Έχουν ήδη γραφτεί πολλά, θετικά και αρνητικά, για τις προθέσεις της κυβέρνησης και ιδιαίτερα του ισχυρού μέρους της, του ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά στην κατάρτιση και ψήφιση εκλογικού νόμου απλής αναλογικής για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του ερχόμενου Μαΐου, μέσω του «Κλεισθένη».
Οι φιλοκυβερνητικές πηγές προτάσσουν την άποψη ότι η απλή αναλογική εμπνέει τη συνεργασία, τη συναίνεση και τις προγραμματικές συγκλίσεις, για το καλό των τοπικών κοινωνιών. Όπως και την ενίσχυση της διαφάνειας στην εφαρμογή των πολιτικών της δημοτικής ή περιφερειακής αρχής, δεδομένης της συνύπαρξης σ` αυτήν διαφορετικών και –τρόπον τινά- αλληλοελεγχόμενων παρατάξεων.
Οι αντιπολιτευόμενες πηγές θεωρούν τις παραπάνω «αγαθές προθέσεις», προφάσεις εν αμαρτίαις. Διαβλέπουν μια εκ του πονηρού στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ να αντισταθμίσει την χαμηλή απήχηση που έχουν κατά παράδοση οι «εκλεκτοί» του στο χώρο της αυτοδιοίκησης, με έναν εκλογικό νόμο που θα τους βάλει στο παιχνίδι των μετεκλογικών συνεργασιών -έως και συναλλαγών- για το σχηματισμό διοικήσεων, υπονομεύοντας την παραδοσιακή κυριαρχία υποψηφίων και παρατάξεων σε Δήμους και Περιφέρειες, που στηρίζονται από άλλες πολιτικές δυνάμεις, τη Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛ.
Οι αυστηρότεροι, διαβλέπουν μια «εκδικητική» στόχευση διαμόρφωσης συνθηκών ακυβερνησίας στο χώρο της Αυτοδιοίκησης. Μιας «αναμπουμπούλας» δηλαδή, που θα προσφέρει την ευκαιρία στις προσκείμενες στο ΣΥΡΙΖΑ δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις, εκ μίας ασφαλούς αντιπολιτευόμενης θέσεως, να ενισχύσουν την απήχησή τους καταγγέλλοντας το «μπάχαλο». Στο σενάριο αυτό, το ρίσκο να «χρεωθούν» και να πληρώσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι «εκλεκτοί» του την ευθύνη δημιουργίας του μπάχαλου, αντισταθμίζεται από την προσδοκία επιβεβαίωσης της πεποίθησης πολλών, ότι το εκλογικό σώμα «ξεχνάει» εύκολα τέτοιες λεπτομέρειες…
Η αναζήτηση της αλήθειας, διευκολύνεται αν επικεντρωθούμε σε μερικές από τις πραγματικές επιπτώσεις της απλής αναλογικής, όπως αυτή προβλέπεται να εφαρμοστεί τον Μάιο του 2019 στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Προσπερνώντας το εύκολο σενάριο της επικράτησης ενός υποψηφίου περιφερειάρχη ή δημάρχου και της παράταξής του από τον α’ γύρο με το 50% συν μία των ψήφων, πάμε στο δύσκολο σενάριο της ανάδειξης –ας πούμε- δημάρχου, στον β’ γύρο των εκλογών. Και ας σταθούμε στις τρεις πιο σοβαρές επιπτώσεις.
Επίπτωση 1η: Ήδη καθ` οδόν προς τις εκλογές, ο νόμος με μείωση του υποχρεωτικού αριθμού υποψηφίων συμβούλων και την μη ύπαρξη αυστηρού ορίου 3% των ψήφων για την είσοδο στο δημοτικό συμβούλιο, ευνοεί την κάθοδο ευκαιριακών υποψηφίων δημάρχων. Υποψηφίων δηλαδή, που ξέρουν ότι δεν πρόκειται να διοικήσουν, δεν ενδιαφέρονται για τη σύνθεση των τοπικών συμβουλίων και αρκούνται στην προσδοκία κατάληψης 1-2 εδρών, με στόχο την διατήρηση ή την έναρξη μιας πολιτικής «παρουσίας» στα πράγματα.
Επίπτωση 2η: Ο δήμαρχος δεν έχει την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων, αφού αυτοί εκλέγονται στο σύνολό τους αναλογικά από τον α΄ γύρο. Είναι υποχρεωμένος να συμπράξει με μία ή περισσότερες παρατάξεις, ήδη για να ξεκινήσει να λειτουργεί το δημοτικό συμβούλιο. Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο, πως σε σοβαρά θέματα, θα χρειαστεί να κάνει εκπτώσεις στον προγραμματικό του σχεδιασμό, αν τα σχέδιά του προσκρούουν στη διαφωνία των διοικητικών του εταίρων.
Επίπτωση 3η: Ο δήμαρχος δεν έχει εξασφαλισμένη τη συνεργασία των προέδρων των τοπικών συμβουλίων για την υλοποίηση εγκεκριμένων από το δημοτικό συμβούλιο πολιτικών. Η ανάδειξη διοικήσεων στα τοπικά συμβούλια με ξεχωριστές κάλπες και ψηφοδέλτια, καθιστά ιδιαίτερα πιθανή την ανάδειξη ενός τοπικού συμβουλίου πρόθυμου να …αντιταχθεί στην εφαρμογή της κεντρικά αποφασισμένης πολιτικής για την περιοχή του, με ακραία τοπικιστικά κριτήρια, ή απλά στο πλαίσιο μικροπολιτικών εξυπηρετήσεων.
Τα παραπάνω καθιστούν ευκολονόητη την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στις όποιες «αγαθές» ή μη προθέσεις του νομοθέτη και στην επίπτωση της εφαρμογής της απλής αναλογικής. Τα αντικειμενικά κριτήρια διοικητικής συγκρότησης και δράσης της Αυτοδιοίκησης, υποχωρούν μπροστά στην υποκειμενικά διαμορφούμενη έκφραση και στάση των προσώπων που τελικώς θα εκλεγούν.
Γι` αυτό τα κριτήρια επιλογής των ψηφοφόρων αποκτούν ακόμα πιο βαρύνουσα σημασία.
Διότι, πολύ απλά, το στοιχείο που θα κληθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις προθέσεις και στις επιπτώσεις, θα είναι το πρόγραμμα του δημάρχου, ιδιαίτερα σε μεγάλους αστικούς δήμους, όπως αυτός της Θεσσαλονίκης μας.
Ένα πρόγραμμα βασισμένο σε ωραίες θεωρίες, αλλά χωρίς ύπαρξη προηγούμενης σοβαρής μελέτης των αναγκών και των δυνατοτήτων της πόλης και χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία για την υλοποίησή του, θα δώσει περισσότερο χώρο σε αμφισβητήσεις, συγκρούσεις ή ακόμα και συναλλαγές, ενισχύοντας τα φαινόμενα ακυβερνησίας.
Ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό, με αντικειμενικά -δύσκολα αμφισβητήσιμα- αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, δομημένο σε πραγματικά στοιχεία και υποστηριζόμενο από μια ομάδα εργασίας με επαρκή τεχνογνωσία για την υλοποίησή του, μπορεί να υπερβεί ακόμα και τις πιθανές «πονηρές» στοχεύσεις της κυβέρνησης, επιτυγχάνοντας την επιβεβαίωση των θεωρητικά «αγαθών» προθέσεων.
Με λίγα λόγια, οι πολίτες που ενδιαφέρονται να έχουν δήμο που θα λειτουργεί και θα «τρέξει» την πόλη του προς το μέλλον, έστω και με συνεργασίες, αλλά χωρίς να χάνει χρόνο σε ατέρμονες διαβουλεύσεις, μπορούν να επιλέξουν και να ενισχύσουν με ώριμη σκέψη τον υποψήφιο δήμαρχο που πιστεύουν ότι δεν έχει απλώς άποψη για το τι θα ήταν καλό να γίνει, αλλά ξέρει τι μπορεί να γίνει και πώς να το κάνει.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταλάβουμε… κατόπιν εορτής, τη ρήση που έχει συνδεθεί κατά καιρούς με μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, από το Λόρδο Βύρωνα μέχρι τον Κάρλ Μάρξ: «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις».
*Πρόεδρος ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας