Ο Ογκάστιν Κόρτολντ, νεαρός χρηματιστής από το Λονδίνο, έβρισκε την δουλεια του αφόρητα πληκτική. Βαριόταν το χαρτομάνι και ιδιαίτερα τους συναδέλφους του. Ήθελε απεγνωσμένα να κανει κάτι συναρπαστικό στην ζωή του.
Το 1930 άκουσε οτι στρατολογούσαν εθελοντές για μια αποστολή που θα πραγματοποιούσε μετεωρολογικές παρατηρήσεις στον Πολικό Σταθμό, ενα ειδικής κατασκευής φυλάκιο στη Γροιλανδία, το οποίο βρισκόταν σε ύψος 2000 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και απείχε 180 χιλιόμετρα δυτικά της κύριας βάσης της αποστολής. Ένα μέρος που πραγματικά έκανε κρύο, πάρα πολύ κρύο.
Υπήρχε μεγάλη ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με την αρκτική Γροιλανδία . Η συντομότερη αεροπορική οδός από την Ευρώπη προς την Βόρεια Αμερική περνούσε πάνω από αυτή τη νησιωτική χώρα, κανεις όμως δεν ηξερερε τι καιρό έκανε, ιδίως τους χειμερινούς μήνες, και ο Κόρτολντ πήγε εκεί για να το ανακαλύψει.
Προχώρησε από την ακτή μαζί με μια ομάδα της οποίας καθήκον ήταν να προμηθεύσει τον μετεωρολογικό σταθμό με αρκετά τρόφικα και καύσιμα για δύο άτομα, ωστόσο η κακοκαιρία παρέτεινε τόσο πολύ το ταξίδι ώστε τα περισσότερα τρόφιμα που προορίζονταν για τον σταθμό καταναλώθηκαν στην διαδρομή. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να κλείσει ο σταθμός.
Ο Κόρτολντ σκέφτηκε πως ηταν κρίμα να εγκαταλείψουν την αποστολή μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν αρκετά τρόφιμα. Υπολόγισε πως θα μπορούσε να αντέξει μόνος του για πέντε μηνες, έγραψε αργότερα. “Είχα πάθει κρυοπαγήματα στα δάχτυλα των ποδιών και δεν είχα καμια όρεξη να γυρίσω πίσω. Έτσι αποφάσισα να μείνω εκεί και να λειτουργήσω τον στατθμό μόνος μου.”
Τα κρυοπαγήματα ηταν ένας ακραίος λογος για να επιλέξεις να μείνεις στη Γροιλανδία μέσα στο καταχείμωνο, για τον Κορτολτ όμως η απόφαση αυτή είχε κάποια λογική βάση.
Λίγο αφότου εγκαταστάθηκε στον νέο τόπο διαμονής του, άρχισε να χιονίζει ανεξέλεγκτα. Η σκηνή του θάφτηκε κάτω από το χιόνι, ώσπου φαινόταν μόνο η άκρη του σωλήνα εξαερισμού, η οποία δεν άργησε να χαθεί και αυτή κάτω από το χιόνι, μέχρι που κυριολεκτικά θάφτηκε ζωντανός.
Σύντομα τελείωσαν οι προμήθειες σε τρόφιμα και καύσιμα, ενώ δεν είχε καμία δυνανατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Διατήρησε όμως την πίστη οτι κάποια στιγμη θα τον έβρισκε κάποια ομάδα διάσωσης .
“Καθώς περνούσαν οι μήνες ο ένας μετά τον άλλο, αισθανομουν όλο και πιο σίγουρος για την άφιξη τους.” έγραψε αργότερα. “Ακόμα και όταν αποκλείστηκα τελείως από το χιόνι, δεν είχα καμια αμφιβολία οτι δεν θα με έβρισκαν και αυτο για μένα ηταν μεγάλη παρηγοριά. Ήταν απολύτως ξεκάθαρο στο μυαλό μου εκείνο τον καιρό ότι, ενώ ήμουν σε πλήρη αδυναμία να βοηθήσω τον εαυτό μου, κάποια εξωτερική δύναμη βρισκόταν στο πλευρό μου , δεν ηταν γραφτό της μοίρας μου ν’ αφήσω τα κόκκαλα μου στους πάγους της Γροιλανδίας.”
Όχι μόνο δεν ένιωσε απόγνωση ουτε για μια στιγμή, αλλά ονειρευόταν το σπίτι του, το αναμμένο τζάκι και την γυναίκα του.
Στις 5 Μαϊου, ακριβώς πεντε μηνες μετά απο τότε που έμεινε μόνος, άκουσε έναν θόρυβο που όλο και δυνάμωνε, σαν να έπαιζαν ποδόσφαιρο πάνω από το κεφάλι του. “Ήρθαν!” σκεφτηκε. Από μια τρύπα μπήκε το φώς του ήλιου και άκουσε την φωνή του ανθρώπου που συνόδευε την αποστολή να του λέει “Φόρεσε τα”, δίνοντας του ενα ζευγάρι γυαλιά για το χιόνι.
“Ποσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος απο την τελευταία φορά που τον αντίκρισα! Ηταν Μάϊος και είχε μια εκτυφλωτικη λιακάδα. Δεν περίμενα με τίποτα να είναι έτσι…” ανέφερε αργότερα.
Μετά την περιπέτεια στην Γροιλανδία, ο Κόρτολντ αποφάσισε να μην επιστρέψει στην παλιά του ζωή ως χρηματιστής. Ξεκίνησε ενα θαυμαστό ταξίδι χιλίων χιλιομέτρων κατα μήκος της αχαρτογράφητης ακτογραμμής της Γροιλανδίας, μέσα σε ενα φαλαινοθηρικό μήκους εξι μέτρων .
Σίγουρα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από το να κάθεται σε ενα γραφείο στο Λονδίνο, χωμένος πίσω από τεράστιες στοίβες χαρτιών.