Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Δύο διαφορετικοί κόσμοι συγκρούονται και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση

Οι εξαγγελίες του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στη ΔΕΘ έδωσαν τη δυνατότητα στους πολίτες να αποκτήσουν μια καθαρή εικόνα του μέλλοντος που «οραματίζεται» για αυτούς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν ποτέ καταφέρει να γίνει κυβέρνηση. Πίσω από τα ευχολόγια για δραστική μείωση της φορολογίας κρύβεται ένα βαθιά αντικοινωνικό πρόγραμμα, που προτάσσει μια αντιμεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος εμπνευσμένη από τον Πινοσέτ, την ιδιωτικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τις επιχειρησιακές συμβάσεις για τους εργαζόμενους και την περαιτέρω συρρίκνωση της δημόσιου χώρου προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων.

Την ίδια στιγμή, ο κ. Μητσοτάκης μας χάρισε γερές δόσεις πατριδοκαπηλίας, συκοφαντώντας και καταγγέλλοντας τη συμφωνία των Πρεσπών λίγο πολύ ως εθνική προδοσία -για εσωτερική, βέβαια, κατανάλωση αφού στο εξωτερικό διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση ότι θα την εφαρμόσει- και κινδυνολόγησε ασύστολα, εμφανίζοντας μια χώρα ανοχύρωτη, έρμαιο εγκληματιών και «εισβολέων», υποσχόμενος περισσότερη καταστολή και χαϊδεύοντας τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.  Παράλληλα, πραγματεύθηκε φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας με μια αποσπασματική και ασύνδετη έκθεση ιδεών. Η έλλειψη σοβαρότητας -και στην πραγματικότητα ενδιαφέροντος-  που επέδειξε για τα σοβαρά κοινωνικά θέματα μπορεί να συμπυκνωθεί στην αντίληψή του ότι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αρκεί μια εθνική καμπάνια εξάλειψης της χρήσης της πλαστικής σακούλας…

Αυτό το πάντρεμα νεοφιλελευθερισμού, εθνικισμού και νεοσυντηρητισμού δεν είναι, προφανώς, πατέντα του κ. Μητσοτάκη. Είναι η κακοχωνεμένη μεταφορά της στρατηγικής Τραμπ – Ορμπάν – Σαλβίνι στην Ελλάδα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναγεννηθεί πολιτικά η -και κυριολεκτικά- χρεοκοπημένη εγχώρια Δεξιά.

Από το νεοφιλελεύθερο κρεσέντο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν θα μπορούσε να λείψει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε την υποκατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης προς τους δήμους από την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, το ύψος του οποίου θα μπορεί να προσδιορίζεται, όπως τόνισε, από τους δημάρχους. Η θέση αυτή αποτελεί την επιτομή της άγνοιας -ή της συνειδητής παραγνώρισης- των συνταγματικών αρχών που καθορίζουν τους όρους επιβολής και είσπραξης φόρων.

Θυμίζουμε στον πρόεδρο της ΝΔ ότι σύμφωνα με τον Σύνταγμα, η επιβολή και η είσπραξη των φόρων γίνονται αποκλειστικά από την κεντρική διοίκηση, ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του κράτους και δεν μεταβιβάζονται. Η πρότασή του λοιπόν εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητά της, τη στιγμή που τόσο ο ίδιος όσο και το κόμμα του έχουν αρνηθεί να συμπράξουν στη συνταγματική αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή. Ταυτόχρονα, δεν είναι καθαρό πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα τέτοιο μέτρο, με δεδομένο ότι οι δήμοι δεν διαθέτουν τους ανάλογους εισπρακτικούς μηχανισμούς. Για ακόμη μία  φορά, γινόμαστε μάρτυρες της επιπολαιότητας με την οποία η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει ζητήματα μείζονος πολιτικής σημασίας.

Εξίσου σημαντικές, ωστόσο, με τα συνταγματικά και τεχνικά κωλύματα, είναι οι οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε για τους δήμους μία τέτοια εξέλιξη. Η αντικατάσταση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) με τον ΕΝΦΙΑ θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των πόρων που κατευθύνονται στους δήμους, αφού οι πρώτοι (μαζί με τα προνοιακά επιδόματα) υπερβαίνουν κατά πολύ -με τρέχουσες τιμές περίπου 1 δισ. ευρώ-  τα έσοδα από τον δεύτερο. Επιπλέον, αποτελεί συνταγή για τη διαιώνιση της ανισότητας μεταξύ των περιοχών της χώρας, ανάλογα με την οικονομική αξία της γης τους. Οι πλούσιοι δήμοι με ακίνητα υψηλής αξίας, θα πολλαπλασιάσουν τα έσοδά τους, ενώ οι λαϊκές συνοικίες και οι μικροίαπομακρυσμένοι δήμοι θα δουν τη δραστική περικοπή των πόρων τους και θα μείνουν με δύο επιλογές: είτε να συρρικνώσουν τις υπηρεσίες που παρέχουν στους πολίτες, είτε να τις εκχωρήσουν σε ιδιωτικά συμφέροντα, με το ανάλογο, φυσικά, τίμημα για τους δημότες.  

Η πολιτική της ΝΔ για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως παρουσιάστηκε στη ΔΕΘ από τον κ. Μητσοτάκη, συμπυκνώνει την πεμπτουσία του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Συνδυάζει την οικονομική αφαίμαξη των δήμων με την περικοπή της χρηματοδότησής τους από το κράτος, τη διαιώνιση της υποστελέχωσής τους με την επαναφορά του κανόνα «1 προς 5» για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, που φανατικά υποστηρίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την ιδιωτικοποίηση μέσα από την εκχώρηση κρίσιμων λειτουργιών των ΟΤΑ σε ιδιώτες. Πρόκειται για μια πρόταση ταυτόσημη σχεδόν με αυτή που εισηγούνταν το ΔΝΤ από την αρχή της κρίσης και η οποία στόχευε στη δραστική συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών σε επίπεδα αναπτυσσόμενου κόσμου.

Έρχεται δε τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη μία συστηματική προσπάθεια από την κυβέρνηση για την ενίσχυση και την αναζωογόνηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: με τη μεγάλη μεταρρύθμιση του «Κλεισθένη» που ενισχύει τη λαϊκή συμμετοχή στα κοινά και διευρύνει τη δημοκρατία στις τοπικές κοινωνίες. Με την αύξηση των ΚΑΠ και τον εξορθολογισμό τους, ώστε να γίνεται πιο δίκαια η κατανομή τους, εισάγοντας π.χ. κριτήρια όπως η νησιωτικότητα, η ορεινότητα, το επίπεδο των υποδομών, το τοπικό ΑΕΠ και η τοπική ανεργία. Με χιλιάδες νέες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για τη στελέχωση των υπηρεσιών των ΟΤΑ και την παροχή τεχνικής υποστήριξης στους δήμους για την υλοποίηση των απαραίτητων έργων. Με τη δημιουργία, τέλος, νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως ο «Φιλόδημος» που διοχετεύει στους δήμους πρόσθετη χρηματοδότηση άνω του 1 δισ. ευρώ μόνο για το 2018 για την ολοκλήρωση κρίσιμων υποδομών στις τοπικές κοινωνίες.

Αυτή την προσπάθεια επιχειρεί να ακυρώσει ο πρόεδρος της ΝΔ με τις εξαγγελίες του για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την οποία σκοπεύει  να μετατρέψει σε πεδίο πειραματισμού για τις πιο αντικοινωνικές πολιτικές, με πολίτες-πελάτες, που θα απολαμβάνουν τόσες υπηρεσίες όσες αντέχει η τσέπη τους. Ο κόσμος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, θα πρέπει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα απέναντι σε αυτόν τον σχεδιασμό που συνιστά βόμβα στα θεμέλια των τοπικών κοινωνιών, διαφορετικά θα κληθούν να λογοδοτήσουν στους ίδιους τους δημότες τους.

Από αυτή την άποψη, το «Μπορούμε» που φώναξε ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να αντιγράψει τον Ομπάμα ή ακόμα χειρότερα την φιλανθρωπική ρηχότητα τηλεοπτικών σταθμών, περισσότερο ως απειλή ακούγεται, παρά ως ελπίδα για την κοινωνία. Στις επόμενες εκλογές οι πολίτες θα έχουν να επιλέξουν από τη μία την επιστροφή στο παρελθόν και στις καταστροφικές πολιτικές που οδήγησαν στη χρεοκοπία που εκπροσωπεί η αξιωματική αντιπολίτευση και από την άλλη τη συνέχιση της προσπάθειας που καταβάλει η κυβέρνηση για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την διεύρυνση της δημοκρατίας και τη θεσμική κατοχύρωση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι μία κρίσιμη μάχη που θα καθορίσει το μέλλον της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.

του Αλέξη Χαρίτση Υπουργού Εσωτερικών άρθρο στην εφημερίδα «Αυγή της Κυριακής»