Πέμπτη
14
Νοέμβριος
TOP

Η “WSJ” στη Μεσσηνία: Ένα “μάθημα” από το ελληνικό ελαιόλαδο για τα οικονομικά εμπόδια στη χώρα

ΣΤΡΕΦΙ. ΜΕΣΣΗΝΙΑ. Το ελληνικό ελαιόλαδο θα έπρεπε να αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα για τον εξαγωγικό τομέα της χώρας.

Αντίθετα, προσφέρει ένα μάθημα γιατί η Ελλάδα παραμένει βαθιά μη ανταγωνιστική παρά τα χρόνια πίεσης να διορθώσει την οικονομία της, επισημαίνει η δημοσιογράφος Νεκταρία Σταμούλη σε ανταπόκρισή της από το Στρέφι Μεσσηνίας σε άρθρο που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Wall Street Journal» με τον ενδεικτικό τίτλο: «Greece’s Olive Oil Industry Offers a Lesson on Economic Hurdles».

Ειδικότερα, το άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:

Οι εργάτες στο ελαιοτριβείο που στέκει στην πλαγιά και ανήκει στον κ. Γιάννη Σκιαδά, πίεζαν τις βραβευμένες ελιές της Καλαμάτας για να πάρουν το πυκνό, αρωματικό λάδι, γνωστό τοπικά ως «πράσινος χρυσός», το περισσότερο από το οποίο θα σταλεί στο εξωτερικό και θα αναμειχθεί με ιταλικό ελαιόλαδο.

Ο κ. Σκιαδάς θα μπορούσε να κερδίσει τα τριπλάσια αν ο ίδιος δημιουργούσε μία εταιρεία για το λάδι του και το πουλούσε μόνος. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε επένδυση σε κάθε βήμα, από την καλλιέργεια έως το marketing, όμως το άμεσο ρευστό από τους Ιταλούς πελάτες είναι ελκυστικό μετά από μία δεκαετία σχεδόν οικονομικού πόνου στην Ελλάδα.

«Ο Θεός να έχει καλά τους Ιταλούς», δήλωσε.

Η Ελλάδα, στο ελαιόλαδο θα μπορούσε να έχει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, με το κλίμα που είναι ιδανικό για την καλλιέργεια, καθώς και μία μείωση 22% του εργατικού κόστους από το 2010, περίπου όταν ξεκίνησε η κρίση.

Αλλά η χώρα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τη χαμηλού κόστους βάση για να ξεπεράσει τις οικονομικές κακουχίες. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών μειώθηκε πέρυσι, παρά τα χρόνια προσπαθειών για την προώθηση ανάπτυξης βασισμένης στα προϊόντα που εξάγονται.

Μόλις το 2,5% των ελληνικών επιχειρήσεων ασχολούνται σε μία εξαγωγική δραστηριότητα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ernst & Young.

Φωτογραφία αρχείου: AP Photo/Petros Giannakouris.

Ο τραπεζικός δανεισμός είναι σπάνιος σε μία χώρα που πνίγεται στο χρέος. Και η περίφημη αναποτελεσματική γραφειοκρατία της Ελλάδας καθιστά χρονοβόρο το να εξασφαλίσει κανείς εγκρίσεις υγιεινής και ασφάλειας, καθώς και έγγραφα για εξαγωγές, σύμφωνα με τους εξαγωγείς της χώρας. Παρόμοια προβλήματα επηρεάζουν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα από τα ροδάκινα μέχρι το κρασί. Οι εξαγωγές υφασμάτων και οικιακών συσκευών έχουν επίσης υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια.

Η αποτυχία των ελαιοπαραγωγών στην Ελλάδα να βγουν στη διεθνή αγορά με το δικό τους λάδι είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Η Ελλάδα είναι 3η στον Κόσμο σε παραγωγή ελαιόλαδου σύμφωνα με την Eurostat, αλλά μόλις το 4% του ελαιόλαδου που πωλείται παγκοσμίως είναι μάρκας ελληνικής, σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (2015).

Ο λόγος: Οι Ελληνες παραγωγοί ελαιόλαδου έχουν κυρίως «κολλήσει» στο να παράγουν για άλλους, χωρίς να μπορούν ή χωρίς να θέλουν να επενδύσουν στο να δημιουργήσουν εταιρικό προϊόν δικό τους το οποίο μπορεί να πουληθεί σε καλές τιμές στις ξένες αγορές. Μόνο το 27% του ελληνικού ελαιόλαδου εξάγεται ως εταιρικό προϊόν, σε σύγκριση με το 50% της Ισπανίας και το 80% της Ιταλίας.

«Η Ελλάδα δεν έχει επενδύσει στο να δημιουργήσει ‘brand name’, όπως η Ιταλία και η Ισπανία», δήλωσε η κ. Χριστίνα Σακελλαρίδη, επικεφαλής του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων. «Τώρα είναι δύσκολο να τους ανταγωνιστείς».

Εμμένοντας στο λάδι χύμα προς πώληση και όχι ως εταιρικό προϊόν, η Ελλάδα χάνει περί τα 250 εκατ. ευρώ σε έσοδα κάθε χρόνο, σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, τα οποία χρειάζεται απεγνωσμένα.

Πολλά χωράφια με ελιές και ελαιοτριβεία ανήκουν σε οικογένειες και έχουν λιγότερους από 10 υπαλλήλους, σύμφωνα με την Ενωση Ελαιοπαραγωγών. Το μικρό τους μέγεθος αποφέρει λίγα έσοδα και μικρή ικανότητα διαχείρισης για να γίνει αναβάθμιση του προϊόντος και να καθιερωθεί ένα «brand name».

Γι’ αυτούς που επενδύουν το όφελος μπορεί να είναι σημαντικό.

Πριν από την κρίση ο κ. Γιώργος Σκαρπαλέζος έριξε χρήματα σε νέα μηχανήματα για το ελαιοτριβείο του. Τώρα παράγει έξτρα παρθένο ελαιόλαδο το οποίο πουλά, μεταξύ άλλων καταστημάτων και στα Harrods του Λονδίνου. Κερδίζει έως 4 ευρώ το λίτρο, ενώ ένας μέσος ελαιοπαραγωγός, συνήθως ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου, κερδίζει 10-20 σεντς του ευρώ το λίτρο, πουλώντας χύμα το λάδι.

«Δεν μπορώ να παράξω τεράστιες ποσότητες, επειδή πρέπει να επικεντρωθώ στην ποιότητα του προϊόντος», είπε ο κ. Σκαρπαλέζος, δείχνοντας ένα σκούρου χρώματος γυάλινο δοχείο που σχεδιάστηκε για να προστατεύει το ελαιόλαδο. Οι ελαιοπαραγωγοί, συχνά πρέπει να εισάγουν προϊόντα όπως αυτά τα γυάλινα δοχεία και πλαστικά καπάκια. Επίσης, τα δέντρα πρέπει να αρδεύονται και να κλαδεύονται βάσει συγκεκριμένων κανόνων.

Εξαιτίας της δυσκολίας δανεισμού, ο κ. Σκιαδάς είπε πως ο ίδιος και οι προμηθευτές του δεν μπορούν επίσης να επενδύσουν για να αναβαθμίσουν το τελικό τους προϊόν. Πολλοί, για παράδειγμα, δεν αγοράζουν κιβώτια ή υφασμάτινους σάκους για να διατηρήσουν τις ελιές που μαζεύουν φρεσκότερες, χρησιμοποιώντας αντίθετα πλαστικούς σάκους που δεν έχουν καλό εξαερισμό.

Ο κ. Σκιαδάς αποφεύγει και την μέθοδο ψυχρής πίεσης που τα ελαιοτριβεία χρησιμοποιούν για να ονοματίσουν το προϊόν τους παρθένο ή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Αντί αυτού, πιέζει τις ελιές σε υψηλές θερμοκρασίες καθώς αυτό αποφέρει έως διπλάσια ποσότητα λαδιού.

Ο ίδιος, εκτιμά ότι η ποσότητα του προϊόντος είναι η ίδια. «Ολα αυτά τα ενδιάμεσα στάδια οδηγούν σε μία αύξηση του κόστου μας», επεσήμανε.