Του Παναγιώτη Γιαννόπουλου, Δικηγόρου, Μέλος ΣΥΡΙΖΑ
Η αναθεώρηση του Συντάγματος ανοίγει μοιραία μια συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να είναι αμιγώς νομική, ούτε αποκλειστικώς νομικοτεχνική. Επειδή η αναθεώρηση του κοινωνικοπολιτικού μας συμβολαίου είναι πολιτική πράξη ,κάθε συζήτηση για αυτήν είναι προεχόντως πολιτική.
Η πυκνότητα,η φαντασία, η έμπνευση, η αυτοπεποίθηση ,και η ευθύνη αυτής της συζήτησης είναι προαπαιτούμενα,για την επιτυχία του αναθεωρητικού διαβήματος και για την ικανότητά του να παράξει θεσμικό μέλλον ,κανονιστική αντοχή, και συμβολική ρυθμιστικότητα στην συλλογική και στις ατομικές μας νοοτροπίες και βιοτροπίες. Το γεγονός, ότι συζητούμαι γαι την αναθεώρηση ενός συντάγματος, που έχει υποστεί πληθωρισμό αναθεωρήσεων, επιβεβαιώνει και μαρτυρά ότι οι αντιστοιχες συζητήσεις στο παρελθόν ήταν μίζερες, μονήρως τεχνικές και πολιτικώς ανέμπνευστες, αφού στην καλύτερη των περιπτώσεων οι επελθούσες συνταγματικές αλλαγές δεν έγιναν για να απελευθερώσουν το μέλλον, αλλά για να υπηρετήσουν κομματικούς τακτικισμούς και για να αναδιατάξουν το πολιτικό παίγνιο. Το Σύνταγμα όμως δεν είναι παιγνίδι.
Σε μια χώρα, που ο δημόσιος κορβανάς μισθοδοτεί ιερείς και αρχιερείς, πλείονες των γιατρών του ΕΣΥ, γουστάρουμε ακόμη να καμωνόμαστε, πως το σύνταγμα, που αφορά στην οργάνωση της κρατικής εξουσίας και στα δικαιώματά μας έναντι αυτής, θεσπίζεται εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδος, λησμονώντας την Χριστολογική ρήση περί του “τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα τω θεώ τω θεώ.
Άλλωστε, αν είχε η αγία τριάδα οποιαδήποτε σχέση με το σύνταγμα,τότε θα απαγορευόταν η αναθεώρησή του, διότι, ούτε αναθεώρηση των ευαγγελίων επιτρέπεται,ούτε τροποποίηση των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων, ούτε και αλλαγή οποιουδήποτε “θεόπνευστου” κειμένου. Σε μια κοινωνία, που βιολογικώς βαριέται να αναπαράγεται, εξακολουθούμε να υποκλινόμαστε σε διατάξεις, που καθιστούν κανόνα το δίκαιο του αίματος. Σε μια δημοκρατία, που στην Βουλή της εκπροσωπούνται φασίστες λαμβάνοντας μισθό, ατέλειες και επιχορήγηση, δεν συζητάμε το ζήτημα της ξενοδόχησης στο δημοκρατικό πρυτανείο όσων και όποιων είναι εχθροί των απλοικότερων κανόνων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολιτικού φιλελευθερισμού, που συνέχουν μια δικαιοκρατική πολιτεία. Παρέλκει δε η επισήμανση, ότι αυτούς τους εχθρούς της η δημοκρατία μας δεν έχει καταφέρει ακόμη να τους δικάσει.
Σε μια πατρίδα, που η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης ιδιωτικών Α.Ε.Ι ,έχει καταντήσει ατελής ρύθμιση, αφού έχουμε γεμίσει από παραρτήματα και ενίοτε παραπήγματα ιδιωτικών αλλοδαπών Α.Ε.Ι., θεωρούμε ότι μας μαραίνει η διάταξη του άρθρου 16 του συντάγματος. Σε μια πολιτεία, που οι ανεξάρτητες αρχές της, εκτός από χώρος, τόπος και τρόπος σταδιοδρομίας συνταξιούχων δικαστών και ημετέρων τέκνων και αδελφών, λειτουργούν ως νησίδες κοινοβουλευτικώς ατίθασων σκοπιμοτήτων και αδρανειών, θέλουμε να τις αναδιοργανώσουμε, όταν μάλλον θα αρκούσε και θα συνεισέφερε περισσότερα η κατάργησή τους. Σε μια χώρα που το πολιτικό της προσωπικό έχει μια ροπή στην γλυκαντική θρεπτικότητα του μελιού των δημόσιων ταμείων, υποκρινόμαστε ότι μας φταίει η συνταγματική διάταξη περί της ευθύνης των υπουργών, λές και όταν αλλάξει θα αρχίσει η υπουργική ασιτεία ή άλλως θα γεμίσουμε καταδικασθέντες υπουργούς, που μάλλον θάναι τόσοι, όσοι και οι καταδικασθέντες δικαστές από το ειδικό δικαστήριο αγωγών κακοδικίας. Σε μια χώρα, που αναπαράγει πιό πολλούς μύθους από αυτούς που αντέχει η αυτοδιάψευσή της και ενίοτε η αυτογελοιοποίησή της, επιδιώκουμε να μπερδεύουμε την θρησκευτική συνείδηση με την χριστιανική συνείδηση και να ασκούμαστε στην ψευδομαρτυρία σε δικαστικές αίθουσες, ομνύοντας θρησκευτικούς όρκους ,υπό το βλοσυρό και απαθές βλέμμα του παντοκράτορα, του Ιησού ή της Παναγίας.
Σε μια δημοκρατία, όπου ο εφοπλιστικός πλούτος δεν φορολογείται καμωνόμαστε για την αρχή της ισότητας στα φορολογικά βάρη. Σε μια δημοκρατία, που οσωνούπω ενηλικιώνεται, επιθυμούμε δυαρχία στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε δίπλα στον πρωθυπουργό να στέκει ο Πρόεδρος ως πολιτικός βασιλέας, λησμονώντας τι ζήσαμε τις εποχές των παρασυνταγμάτων. Σε μια χώρα, που η συνταγματικότητα των νόμων ανήκει στο σύνολο των δικαστών, εισφέρουμε επιχειρόσημα για την ανέγερση του συνταγματικού δικαστηρίου, ως η έλλειψή του να συνιστά προπατορικό αμάρτημα. Την ίδια στιγμή ,ανεχόμαστε τη νομολογία, δηλαδή την υποταγή του δικαστικού φρονήματος στα κριθέντα, να μεταβάλλεται σε πηγή του δικαίου και η παροχή της δικαστικής προστασίας να γίνεται προνόμιο και μεταφυσικό ζήτημα, λόγω της απόστασης από το ένδικο βοήθημα ως την επιδιωκόμενη με αυτό δικαστική απόφαση. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά και υπό την νέφωση του δημοσιονομικού βαρομετρικού χαμηλού, νομίζουμε ότι συζητάμε πολιτικά για την αναθεώρηση. Δεν συζητάμε όμως. Μονολογούμε, μουρμουρίζουμε, μοιροικάζουμε, μιζεριάζουμε.
Το εκνευριστικό και μαζί το απίθανο είναι ότι τα κόμματα, που δημιούργησαν το ισχύον σύνταγμα και το αναθεώρησαν επιτηδευμένα και ανεπιτυχώς, να καταγγέλλουν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι εργαλειοποιεί την αναθεώρηση ,δήθεν για να αποδράσει, ή να γητεύσει, ή για να γοητεύσει ή για να πολώσει. Κι έτσι στο πεδίο των κρεμασμένων αναθεωρήσεων, οι παλαιοί ανθεωρητές κοπιάζουν και μιλάνε για σκοινί. Πότε; Την ίδια ακριβώς στιγμή, που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι η μόνη κυβέρνηση από το 1975,που σέβεται και τηρεί τον συνταγματικό κανόνα της τετραετούς κυβερνητικής θητείας,όταν όλες οι υπόλοιπες με ψευδέτυπο τρόπο επικαλούνταν και ξαναεπικαλούνταν φανταστικά εθνικά θέματα,για να προκηρυχθούν οι εκλογές, που τους βόλευαν, ή που βοηθούσαν την αποφυγή των εκλογικών αποτελεσμάτων, που φοβούνταν. Έτσι, πολλά μπορεί να είναι τα ελλείματα της πολιτικής συζήτησης για την αναθεώρηση, όπως πολλές μπορεί να είναι οι ενστάσεις για το περιεχόμενο και τα διακυβεύματά της.
Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν είναι ούτε αξιόπιστοι, ούτε εύηχοι, ούτε εύπεπτοι, οι χτεσινοί και προχτεσινοί αναθεωρητές, που νομίζουν ότι κατέχουν, μόνοι αυτοί και το σχετικό προνόμιο και την σχετική τέχνη του κανοναρχείν.