Το νομοσχέδιο για τη Συνεπιμέλεια βρίσκεται σε δημόσια διαβόλευση μέχρι την 1η Απριλίου, και η ψήφιση του θα φέρει σημαντικές αλλαγές στο μέχρι σήμερα ισχύον οικογενειακό δίκαιο. Σε κομβικές αλλαγές που θα αναμορφώσουν το οικογενειακό δίκαιο, προχωρά το υπουργείο Δικαιοσύνης. Το άυλο διαζύγιο, ο θεσμός της διαμεσολάβησης και κυρίως η προσπάθεια ισότητας των δύο γονέων απέναντι στα μάτια της Δικαιοσύνης, τόσο ως προς τις ευθύνες, όσο και ως προς τα δικαιώματα τους απέναντι στο παιδί, είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που επιχειρεί να θεσμοθετήσει με το Σχέδιο Νόμου για τη “Συνεπιμέλεια” το οποίο ήδη έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση έως την 1η Απριλίου.
Το νομοσχέδιο επιχειρεί να καθιερώσει την αρχή της ισότητας των γονέων στις ευθύνες και τα δικαιώματα έναντι του τέκνου, με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον αυτού, προωθώντας ουσιαστικά την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, την επίδοση εγγράφων που αφορούν το τέκνο στην κατοικία οπιουδήποτε εκ των γονέων, την καθιέρωση του θεσμού της διαμεσολάβησης, την προηγούμενη συναίνεση του γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο για σημαντικά ζητήματα που το αφορούν και την υποχρέωση του γονέα που διαμένει με το τέκνο να ενισχύει τη σχέση του με τον άλλον γονέα και τους συγγενείς αυτού, προκειμένου να αποφεύγεται το φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης.
Παράλληλα, εισάγεται το άυλο συναινετικό διαζύγιο, με το οποίο απλοποιείται η διαδικασία έκδοσης διαζυγίου και αποφεύγεται η ταλαιπωρία των συζύγων, ενώ προβλέπεται η καθιέρωση του ελάχιστου τεκμηρίου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών της ρύθμισης, “η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου δημιουργεί μια υπαρκτή βάση διαλόγου μεταξύ των γονέων, ώστε να αποφεύγονται οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ τους, ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, οι οποίες αποβαίνουν εντέλει σε βάρος του τέκνου”. Τέλος, θεσπίζονται ενδεικτικά κριτήρια κακής άσκησης γονικής μέριμνας, τα οποία μπορούν αν χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία από το δικαστήριο για να ως προς την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον υπαίτιο γονέα.
Ηλεκτρονικό διαζύγιο
Ήδη από τις πρώτες διατάξεις που εισάγονται (άρθρο 4 παρ. 1) αναφέρεται πως πλέον η λύση γάμου θα γίνεται ηλεκτρονικά εφόσον υπάρχει συναίνεση των δύο μερών, και δεν θα απαιτείται πλέον βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. “Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία ή κοινή ψηφιακή δήλωση να λύσουν τον γάμο τους. Στην περίπτωση υποβολής κοινής ψηφιακής δήλωσης δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων. Η έγγραφη συμφωνία ή η κοινή ψηφιακή δήλωση συνάπτονται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία ή με ψηφιακή σύμπραξη πληρεξούσιου δικηγόρου αντίστοιχα για καθέναν από αυτούς. Όταν η συμφωνία είναι έγγραφη, υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνο από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας” καταγράφεται χαρακτηριστικά.
Σε περίπτωση που υπάρχουν ανήλικα παιδιά, τότε το ίδιο άρθρο προβλέπει πως για να λυθεί ο γάμος “πρέπει με την έγγραφη συμφωνία ή την κοινή ψηφιακή δήλωση της παρ. 1 ή με άλλη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που καταρτίζεται όπως ορίζεται στην παρ. 1 και ισχύει για τουλάχιστον δύο (2) έτη, να ρυθμίζεται η κατανομή της γονικής μέριμνας και ιδίως η επιμέλεια των τέκνων, ο τόπος διαμονής τους, ο γονέας με τον οποίο διαμένουν, η επικοινωνία τους με τον άλλο γονέα και η διατροφή τους”.
Ισότητα των γονέων
Κατά το άρθρο 5 με τίτλο “Συμφέρον τέκνου”, προτάσσεται η αρχή της ισότητας των γονέων. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η απόφαση του δικαστηρίου θα λαμβάνει ιδίως υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο.
“Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας” επισημαίνεται στο ίδιο άρθρο, στο οποίο και τονίζεται πως ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου “πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του, εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”.
Διαμεσολάβηση
Στο οικογενειακό δίκαιο μπαίνει πλέον και ο θεσμός της διαμεσολάβησης αφού με το άρθρο έξι του νομοσχεδίου επισημαίνεται πως “σε περίπτωση διαφωνίας, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς υποχρεούνται να καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων, προσφεύγοντας, εάν είναι απαραίτητο, σε διαμεσολάβηση. Αν διαφωνούν και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο”.
Από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας
Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516 του Αστικού Κώδικα, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα.».
Προβλέπεται ωστόσο παρέκκλιση της διάταξης αυτής, καθώς τονίζεται πως οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα.
Αν πάντως, δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σ’ αυτή ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο κρι γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή.
Τόπος διαμονής
Η μεταβολή το τόπου διαμονής, ένα ζήτημα που απασχολεί πολλά διαζευγμένο ζευγάρια, καθορίζεται στο Σχέδιο Νόμου. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: “Για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο. Ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας έχει το δικαίωμα να ζητά από τον άλλο πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου”.
Επίσης, στην ίδια διάταξη επισημαίνεται ότι όταν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του εκτός από τα επείγοντα και εντελώς τρέχοντα, καθώς και ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δύο γονείς από κοινού.
Επικοινωνία
Αναφορικά με την επικοινωνία, η οποία θα αποφασίζεται είτε με απόφαση δικαστηρίου είτε με γραπτή συμφωνία, στο άρθρο 13 καθιερώνεται ελάχιστο μαχητό τεκμήριο επικοινωνίας κατά το 1/3 του συνολικού κατανεμομένου χρόνου.
“Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται, τόσο η φυσική παρουσία και επαφή αυτού με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε καθημερινή βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου επικοινωνίας, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής” καταγράφεται.
Αντίστοιχα, οι γονείς “δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου”. Τέλος, στο άνθρωπο 11 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι “κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει την σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει”.