Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Facebook: Το όνομα δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα

Η επιλογή της χρονικής συγκυρίας δεν φαίνεται και τόσο τυχαία. Στον απόηχο των διαδοχικών αποκαλύψεων γύρω από τον τρόπο λειτουργίας του Facebook, η ανακοίνωση της μετονομασίας της αμερικανικής εταιρείας κοινωνικής δικτύωσης σε Meta και η γενικόλογη παρουσίαση του νέου εγχειρήματός της στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια απέλπιδα προσπάθεια αντιστροφής του αρνητικού κλίματος. Από την πολιτική της αδιαφάνειας και των διαψεύσεων που σταθερά ακολουθούσε επί σειρά ετών αποφασίζει να λανσάρει τώρα μια νέα εικόνα αφήνοντας εκτός κάδρου φλέγοντα ζητήματα, από την πριμοδότηση του ακραίου λόγου και την επιρροή στις εκλογικές συνειδήσεις, μέχρι την επικίνδυνη διασπορά της παραπληροφόρησης και τις συνθήκες εργασίας των ψηφιακών καθαριστών του.

«Δυστυχώς το Facebook είναι μια εταιρεία και στόχος του είναι να βγάλει χρήματα, όχι να σώσει τον κόσμο, όπως ακριβώς δεν περιμένουμε μια καπνοβιομηχανία να αποζημιώσει το εθνικό σύστημα υγείας κρατών για την περίθαλψη που λαμβάνουν καπνιστές οι οποίοι νόσησαν από καρκίνο στον πνεύμονα», είχε δηλώσει τον Μάιο του 2021 σε συνέντευξή της στην «Κ» η Σόφι Ζανγκ. Η πρώην αναλύτρια δεδομένων στο Facebook είχε καταγγείλει ολιγωρία της πλατφόρμας στην αντιμετώπιση φαινομένων παραπλάνησης των χρηστών της από δίκτυα χειραγώγησης της δημοφιλίας των ψηφιακών αναρτήσεων πολιτικών και κυβερνήσεων.

Διαδοχικές αποκαλύψεις

Δουλειά της Ζανγκ ήταν να εντοπίζει τη μη αυθεντική δραστηριότητα, δηλαδή ψεύτικους λογαριασμούς αλλά και λογαριασμούς οι οποίοι είτε είχαν χακαριστεί είτε εν γνώσει των χρηστών χρησιμοποιούνταν από άλλους για να προβαίνουν σε likes, σχόλια και κοινοποιήσεις αναρτήσεων. Η ίδια κατήγγειλε ότι στην περίπτωση της Παραγουάης χρειάστηκε να περάσουν 259 ημέρες μέχρι να αντιμετωπιστεί από τους ανωτέρους της ύποπτη δραστηριότητα πολιτικών την οποία είχε επισημάνει. Αντίστοιχα για το Αζερμπαϊτζάν πέρασαν 426 ημέρες. Εκπρόσωποι του Facebook έχουν διαψεύσει ότι έθεταν διαφορετικές προτεραιότητες και ότι αδρανούσαν επί μακρόν μπροστά σε εμφανείς υποθέσεις παραπλάνησης. Οσα υποστήριξε η Ζανγκ, όμως, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Τη σκυτάλη των αποκαλύψεων πήρε λίγους μήνες αργότερα η Φράνσις Χόγκεν, πρώην υπάλληλος της εταιρείας, η οποία τόνισε σε συνέντευξή της στη δημοσιογραφική τηλεοπτική εκπομπή «60 minutes» ότι το Facebook «θέτει το κέδρος υπεράνω της ασφάλειας». Η Χόγκεν ανέφερε ότι είχε διαρρεύσει σειρά εσωτερικών εγγράφων της εταιρείας προς την εφημερίδα Wall Street Journal, τα οποία φανέρωναν ότι το Facebook δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα περιορισμού της παραπληροφορήσης και της ρητορικής μίσους στην πλατφόρμα του.

Προτού εμφανιστεί στο προσκήνιο η Χόγκεν, το Facebook δεχόταν επικρίσεις για τh συχνά μυστικοπαθή πολιτική διαχείρισης του περιεχομένου του, αλλά και για τις εργασιακές συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι ψηφιακοί καθαριστές του ανά τον κόσμο. Τον Δεκέμβριο του 2019 η «Κ» έλαβε στη διάθεσή της και παρουσίασε αναλυτικά την αγωγή που κατέθεσε κατά της εταιρείας στο Δουβλίνο ο Κρίστοφερ Γκρέι. Ως διαχειριστής περιεχομένου ο Γκρέι αποφάσιζε ποιες αναρτήσεις ήταν ακατάλληλες και έπρεπε να διαγραφούν. Το κυνήγι της ακρίβειας όμως του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Οπως ισχυρίστηκε στην αγωγή του, τον είχαν συμβουλεύσει να μη σπαταλά πάνω από 30 δευτερόλεπτα σε κάθε ανάρτηση που διαχειριζόταν, ούτε είχε περιθώριο λάθους. Επρεπε να είναι κατά 98% σωστός στην κρίση του.

Στα σχετικά δικαστικά έγγραφα αναφέρεται ότι ο Γκρέι δούλευε από τις 6 το απόγευμα έως τις 2 τα ξημερώματα και κατά μέσον όρο επεξεργαζόταν 600 αναρτήσεις στο οκτάωρό του. Ήλεγχε κυρίως υλικό που είχε επισημανθεί ως πορνογραφικό. Στη βάρδια του έπρεπε να δει και να διαγράψει, μεταξύ άλλων, εικόνες κακοποίησης παιδιών, σαδομαζοχισμού, κτηνοβασίας και αυνανισμού. Η μακρά έκθεσή του σε αυτό και άλλο ανάρμοστο υλικό ισχυρίστηκε ότι του προκάλεσε εφιάλτες και επιθετική συμπεριφορά και ότι αργότερα διαγνώστηκε με μετατραυματική διαταραχή και κατάθλιψη. Παρόμοιες αγωγές είχαν καταθέσει στις ΗΠΑ και άλλοι εργαζόμενοι σε αντίστοιχα πόστα υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν λάβει επαρκή ψυχολογική υποστήριξη από τους εργοδότες τους.

Στην Ελλάδα, όπως είχε παρουσιάσει η «Κ», λειτουργεί τουλάχιστον από το 2018 το τμήμα Business Integrity του Facebook σε γραφεία της εταιρείας Teleperformance. Οι εργαζόμενοί του είναι διαχειριστές περιεχομένου που εστιάζουν μόνο στις διαφημίσεις και όχι στις προσωπικές αναρτήσεις κάθε χρήστη, αποφασίζοντας ποιες διαφημίσεις είναι ακατάλληλες ή παραπλανητικές και πρέπει να διαγραφούν από το μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Με δήλωση του στην «Κ» το Facebook είχε παραδεχτεί την συνεργασία του με την εταιρεία στην Αθήνα.

Ένας πρώην Έλληνας εργαζόμενος είχε μιλήσει στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Επιτρεπόταν να έχουμε στο γραφείο μας μόνο νερό ή καφέ σε διαφανές ποτήρι. Ακόμα και το φακελάκι από τσάι απαγορευόταν, όπως και οποιοδήποτε κομμάτι χαρτιού στο οποίο θα μπορούσες να κρατήσεις σημειώσεις», είχε πει. «Το χειρότερο είναι να σου τύχει βίντεο κακής ανάλυσης και να πρέπει να το δεις ξανά και ξανά για να βεβαιωθείς εάν δείχνει ή όχι βιασμό». Σε απάντησή του στην «Κ» το Facebook είχε υποστηρίξει τότε τη ρήτρα εμπιστευτικότητας που ζητούσε να εφαρμόζουν οι υπάλληλοί του ή οι εταιρείες οι οποίες αναλάμβαναν σε ρόλο υπεργολάβου τη διαχείριση περιεχομένου. «Συνεργαζόμαστε στενά μαζί τους, όπως συμβαίνει με όλους τους εταίρους μας, για να διασφαλίσουμε ότι οι ομάδες τους λαμβάνουν καλή φροντίδα και έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε υποστήριξη χρειάζονται. Ζητούμε από αυτές τις ομάδες να υπογράψουν συμφωνία τήρησης απορρήτου για να διατηρούν τις πληροφορίες που χρήζουν διαχείρισης ασφαλείς», είχε δηλώσει εκπρόσωπος του Facebook. Η Teleperformance δεν είχε απαντήσει τότε σε σχετικά ερωτήματα.

Ο αντιπερισπασμός

Πριν από λίγους μήνες το Facebook σε μια κίνηση αντιπερισπασμού δημιούργησε το δικό του «Ανώτατο Δικαστήριο», το οποίο αποκάλεσε «Oversight Board». Στελεχώθηκε από καθηγητές Νομικής, ακαδημαϊκούς που μελετούν την ελευθερία της έκφρασης και εκπροσώπους φορέων οι οποίοι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Διαδίκτυο. Αποστολή τους είναι να κρίνουν τις πιο δύσκολες υποθέσεις διαχείρισης περιεχομένου, αν δηλαδή μια ανάρτηση παραβίασε ή όχι τους όρους της κοινότητας. Μία σύνθεση αυτής της ομάδας ασχολήθηκε και με το ζήτημα του αποκλεισμού του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ από την πλατφόρμα, μετά την εισβολή του όχλου στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.

Ακόμη και αυτή η ενέργεια πάντως, η δημιουργία ενός οργάνου ελέγχου των αποφάσεων του Facebook, θεωρήθηκε από τους επικριτές της πλατφόρμας ως μια κίνηση εντυπωσιασμού χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο. Μια άλλη, ανεξάρτητη ομάδα ελέγχου του μέσου κοινωνικής δικτύωσης που αυτοαποκαλείται ως «The Real Facebook Oversight Board» επισήμανε ότι η μετονομασία της αμερικανικής εταιρείας δεν μπορεί να θολώσει τα νερά. «Το όνομα δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα», τόνισε.