Μνήμες του ταραχώδους Ιουλίου του 2015 επαναφέρει η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου ότι η κυβέρνηση Μέρκελ δεν τήρησε τις συνταγματικές υποχρεώσεις της όταν κατέθεσε στο Eurogroup τη διαβόητη πρόταση Σόιμπλε για «προσωρινή» έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Υπενθυμίζεται ότι το έγγραφο με τις προτάσεις Σόιμπλε τιτλοφορείτο «Σχόλια πάνω στις τελευταίες προτάσεις της Ελλάδας» και είχε ημερομηνία 10 Ιουλίου 2015. Στη μέση του κειμένου ο τότε υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι πάνω σε αυτές τις προτάσεις δεν μπορεί να υπάρξει βάση για ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας, το οποίο σημαίνει πως εις το εξής υπάρχουν δύο οδοί. Είτε οι ελληνικές Αρχές να βελτιώσουν γρήγορα και σημαντικά τις προτάσεις τους, με την πλήρη στήριξη του κοινοβουλίου τους. Είτε η Ελλάδα να εξασφαλίσει τη δυνατότητα για ένα «τάιμ άουτ» από την Ευρωζώνη με πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους, για τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, επί προσφυγής του κόμματος των Πρασίνων, η γερμανική κυβέρνηση όφειλε να ενημερώσει το κοινοβούλιο πλήρως και όσο το δυνατόν νωρίτερα για τις διαπραγματευτικές γραμμές της στην Ε.Ε. (άρθρο 23 παρ. 2 του γερμανικού Συντάγματος). Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αντίκτυπος που θα είχε μια ελληνική έξοδος απαιτούσε «ιδιαίτερα εντατική συμμετοχή του κοινοβουλίου».
Οπως υπενθυμίζει το δικαστήριο, μεταξύ 9-11 Ιουλίου του 2015 «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διεξήγαγε ευρείες διαβουλεύσεις με τις κυβερνήσεις άλλων μελών της Ευρωζώνης με κύριο στόχο την εξεύρεση μιας λύσης που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός Οικονομικών έθεσε το ζήτημα των επιλογών που θα υπήρχαν αν οι διαπραγματεύσεις αποτύγχαναν». Το επίμαχο έγγραφο που αφορούσε την προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας, όπως αναφέρεται, συντάχθηκε στα αγγλικά «στις 10 Ιουλίου του 2015 περίπου στις 2 το μεσημέρι». Το προηγούμενο βράδυ, υπενθυμίζεται, η πρόταση για προσωρινό Grexit είχε συζητηθεί σε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν η καγκελάριος Μέρκελ, ο Σόιμπλε, ο αντικαγκελάριος και επικεφαλής του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και ο υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ –αναφέρει το δικαστήριο–, το έγγραφο αυτό εστάλη από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών στον ίδιο, σε ορισμένους άλλους υπουργούς Οικονομικών και σε μια μικρή ομάδα κορυφαίων αξιωματούχων της Ε.Ε. το ίδιο βράδυ. Το Eurogroup στο οποίο συζητήθηκε αυτή η πρόταση έλαβε χώρα στις 11 Ιουλίου, έως τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας. Η γερμανική κυβέρνηση προώθησε το έγγραφο της 10ης Ιουλίου στην Bundestag στις 4 το απόγευμα της 12ης του μηνός, ενώ είχε ξεκινήσει η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης που έκρινε την τύχη της Ελλάδας.
Ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ δήλωσε σχετικά στην «Κ» ότι «θα μελετήσουμε ενδελεχώς την απόφαση και θα εξαγάγουμε τα αναγκαία συμπεράσματα». Γερμανικές κυβερνητικές πηγές, πάντως, αναφέρουν ότι η απόφαση «δένει τα χέρια» μελλοντικών κυβερνήσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική και ενδέχεται οι Πράσινοι, ειδικά αν βρεθούν στην καγκελαρία, να τη βρουν μπροστά τους.
Σε δική του δήλωση στην «Κ», ο βουλευτής των Πρασίνων Μάνουελ Σάρατσιν σχολιάζει: «Ηταν σκάνδαλο ότι ο τότε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήθελε να αποπέμψει την Ελλάδα από την Ευρωζώνη το 2015. Πόσο μάλλον ότι απέκρυψε αυτή την πρωτοβουλία από την Bundestag. Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου είναι μια νίκη για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είμαστε ικανοποιημένοι που καταφέραμε να υπερασπιστούμε το δικαίωμα του κοινοβουλίου στην ενημέρωση και τη συμμετοχή απέναντι στις τακτικές των μυστικών διαπραγματεύσεων και της απόκρυψης».
«Η Bundestag δεν είναι δυνατόν να σύρεται σε έναν απλό ρόλο παρατηρητή, ειδικά σε εξαιρετικά ευαίσθητες και επικίνδυνες αποφάσεις όπως η τότε πρόταση για Grexit», συνεχίζει ο κ. Σάρατσιν. «O Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έθεσε σε κίνδυνο με τη στάση του το μέλλον της Ευρωζώνης. Ενδεχόμενη απομάκρυνση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρωπαϊκή συνεργασία αλλά και για τον γερμανικό προϋπολογισμό. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό ότι η Καρλσρούη [σ.σ. το ανώτατο δικαστήριο] αποσαφήνισε πως τέτοιες θέσεις και διαπραγματευτικές γραμμές δεν επιτρέπεται να εντάσσονται σε ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του κοινοβουλίου».
kathimerini.gr