Το οριστικό τέλος της σκληρής δημοσιονομικής γραμμής που πρεσβεύουν οι βόρειες χώρες, και αποτυπώνεται στο ισχύον σύμφωνο σταθερότητας, φέρνει μεταξύ άλλων η διογκούμενη ενεργειακή κρίση η οποία αναμένεται να φτάσει στο αποκορύφωμά της μέσα στους επόμενους μήνες.
Προς το παρόν, ο κόσμος παρακολουθεί από τη μια την ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε., τη Γερμανία, να μειώνει οριζόντια φόρους, να ζητά εξαιρέσεις από την Ε.Ε. ( οι οποίες μάλιστα απορρίπτονται), και μειώνει κατά 10 δισ. ευρώ τους φόρους, για να αποφύγει την ύφεση. Από την άλλη, το άλλοτε “μαύρο πρόβατο” της Ε.Ε., η Ελλάδα, να επιμένει σε δημοσιονομικούς κανόνες και περιορισμούς που τίθενται από την κοινότητα βγαίνοντας μάλιστα εν μέσω κρίσης από την ενισχυμένη εποπτεία ενώ αναμένεται να ξεπεράσει άλλη μια χρονιά τον στόχο που έχει θέσει για ανάπτυξη κατά 3,1%.
Το ενεργειακό έλλειμμα με το οποίο απειλεί τη Γερμανία και άλλες βόρειες ευρωπαϊκές χώρες η Ρωσία, διεξάγοντας υβριδικό πόλεμο με όπλο το φυσικό αέριο, έχει αλλάξει τα δεδομένα. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, εκτός από τον κίνδυνο του δελτίου στα καύσιμα, απειλείται και με κατάρρευση της ενεργειακής της αγοράς, ειδικά στο επίπεδο των προμηθευτών, ενώ και άλλες χώρες ανησυχούν για τον χειμώνα.
Η Γαλλία ανακοίνωσε σχετικά πρόσφατα μέτρα στήριξης κατά της ακρίβειας ύψους 25 δισ. ευρώ. Η γειτονική μας Ιταλία ενέκρινε στην αρχή του μήνα μέτρα στήριξης 17 δισ. ευρώ, πλέον των 35 δισ. που έχουν ήδη εφαρμοστεί για την στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων . Ο “μεταβατικός” πλέον πρωθυπουργός, κ. Μάριο Ντράγκι, σημείωσε ότι τα νέα μέτρα στήριξης δεν αλλάζουν τον δημοσιονομικό στόχο καθώς προέρχονται από υπέρβαση εσόδων.
Στην ίδια ακριβώς σελίδα με την Ιταλία βρίσκεται και η Ελλάδα. Έχοντας εφαρμόσει πλέον μέτρα πάνω από 10 δισ. ευρώ από την αρχή του χρόνου, ετοιμάζεται να υιοθετήσει και νέο πακέτο στήριξης μέσα στον επόμενο μήνα με ύψος που θα καθοριστεί και από τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο που δημιουργήθηκε το τρίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου-Αυγούστου. Γνώμονας για την οριστικοποίηση των μέτρων θα είναι να μην αλλάζουν τον δημοσιονομικό στόχο για πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ για φέτος. Βεβαίως, η Ελλάδα εκτός από τις υποδείξεις της Commission, επιλέγει τη συνετή δημοσιονομική πολιτική για να δεχθεί τις λιγότερες δυνατές αναταράξεις στα ομόλογά της από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, αλλά και να ολοκληρώσει το ταχύτερο την απόσταση που τη χωρίζει από την επενδυτική βαθμίδα, που αναμένεται μέσα στο 2023.
Ο Βορράς συναντά τον Νότο
Είναι σαφές ότι η στήριξη των πολιτών σε όλη την Ευρώπη θα συνεχιστεί όσο συνεχίζεται και το ράλι των τιμών του φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος σε όλη την Ε.Ε. Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους τους, είναι δεσμευμένες από τις κατευθυντήριες γραμμές της Commission που εκδόθηκαν τον Μάρτιο, ανανεώθηκαν τον Ιούλιο και θα πάρουν την οριστική τους μορφή τον επόμενο μήνα ότι θα είναι προσεκτικές. Τα μέτρα στήριξης, τα οποία αποφάσισαν, δεν θα αλλάζουν τους δημοσιονομικούς στόχους και παράλληλα θα επιτυγχάνουν και μείωση του χρέους τους.
Την ίδια ώρα, οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όμως, οι οποίες πλήττονται περισσότερο από την κρίση, λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, δεν έχουν τις ίδιες δεσμεύσεις. Με τα σημερινά δεδομένα θα εφαρμόσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, επιδεινώνοντας βασικά μεγέθη όπως το έλλειμμα και το χρέος τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη Γερμανία υπάρχουν ήδη πιέσεις η χώρα να προχωρήσει σε πρόσθετο δανεισμό, παρά τους συνταγματικούς περιορισμούς που συνδέονται με την εκτέλεση του Προϋπολογισμού της.
Οι δύο αυτές διαφορετικές ταχύτητες εντός της Ε.Ε. θα φέρουν τον ευρωπαϊκό Βορρά και τον ευρωπαϊκό Νότο πιο κοντά σε δημοσιονομικούς όρους, αλλάζοντας όχι μόνο τα σημερινά αλλά και τα μελλοντικά δεδομένα.
Το τέλος του Συμφώνου Σταθερότητας
Σε μια δεύτερη ανάγνωση η ενεργειακή κρίση, η οποία δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν θα τελειώσει το 2023, το 2024 ή το 2025, θέτει νέα δεδομένα για τη συζήτηση των νέων κοινών δημοσιονομικών κανόνων. Προς το παρόν είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συνεχιστεί τον Οκτώβριο, όπως είχε προγραμματιστεί, η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ωστόσο, θα είναι πολύ δύσκολο ακόμη και στους οπαδούς της σκληρής δημοσιονομικής γραμμής όπου, ως γνωστόν, ηγείτο η Γερμανία όταν ο διάλογος επανεκκινήσει, να επανέλθουν στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας ζητώντας μόνο “αλλαγές οι οποίες θα συμβάλουν στην απλοποίηση και την καλύτερη κατανόηση των κανόνων” όπως συνέβαινε το προηγούμενο διάστημα. Τούτο διότι, στο τέλος της δεύτερης διαδοχικής κρίσης που μπορεί να αποδειχθεί πιο μεγάλη από αυτήν του κορονοϊού, τόσο ο κανόνας της μείωσης του χρέους όσο και του ελλείμματος, ο οποίο θεσπίστηκε μέσα σε μια προηγούμενη κρίση, το 2011, μπορεί να είναι δύσκολο να εφαρμοστεί από όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Οι αμυντικές δαπάνες
Βέβαιο είναι ότι η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Αυστρία και οι χώρες της Βαλτικής που τους ακολουθούν, θα θελήσουν να καθυστερήσουν όσο μπορούν την αλλαγή των κανόνων. Το πρόβλημα όμως με την τρέχουσα κρίση είναι ότι αυτήν τη φορά όσο περνάει ο χρόνος τόσο θα επιδεινώνεται η δική τους κατάσταση και όχι τόσο η κατάσταση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Μάλιστα τα προβλήματα ασφαλείας που δημιούργησε η εισβολή στην Ουκρανία και οι εξοπλισμοί στους οποίους έχουν υποχρεωθεί η Γερμανία, ως νέα μέλη του ΝΑΤΟ, η Φιλανδία και η Σουηδία, καθώς επίσης η Πολωνία, η Ρουμανία και άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, μπορεί να φέρει και άλλο ένα απροσδόκητο κέρδος: Να βάλει σε πρώτο πλάνο την αντιμετώπιση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών της Ε.Ε. που είχε θέσει από τις πρώτες η Ελλάδα η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη φανερή σε όλους πια προκλητικότητα της Τουρκίας.
‘Όλα αυτά τα θέματα θα υπάρχει χρόνος να συζητηθούν μέσα στο 2023, έτος κατά το οποίο θα συνεχίζει να ισχύει η ρήτρα συνολικής διαφυγής και κατά συνέπεια η δημοσιονομική ευελιξία, όπως αποφασίστηκε από την Commission τον περασμένο Μάιο. Επιπλέον συμφωνήθηκε να μην ισχύσει για το 2023 και η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (Excessive Deficit Procedure) ώστε να μη βρεθούν κάποιες χώρες στο “κόκκινο” λόγω των δαπανών για τα μέτρα στήριξης.