του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Ίσως, αν η Άνγκελα Μέρκελ είχε δεί το πρώτο επεισόδιο του Squid Game να είχε αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση την ελληνική πτυχή της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής κρίσης του 2009. Θα είχε προκαλέσει λιγότερες καταστροφές. Δύσκολο για ένα παιδί που ο θεολόγος πατέρας του επέλεξε, στη δεκαετία του ‘50(!) να μετοικήσει από την απελευθερωμένη Γερμανία, στο πιο σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς της ψυχροπολεμικής Ευρώπης. Ακόμη και στο βάρβαρο «παιχνίδι» του Netflix, η επιλογή μεταπήδησης στη Βόρεια Κορέα δεν παίζει.
Το μεγάλο μειονέκτημα της τρανής γερμανίδας ήταν, προφανώς, η πρόδηλη άγνοιά της για τα οικονομικά του εξελιγμένου διεθνούς καπιταλισμού. H ελληνική πολιτική ηγεσία έπρεπε να καταλάβει τον μέγα κίνδυνο όταν, Φεβρουάριο του 2010, η Μέρκελ επέμενε στον εξοστρακισμό του ελληνικού θέματος. «Μόνοι τους τα έκαναν, μόνοι τους θα τα αντιμετωπίσουν» ήταν, εν ολίγοις, η σκέψη που την διακατείχε, όταν αρνήθηκε τη συλλογική διάσωση.
Η Μέρκελ διαβουλεύθηκε με τέσσερις Έλληνες πρωθυπουργούς. Τον πρώτο και τον τελευταίο τους έπαιξε κανονικότατα. Κυρίως επειδή, Παπανδρέου και Τσίπρας δεν είχαν καμία προσωπική αντίληψη των μηχανισμών του χρήματος για ένα, κατά βάση, χρηματικό πρόβλημα. Προτίμησαν να παραπονούνται για την στραβή που κάθισε στη βάρδια τους. Η Μέρκελ το εκμεταλλεύτηκε με ένα μείγμα μητρικής αυστηρότητας και τρυφερότητας.
Το πόσο πρόθυμη υπήρξε να εγκαταλείψει την Ελλάδα στη μοίρα της, υπό το βαρύτατο χρέος που είχαμε (λανθασμένα) σωρεύσει φάνηκε πολύ ενωρίς, στον περίπατο της Deauville όταν, μαζί με τον γάλλο Νικολά Σαρκοζί, αποφάσισαν να μας οδηγήσουν σε τεχνική πτώχευση.
Η σημαντική καγκελάριος ήταν πολύ διαφορετική όταν βρήκε απέναντί της πρωθυπουργούς επίμονους και με σχέδιο. Υπεστήριξε με την εμπιστοσύνη της και χωρίς αστερίσκους τον Λουκά Παπαδήμο, στον οποίο αναγνώριζε τις απαιτούμενες ικανότητες για την διαπραγμάτευση, μέσα σε λίγες εβδομάδες, της ελληνικής επανεκκίνησης. Η σύγκρουσή της με τον Αντώνη Σαμαρά έγινε «στα ίσα». Ενώ όμως αναγνώρισε ότι η Ελλάδα έτρεχε πλέον, στο τέλος του 2014, προς τη λύση του δράματος, δεν δίστασε να εγκαταλείψει (ξανά) την χώρα για «το τίποτε» απορρίπτοντας τον συμβιβασμό Χαρδούβελη.
Ηταν αυτό το μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μου, λάθος που έκανε η Μέρκελ σε ό,τι αφορά την χώρα μας. Πίστευσε, πιθανόν, τις πονηράδες Σόιμπλε. Το 2015 ο κίνδυνος Ελλάδα ήταν «ένα τίποτε» για τη Γερμανία. Η ευρωπαϊκή οικονομία επανερχόταν. Μια τιμωρητική «προσωρινή εξαίρεση» της χώρας μας, που το γερμανικό κατεστημένο δεν θεώρησε ποτέ αντάξια της Ένωσης και του κοινού νομίσματος, απέκτησε ενδιαφέρον. Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε πως, όταν πλέον κατάλαβε την κβαντική αλυσίδα των καταστροφικών γεγονότων που προκάλεσε, «αγκάλιασε» την ευρωπαϊκή λύση για την Ελλάδα. Με την αυστηρή προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα υποταχθεί πλήρως και προθύμως στην πιο στυγνή δημοσιονομική συνταγή, όπως και έγινε.
Με δύο λόγια, μπορεί, βεβαίως, η κυρία Μέρκελ να υπήρξε ο «βράχος» που χρειαζόταν η θαλασσοδαρμένη Ευρώπη του 2009-2015. Μπορεί να έστεργε με μητρική υπομονή για την τεχνική επίλυση διαδοχικών κρίσεων, για τις οποίες, ας είμαστε ειλικρινείς, φέρουμε μεγίστη ευθύνη. Αλλά δεν έδειξε, στην περίπτωση της Ελλάδας, την ικανότητα υπέρβασης που περιμένει κανείς από την ηγέτιδα δύναμη μιας συνεργατικής Ευρώπης.
(Άρθρο στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 30/10/2021)