθεί κατά 8% και κατά 9% αντίστοιχα, φθάνοντας από κοινού τα 550.000 εκατόλιτρα.
Ωστόσο, και πάλι το συνολικό «πρόσημο» παραμένει αρνητικό, γεγονός το οποίο έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στην ελληνική αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική παραγωγή οίνου συρρικνώνεται σταθερά από το 2014, με εξαίρεση το έτος 2016, όταν και καταγράφηκε μία μικρή αύξηση.
- Πτώση 16% το 2014
- Πτώση 10% το 2015
- Άνοδος 3% το 2016
- Πτώση 6,6% το 2017
- Πτώση 7,2% το 2018
- Πτώση 10,18% το 2019
Οι συγκρίσεις καθίστανται ακόμη πιο δραματικές, εφόσον πάμε λίγα χρόνια πιο πίσω, καθώς από το 2000 η Ελλάδα έχει απολέσει το… 1/3 της παραγωγής (-34,63%).
Γιατί συμβαίνει αυτό
Γιατί συμβαίνει αυτό, όμως; Δηλαδή, γιατί η παραγωγή οίνου συρρικνώνεται διαρκώς, φθάνοντας ακόμα και τους διψήφιους ρυθμούς πτώσης;
Ο λόγος, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι διττός: Αφενός οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας, αφετέρου η συρρίκνωση των καλλιεργήσιμων αμπελιών.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία συναντώνται ολοένα και πιο συχνά στην Ελλάδα – ιδίως τους τελευταίους μήνες της άνοιξης και τους πρώτους του καλοκαιριού (Μάιος – Ιούνιος) – αλλά και οι κατά τόπους μεγάλες περίοδοι ξηρασίας – αποδεικνύονται καταστροφικές για την ελληνική γη και τους καρπούς της.
Έτσι, όπως εξηγεί στο Sputnik πηγή με γνώση επί του θέματος, οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν φέτος αποτελούν τον «νούμερο 1» παράγοντα για τη «φτωχή» σοδειά του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου.
Και δεδομένης της παγίωσης τέτοιων ακραίων καιρικών φαινομένων, οι αμπελουργοί θεωρούν βέβαιη την επανάληψη τέτοιων συνθηκών και στο μέλλον. Οπότε, οφείλουν και πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα καιρικά περιβάλλοντα, λαμβάνοντας και τα αντίστοιχα μέτρα πρόληψης.
Ο δεύτερος, μα εξίσου σημαντικός, λόγος συνίσταται στην έκταση της καλλιεργήσιμης γης. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελο-οινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), η μείωση των εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας τα τελευταία χρόνια προσεγγίζει ακόμη και το 20% σε πανελλήνιο επίπεδο.
Αρκετά αμπέλια γερνούν και δεν μπορούν να αποδώσουν τα αναμενόμενα. Έτσι, οι καλλιεργητές καλούνται να φυτεύσουν νέα. Ωστόσο, τα προβλήματα είναι πολλά.
Αρχικά, αρκετοί αμπελουργοί δεν είναι κατά επάγγελμα αγρότες και «βλέπουν» την οινοπαραγωγή ως μία πηγή συμπληρωματικού εισοδήματος. Οι τιμές του σταφυλιού, ταυτόχρονα, είναι σταθερές τελευταία χρόνια, με το εισόδημα των παραγωγών να μην κρίνεται ικανοποιητικό.
Επομένως, ένας «ερασιτέχνης» αμπελουργός αποφεύγει να εισέλθει στη διαδικασία φύτευσης νέων αμπελιών, λόγω των χαμηλών εσόδων, ενώ ανασταλτικό παράγοντα διαδραματίζει και η γραφειοκρατική φύση της διαδικασίας λήψης των απαιτούμενων αδειών.
Σ’ αυτή την… περιπέτεια επιλέγουν να εμπλακούν, κατά κύριο λόγο, οι επαγγελματίες αμπελουργοί και αγρότες, δηλαδή όσοι βγάζουν το ψωμί τους απ’ αυτό το επάγγελμα, εξηγεί η ίδια πηγή, μιλώντας στο Sputnik.
Όσο οι τιμές, βέβαια – προσθέτει χαρακτηριστικά – παραμένουν χαμηλές, τόσο δεν θα υπάρχει το κίνητρο για τους ερασιτέχνες, αλλά και τους επαγγελματίες αμπελουργούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την τριετία 2016 – 2019, σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, φυτεύτηκαν 3.892 στρέμματα αμπελιού, ενώ είχαν δοθεί άδειες για 6.352 στρέμματα. Δηλαδή, ποσοστό μόλις 61,27%.
Σύμφωνα με τη Συνεταιριστική Ένωση, αιτία της χαμηλής ανταπόκρισης ακόμη και των επαγγελματιών αμπελουργών είναι η οικονομική δυσπραγία και η στροφή σε πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες.
Στο πλαίσιο αυτό και με στόχο την αντιστροφή των παραπάνω αρνητικών τάσεων, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει δεσμευτεί να δαπανήσει έως το 2023 κοινοτικά κονδύλια, ύψους 3,5 εκατομμυρίων ευρώ, με στόχο τη στήριξη της οινοπαραγωγής στην Ελλάδα
«Πετούν» οι εξαγωγές
Παρ’ όλα αυτά, το οξύμωρο της όλης υπόθεσης συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ η παραγωγή μειώνεται, οι ελληνικές εξαγωγές αυξάνονται διαρκώς.
Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΕΟ , οι ελληνικές εξαγωγές διαμορφώθηκαν το 2018 σε 33 εκατομμύρια λίτρα, αξίας 84 εκατ. ευρώ., όταν το 2017 τα αντίστοιχα μεγέθη ανέρχονταν σε 30 εκατ. λίτρα και 76,9 εκατ. ευρώ.
Από τις συνολικές εξαγωγές, οι οίνοι με ΠΟΠ αντιπροσωπεύουν το 35%, οι οίνοι με ΠΓΕ το 36% και οι ποικιλιακοί οίνοι το 2,26%. Αντίθετα, οι οίνοι χωρίς ΠΟΠ – ΠΓΕ – ποικιλία το 24% – παρότι απαρτίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της εγχώριας παραγωγής.
Έτσι, εξηγείται εν μέρει και το παράδοξο της μειωμένης παραγωγής και της αυξημένης εξαγωγικής δραστηριότητας, καθώς τα κρασιά χωρίς ΠΟΠ – ΠΓΕ – ποικιλία αποτελούν την πλειοψηφία της παραγωγής, διαγράφοντας μια σταθερά πτωτική πορεία τα τελευταία χρόνια (σ.σ. αντίθετα με τα κρασιά ΠΓΕ – ποικιλία).
Χαμηλές τιμές, ισχυρό «brand name»
Παρά το γεγονός ότι τα έσοδα των παραγωγών παραμένουν καθηλωμένα σε χαμηλά επίπεδα, οι τιμές των εξαγωγών – και άρα τα έσοδα των εμπόρων – βρίσκονται σε διαρκή άνοδο, κάτι ο οποίο αντανακλά την ισχυροποίηση του ελληνικού «brand name».
Το 2018, χαρακτηριστικά, η τιμή στα κρασιά ΠΟΠ κυμάνθηκε στα 2,70 ευρώ ανά κιλό, στα κρασιά ΠΓΕ στα 3,60 ευρώ ανά κιλό, στα ποικιλιακά κρασιά στα 3,75 ευρώ ανά κιλό και στα κρασιά χωρίς ΠΟΠ – ΠΓΕ – ποικιλία στα 1,70 ευρώ ανά κιλό.
Άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 80%) των ελληνικών εξαγωγών συνίσταται σε εμφιαλωμένους – και όχι χύμα – οίνους.
Ποιοι αγοράζουν τα ελληνικά κρασιά
Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι αγοραστές του ελληνικού κρασιού; Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, 14,5 εκατ. λίτρα εξάγονται κάθε χρόνο στη Γερμανία, η οποία αποτελεί και τον «νούμερο 1» καταναλωτή του ελληνικού οίνου.
Στη δεύτερη θέση ακολουθεί η Γαλλία με 4,2 εκατ. λίτρα, και έπονται οι ΗΠΑ, η Κύπρος, η Ιταλία, ο Καναδάς, η Κίνα, Η Βραζιλία, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο.
Ανάμεσα στις ελληνικές ετικέτες, αυτές που κατέχουν το μερίδιο του λέοντος στις εξαγωγές, είναι οι εξής: Ασύρτικο, Ξινόμαυρο, Μαλαγουζιά, Μαυροδάφνη, Ρομπόλα, Αγιωργίτικο.
πηγή: www.sputnik.gr