Σε εξαιρετική χρονιά για το ελληνικό ελαιόλαδο αναμένεται να εξελιχθεί το 2018.
Μετά την περσινή μέτρια σοδειά, η φετινή εκτιμάται ότι θα είναι καλύτερη κι ότι θα ανεβάσει τον πήχη τόσο στην παραγωγή, όσο και στις εξαγωγές του ελληνικού «υγρού χρυσαφιού», το οποίο θα πρέπει να πωλείται σαν premium προϊόν, όπως επισήμανε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, Πρακτορείο 104,9 FM ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Βιομηχανιών και Τυποπoιητών Ελαιολάδου.
«Είμαστε περίπου στους 280.000 τόνους, είναι μια πολύ καλή χρονιά, ελπίζω να καταφέρουμε να συνεχιστούν τα θετικά στοιχεία και στις εξαγωγές μας, οι οποίες έχουν μια αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια» τόνισε ο κ.Οικονόμου, ενώ ως προς τις εξαγωγές ανέφερε: «Προ 15ετίας ήμασταν στους 15.000 τόνους και πλέον έχουμε διπλασιασμό στους 30.000 με 35.000 τόνους. Όλα τα θετικά μηνύματα μάς κάνουν να είμαστε ακόμη πιο αισιόδοξοι, ενώ ελπίζουμε πως θα κερδίσουμε ένα επιπλέον 3%- 5%, κάτι που είναι συνάρτηση και της διαμόρφωσης των τιμών από τις υπόλοιπες χώρες παραγωγής όπως η Ισπανία, η Τυνησία και η Τουρκία, καθώς νέες χώρες μπαίνουν διαρκώς στην παραγωγή ελαιολάδου» εξηγεί.
Καθώς δε οι ελληνικές εταιρίες αναζητούν μεγαλύτερα έσοδα, κύρια από τις εξαγωγικές τους προσπάθειες, ο κ.Οικονόμου τόνισε πως γίνονται συγκεκριμένες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
«Αυτό προϋποθέτει και κάποιες ενέργειες από την πλευρά μας, για να το κάνουμε γνωστό, να αυξήσουμε την αναγνωρισιμότητα του. Και αυτό δεν αφορά μόνο το ελαιόλαδο. Θα πρέπει να το δούμε συνολικά με όλα τα προϊόντα, έτσι ώστε η φήμη των ελληνικών τροφίμων να γίνει εφάμιλλη με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ανώτερη γεύση που διαθέτουν και τα θρεπτικά συστατικά τους» τόνισε, προσθέτοντας πως η σύγχρονη επιλογή για το ελληνικό ελαιόλαδο είναι συγκεκριμένη.
«Δεν θα πρέπει να πωλείται σαν ένα απλό ελαιόλαδο, αλλά σαν premium γιατί το αξίζει, όμως αυτό προϋποθέτει παράλληλα και μια εθνική στρατηγική» ανέφερε και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θετικού momentum έθεσε τα δεκάδες διεθνή βραβεία που κέρδισαν πρόσφατα ελληνικά προϊόντα σε διαγωνισμούς όπως ο Διεθνής Διαγωνισμός Ελαιολάδου της Νέας Υόρκης («New York International Olive Oil Competition – NYIOOC»), όπου Ελληνες παραγωγοί απέσπασαν 54 βραβεία.
Οι βραβεύσεις ανοίγουν πόρτες στις διεθνείς αγορές
«Είμαστε χαρούμενοι για τη βράβευση των ελληνικών ελαιολάδων, ήταν μια διάκριση που την αξίζουν τα ελληνικά ελαιόλαδα, πολλά από τα οποία αποτελούν προσπάθειες και μικρών τυποποιητών” σχολιάζει, ενώ τόνισε πως το ελληνικό ελαιόλαδο διαρκώς βελτιώνει την ποιότητα του. “Δεν το αφήνουμε στη τύχη του, έχουν δρομολογηθεί προσπάθειες συλλογικές, που ξεκινούν από το χωράφι και φτάνουν μέχρι και την όμορφη συσκευασία, που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να κερδίζει σημαντικά μερίδια στις ξένες αγορές» αναφέρει για να συμπληρώσει πως τα ελληνικά ελαιόλαδα επιδιώκουν, μέσα και από τις διακρίσεις τους σε διεθνείς διαγωνισμούς «να αποκτήσουν ένα διαβατήριο για τη διεθνή αγορά».
Κατά τον κ. Οικονόμου, όλες οι παραπάνω προσπάθειες έχουν αποτέλεσμα, που αντικατοπτρίζεται και στην αύξηση των εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου. «Επί χρόνια το ελαιόλαδο μας το καρπώνονταν άλλες χώρες, οι οποίες δημιουργούσαν προσμείξεις για να βελτιώσουν τις ποιότητες των δικών τους ελαιολάδων» και σημειώνει πως ο στόχος του κλάδου είναι η επώνυμη παρουσία «έτσι ώστε να έχουμε μια προστιθέμενη αξία στο προϊόν».
Μια προστιθέμενη αξία που συνδέεται και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικής της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής. «Εμάς αυτό που μας διαφοροποιεί, είναι και το ανάγλυφο του εδάφους που δεν μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε μηχανικό τρόπο συλλογής, κάτι που έχει το μειονέκτημα του υψηλού κόστους. Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο διάθεσης, γιατί όταν το κόστος παραγωγής είναι υψηλό λόγω του μικρού κλήρου, δεν έχουμε τις οικονομίες κλίμακας που έχουν οι μεγάλες χώρες. Το συγκριτικό μας πλεονέκτημα είναι μόνο η ποιότητα και οι προσπάθειες στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένα τμήματα του λιανεμπορίου όπως ντελικατέσεν, ανθρώπους που μπορεί να εκτιμήσουν την υπεραξία που μπορεί να έχει ένα ελαιόλαδο που έχει παραχθεί με την προσοχή, την αγάπη και το μεράκι του παραγωγού και του μεταποιητή» καταλήγει ο κ.Οικονόμου.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ