Πέμπτη
28
Μάρτιος
TOP

Από τον «Γδικιωμό» στον «Σασμό» μία αιωνιότητα δρόμος – Οι βεντέτες ανά τους αιώνες

«…Σε περίπτωση μη εφαρμογής της συναλλαγής, ως ποινική ρήτρα, ο συναλλασσόμενος έχει το δικαίωμα εκδίκησης, σκοτώνοντας δύο μέλη της οικογένειας του ετέρου συναλλασσόμενου. Και μάλιστα, δίχως ο τελευταίος να έχει το δικαίωμα αντεκδίκησης…»! ( ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – εμπορική συναλλαγή ή άλλη σύμβαση ακινήτου)

Ένας όρος καταγεγραμμένος σε συμφωνητικό μεταξύ δύο ισχυρών οικογενειών της Μάνης. Ένας όρος σαν όλους εκείνους που σφραγίζουν συμφωνίες και συμβόλαια. Ένας όρος με εγγύηση δύο ζωές, ωσάν να πρόκειται για συναλλαγή, για καταβολή χρήματος σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων… Είναι μία απλή, μία κοινή «ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», που συμπεριλαμβάνει στο δίτομο έργο του με τίτλο «Ο ελληνικός λαός» ο Βαυαρός νομικός Γκέοργκ Λούτβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig fon Maurer), οδεύοντας προς τα μέσα του 19ου αι. κι έχοντας ήδη μελετήσει αρκετά το ελληνικό στοιχείο, από τη συμμετοχή του στην τριμελή επιτροπή αντιβασιλείας, που θα συνοδεύσει τον νεαρό Όθωνα στην Ελλάδα.

Είναι δείγμα μιας σχεδόν θεσμοθετημένης εκδίκησης και αντεκδίκησης στην Ελλάδα των χρόνων της τουρκοκρατίας. Δείγμα ενσωμάτωσης στο εθιμικό -και όχι μόνον, ως φαίνεται- δίκαιο ενός λαού του οποίου εντέλει οι αρχαίοι πρόγονοι ευλόγησαν τη βεντέτα (εκ του λατινικού ρήματος vindico = εκδικούμαι), δια του «πεπονθότος» – εκ του ρήματος «πάσχω»- και του «αντιπεπονθότος» – εκ του ρήματος «αντιπάσχω» – (δηλαδή, του πάσχοντος ο οποίος επιζητεί την ανταπόδοση των όσων έχει υποστεί).

Πράγματι, τόσο στη μυθολογία (με αντιπροσωπευτική τη βεντέτα του γένους των Ατρειδών), όσο και στην αρχαία Ελλάδα, το φαινόμενο της εκδίκησης, ως ισοβαρούς ποινής, είναι εξαιρετικά σύνηθες. Στα έπη του ο Όμηρος αναφέρει κάμποσες περιπτώσεις ηρώων, οι οποίοι έχοντας διαπράξει ανθρωποκτονίες, εγκαταλείπουν τις εστίες τους και καταφεύγουν σε άλλες πόλεις και σε βασιλείς από όπου ζητούν προστασία έναντι του εκδικητικού μένους συγγενών των νεκρών. Η αντίδραση τόσο του θύτη όσο και του περιβάλλοντος του θύματος δεν προκαλεί εντύπωση, αλλά θα προκαλεί πάντα τις πολιτισμένες κοινωνίες, που από τότε ίσαμε σήμερα εργάζονται διαρκώς και αδιαλείπτως στην υπόθεση συντήρησης του οικοδομήματος του νομικού πολιτισμού.

Στην κατά Πλάτωνα ετυμολογική απόδοσή της η λέξη «θυμός» (θύω>εφορμώ, τρέχω με ορμή + αίμα = ό,τι κάνει το αίμα να τρέχει με ορμή, να βράζει) θολώνει την κρίση και επιζητεί ως «αντίποινα» τα «ίσα οφειλόμενα» αντί (θεσμικής) ποινής. Στην περίπτωση της βεντέτας, ωστόσο, η αντεκδίκηση είναι ζητούμενο πέρα από κάθε θυμική παρόρμηση. Περιβάλλεται με ιδεολογικό μανδύα, αποτελεί ιερό χρέος αποκατάστασης μίας θιγμένης τιμής, που μπαίνει πάνω από τη ζωή.

Η ανταπόδοση (αντιπεπονθός) αποτελεί θρησκευτική επιταγή με ισχύ στις νομοθεσίες των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν τη δεύτερη προχριστιανική χιλιετία στην ανατολική πλευρά της Μεσογείου. Αλλά και το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» του μωσαϊκού νόμου, που κηρύττεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, έρχεται σε μία εσφαλμένη ερμηνεία του να ενθαρρύνει την αυτοδικία. Παρασυρμένοι από τον κώδικα του Χαμουραμπί και το Jus talionis (δικαίωμα αντιποίνων), σύμφωνα με το οποίο «αν ένας άντρας καταστρέψει το μάτι κυρίου, τότε θα του καταστραφεί το μάτι και αν πάλι αυτός καταστρέψει το μάτι του δούλου ενός άλλου ή σπάσει τα κόκκαλα του δούλου, τότε ο ίδιος θα καταβάλει τα μισά της αξίας της αγοράς του δούλου», οι επιφανειακοί ερμηνευτές του εδάφιου της Αγίας Γραφής, οι εκπρόσωποι του επίσημου Ιουδαϊσμού, διαστρεβλώνουν το νόημά του σε έναν θείο λόγο που ευνοεί την εκδίκηση. Στην πραγματικότητα, κατά την Αγία Γραφή και την ερμηνεία του λέκτορα Θεολογίας, αρχιμανδρίτη Θεόφιλου Λεμοντζή, τον νόμο της ανταπόδοσης καλείται να διαχειριστεί μόνον ο δικαστής ισορροπώντας τα «αδικήματα» και αποδίδοντας δικαιοσύνη χωρίς να λαμβάνει υπόψη κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως πράττει ο κώδικας του Χαμουραμπί. Ο δικαστής οφείλει να κρίνει δίκαια, χρησιμοποιώντας το μέτρο, που του δίνει ο συγκεκριμένος νόμος (αν βγάλεις το μάτι κάποιου, θα πρέπει να εισπράξεις τιμωρία αντίστοιχης βαρύτητας με το έγκλημα που έχεις διαπράξει, σε όποια κοινωνική ομάδα κι αν ανήκεις) έναντι όλων των πολιτών.

Στην αρχαία Ελλάδα, πάντως, η ισονομία δεν είναι άγνωστη λέξη. Η ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο είναι έννοια που απαντάται από τον 5ο αι. π. Χ. στα κείμενα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα… Κι αν ακόμα τα πολιτεύματα είναι… άγουρα να ενσωματώσουν την πεμπτουσία της λέξης, ισονομία υπάρχει. Μόνο που οι άνθρωποι έχουν πάντα να αντιπαλέψουν τον εαυτό τους, το μένος τους, το πάθος τους… Στην πραγματικότητα, το πώς θα εφαρμοστεί η ποινή είναι δευτερεύον θέμα. Το πρωτεύον είναι ποια θα είναι αυτή η ποινή και από ποιον θα εκτελεστεί… Όχι σπάνια, οι προσωπικές διενέξεις οδηγούν σε αιματηρές συγκρούσεις και φονικά. Πίσω από τον νόμο, σε ένα σκηνικό απόδοσης της δικαιοσύνης, έτσι όπως ο απλός πολίτης την αντιλαμβάνεται, διαπροσωπικές ή και οικογενειακές διαφορές «τακτοποιούνται» με ανταλλαγές αίματος… Εκδίκηση και η αντεκδίκηση κυλούν στις φλέβες των ανθρώπων, που ακόμα και αιώνες μετά, αισθάνονται ότι κανένας νόμος, καμμία ποινή δεν μπορεί να τους λυτρώσει από τον πόνο και την οργή. Το «θέλω το αίμα μου πίσω» είναι υπόθεση ορμέμφυτης επιταγής, αλίμονο όμως αν αφηνόταν ες αεί να δημιουργεί κοινωνικά θέσφατα…

Οι απόπειρες διευθέτησης αυτών των προσωπικών διενέξεων, που κάποτε φτάνουν να ξεκληρίζουν ολόκληρες γενιές, δεν είναι αμελητέες. Ήδη, ο Δράκων (7ος – 6ος αι. π.Χ.) στο δικαιικό του σύστημα προβλέπει την παρέμβαση του κράτους σε περιπτώσεις διαπροσωπικών ή και δια-οικογενειακών διενέξεων. Αντίστοιχη πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στο σώμα των νόμων του διαδόχου του, Σόλωνα. Κάθε νέος νομοθέτης επιχειρεί να βάλει τα σωστά θεμέλια για την όσο το δυνατό ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών. Στην περίπτωση τη βεντέτας, οι προσπάθειες συχνά πέφτουν στο κενό…

Οι ρίζες, λοιπόν, είναι βαθιές. Ακόμα και σήμερα, αν και αποδυναμωμένο, το ψήγμα του «γδικιωμού» δείχνει να ενυπάρχει στο γονιδίωμα συγκεκριμένων πληθυσμών της χώρας και κυρίως στην Κρήτη και τη Μάνη. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ειδικά σε αυτές τις περιοχές;», βρίσκεται και πάλι στα βάθη των αιώνων, στις κατά Πλάτωνα «αληθινές πολιτείες» Κρητών και Λακεδαιμονίων αλλά και στις κατά Αριστοτέλη «ευνομώτατες πολιτείες» Κρητών, Λακεδαιμονίων και Καρχηδονίων, παρότι αυτός ο τελευταίος ξεχωρίζει την πρώτη ως «ανώτερη» και ως πρότυπο για τις άλλες δύο.

Η έννοια του «αντιπεπενθότος – ανταπόδοσης» στα δικαιικά συστήματα των πολιτειών αυτών αποτελεί βάση απονομής της δικαιοσύνης. Η λογική «το δίκαιο είναι να πάθεις ό,τι προκάλεσες» καταγράφεται στα έργα σημαντικού αριθμού αρχαίων φιλοσόφων, που καταπιάνονται με τους νόμους. Με διακριτές, βέβαια, διαφορές στην ερμηνεία, αυτή η λογική καταγράφεται και ενίοτε υπηρετείται τόσο από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όσο και από τον Ησίοδο, τον Αρχύτα, τον σοφιστή Γοργία ή και τον Σιμωνίδη τον Κείο, που σημειώνει ότι «είναι δίκαιο να αποδίδει κανείς τα οφειλόμενα». «Η γλώσσα του μίσους με γλώσσα του μίσους πληρώνεται, η δίκη το διαλαλεί που έμπρακτα το χρέος εξοφλεί. Στη φονική πληγή αντιστοιχεί τιμωρίας πληγή φονική, όποιος πράξει θα πάθει, ο γέροντας μύθος έτσι φωνάζει» βάζει ο Αισχύλος στους Χοηφόρους του, στο στόμα του χορού.

Ιδιαίτερη αναφορά στην αμοιβαιότητα («εἴ κε πάθοι τά τ᾽ ἔρεξε, δίκη κ᾽ ἰθεῖα γένοιτο» -1132b 5, 24-26- «δίκαιον είναι να πάθει κανείς αυτό που έκανε σε κάποιον άλλον»), ως μορφής δικαίου των Πυθαγορείων, κάνει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» εισάγοντας, ωστόσο, τον προβληματισμό, που εκπορεύεται από τη διαφορετικότητα των ποινών όταν αφορούν άρχοντες και δούλους. Ο φιλόσοφος οδηγείται στην απόρριψη της αμοιβαιότητας εφόσον αυτή εφαρμόζεται κατά τρόπο απόλυτο και παίρνει μορφή εκδίκησης. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που θέτει απροσχημάτιστα το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, μιλώντας για εκδίκηση και αντεκδίκηση.

Ο ιστορικός Πολύβιος εξηγεί την «άριστη ποιότητα» του πολιτεύματος των Λακεδαιμονίων, που στηρίχθηκε σ΄ εκείνο των Κρητών, ως εξής: το πολίτευμα της Σπάρτης αποτελεί μείγμα της βασιλείας (τυραννία), της αριστοκρατίας (ολιγαρχία) και της δημοκρατίας (οχλοκρατία). Το πολίτευμα της Σπάρτης, δηλαδή, είναι συνένωση των τριών βασικών πολιτευμάτων της αρχαιότητας: της αρχή του ενός, της αρχής των ολίγων και της αρχής των πολλών. Είναι βασιλεία, επειδή υπάρχουν ως ενότητα δύο βασιλείς, οι γέροντες εκπροσωπούν την αριστοκρατία, αφού εκλέγονται «αριστίνδην» και οι έφοροι είναι έκφραση της δημοκρατίας, αφού ψηφίζονται από τον λαό (Απέλλα). Ως εκ τούτου, με αυτή τη διαρθρωτική δομή των Αρχών, ουδένα εκ των τριών σωμάτων -βασιλείς, γέροντες, έφοροι- είναι απόλυτα κύριο, ώστε να διαφεντεύει τις τύχες της πόλης. Οι ψήφοι είναι ισοδύναμες και όπου χρειάζεται επιβολή ποινής, αυτή γίνεται με ίση αντιμετώπιση προς όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας. Ο βαρύς πέλεκυς του νόμου πέφτει ίδιος και στον άρχοντα και στον μη άρχοντα. Η δε ισοβαρής με το αδίκημα ποινή είναι αυτονόητη και πρέπει να εκτελεστεί, χωρίς απαραιτήτως να ονοματίζεται ο εκτελεστής… Στο έργο του «Νόμοι», ο Πλάτων, μελετητής της κρητικής νομοθεσίας και θαυμαστής του Κρήτα ήρωα Ραδάμανθυ, με την παροιμιώδη σοφή και δίκαιη κρίση, αναγνωρίζει σαφώς το δικαίωμα της ανταπόδοσης στους συγγενείς του δράστη ανθρωποκτονίας, εφόσον εκείνος έχει προηγουμένως κριθεί ένοχος, αλλά διαφεύγει της αντίστοιχης τιμωρίας («φυγὼν δὲ καὶ μὴ ‘θελήσας κρίσιν ὑποσχεῖν φευγέτω ἀειφυγίαν: ἐὰν δέ τις ἐπιβῇ που τῶν τῆς τοῦ φονευθέντος χώρας, ὁ προστυχὼν πρῶτος τῶν οἰκείων τοῦ ἀποθανόντος ἢ καὶ τῶν πολιτῶν ἀνατὶ κτεινέτω, ἢ δήσας τοῖς ἄρχουσι τῶν τὴν δίκην κρινάντων κτεῖναι παραδότω» – εφόσον κάποιος, που δεν θέλει να δεχθεί την κρίση της δικαιοσύνης, διαφύγει, αναγνωρίζεται το δικαίωμα στους εξ αίματος συγγενείς του θύματος να τον εντοπίσουν και να τον εκτελέσουν ή να τον φέρουν ενώπιον των δικαστών ώστε να φροντίσουν εκείνοι για την εκτέλεσή του).

Έτσι, με έναν μακρύ, δυνατό μίτο από την αρχαιότητα, η αριστεία της Πολιτείας, που συνδυάζει τρία βασικά πολιτεύματα και βασίζεται στο «αντιπεπονθός δίκαιο» σε Κρήτη και Λακεδαίμονα, ενώνει τις σύγχρονες κοινωνίες και μεταφέρει θαρρείς γονιδιακά το δίκαιο της αντεκδίκησης. Ακόμη κι αν στην πορεία των αιώνων, με την ανάπτυξη των πολιτισμών και τη μετατροπή της σχεδόν αυτονόητης αυτοδικίας σε επιβολή του νόμου από τα εντεταλμένα όργανά του, σε αυτές τις δύο ελληνικές περιφέρειες, όπου βασιλεύουν οι κοινωνίες της τιμής (honor cultures), το φονικό είναι υπόθεση αυστηρά οικογενειακή και αιτιολογείται ως ξέπλυμα προσβλητικής συμπεριφοράς, που κηλιδώνει μία περήφανη τιμή, αποκαθιστά μία λερωμένη φήμη, λυτρώνει μία ανταριασμένη ψυχή…

«Εδίκασα τον φονιά του παιδιού μου, έκαμα το χρέος μου και τώρα είμαι καλά» θα δηλώσει στις 20 Δεκεμβρίου του 1988 ο Γιάννης Παπαδόσηφος μέσα στην αίθουσα του Εφετείου, όπου δικάζεται ο φονιάς του γιου του Γιάννης Βενιαράκης. Από το περίστροφο, που κρατά, αναδύεται ακόμη η μυρωδιά της μπαρούτης. Ο 63χρονος μαυροφορεμένος Κρητικός με τη μακριά γενειάδα του πένθους ότι έχει σκοτώσει τον άνδρα που κάθεται στο εδώλιο. Αυτή είναι η τελευταία – τουλάχιστον δημοσιοποιημένη- κρητική βεντέτα (σσ: η αντεκδίκηση μέσα στη δικαστική αίθουσα αποτελεί συνειδητή επιλογή, καθώς ο χώρος του δικαστηρίου φέρει απόλυτα τον συμβολισμό της απονομής δικαιοσύνης).

Το αντιπεπονθός, παγκόσμιο φαινόμενο

«Το θέμα δεν είναι να επιβάλεις τιμωρία στον πολίτη που εκτελεί βεντέτα. Το θέμα είναι να προλάβεις το φονικό και ο μόνος τρόπος για να το πετύχεις, είναι να εκπαιδεύσεις τον πολίτη, ώστε να μη χρειαστεί καν να το σκεφτεί. Οι προηγμένες κοινωνίες θα αποτελούνται από πολίτες, που θα ελέγχουν το θυμικό τους, θα εμπιστεύονται στον νόμο την αποκατάσταση της τιμής και της υπόληψής τους και δεν θα επιβάλλουν την υπεροχή τους δια της βίας. Η ποινή δεν στοχεύει στο να τιμωρεί, αλλά στο να συνετίζει. Αποφασίζεται, δε, από τα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους» θα κραυγάζουν για αιώνες μετά, οι νομοθέτες…

Στο έργο του «Λεβιάθαν ή η Ύλη, μορφή και δύναμη μιας κοινοπολιτείας εκκλησιαστικής και πολιτικής» (1651), ο ιδρυτής της πολιτικής φιλοσοφίας και εμπνευστής του «Κοινωνικού Συμβολαίου» Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes) σημειώνει πως δεδομένου ότι οι άνθρωποι, ανεξέλεγκτοι, καθοδηγούμενοι από τα πάθη τους, μπορούν να αλληλοκαταστραφούν, είναι αναγκαία η δημιουργία του Κράτους -είτε με τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας- που νομιμοποιείται να ασκεί την απόλυτη εξουσία, αρκεί αυτή να λειτουργεί μόνον υπέρ της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης. Ο φιλόσοφος θεωρεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη δημιουργία κράτους την παραίτηση των πολιτών από την αξίωση της αυτοδικίας, γνωρίζοντας ωστόσο ότι σε μεμονωμένες κοινωνίες οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το δικαίωμα της τιμωρίας εκείνων που τους έχει αδικήσει.

Η αλήθεια είναι ότι του Hobbes έχει προηγηθεί ένας μεσαίωνας τιμωρητικός, μία μακρά περίοδος κατά την οποία η βεντέτα λειτουργεί «αποτελεσματικά» ως μέσο διευθέτησης διαφορών. Η αμφισβήτηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η διεκδίκηση κοινών στόχων, η προσβολή της τιμής (π.χ. η αθέτηση μίας συμφωνίας για σύναψη γάμου) μπορούν να καταλήξουν σε φονικά εκδίκησης και αντεκδίκησης, που ενίοτε ξεφεύγουν από τα όρια της διαπροσωπικής αντιπαράθεσης και επεκτείνονται σε οικογένειες ή και γενιές. Η δε αντεκδίκηση μετατρέπεται σε συλλογική ευθύνη, που προκύπτει από την ηθική υποχρέωση της οικογένειας του θύματος να αποκαταστήσει την ηρεμία της ταραγμένης του ψυχής. Είναι η τιμή που πρέπει να καθαρίσει και να περιφρουρηθεί… Όσο το κράτος στη μεσαιωνική Δύση ισχυροποιείται (κυρίως μετά τον 13ο αι.), τόσο προσπαθεί να παρεμβαίνει πυροσβεστικά με δια θεσμικού δικαίου στις διενέξεις. Παρά ταύτα, υπάρχουν περιπτώσεις που το θυμικό δεν συμμορφώνεται προς το θεσμικό δίκαιο και η νομική διαιτησία δεν φέρνει αποτέλεσμα. Η βεντέτα ζει και βασιλεύει. Η βεντέτα είναι «δημοφιλής» στους περισσότερους δυτικούς πολιτισμούς και όχι μόνον. Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία, Καλαβρία, Βαλκάνια, στον Πόντο, στις αραβικές χώρες….

Στα βάθη των δεκαετιών, η βεντέτα μετατρέπεται σε προσφιλές θέμα μελέτης ειδικών επιστημόνων. Στα μέσα του 20ου αι., ο Βρετανός Έμρις Λόιντ Πίτερς (Emrys Lloyd Peters), λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, σημειώνει ότι η «κλασική» βεντέτα δεν οδηγείται από μία απλή έχθρα σε μία «απλή» ανθρωποκτονία. Διαφοροποιείται ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται. Η… λύτρωση της ψυχής του θύματος έρχεται όταν η αντεκδίκηση επιβληθεί στον τόπο όπου συνέβη η εκδίκηση, που είναι συνήθως κάποιος δημόσιος χώρος (δρόμος, πλατεία, αγορά). Επιπλέον, οι ρόλοι είναι σαφώς καθορισμένοι. Θύτης είναι ο γιος ή ο κοντινότερος συγγενής του προηγούμενου θύματος και θύμα είναι ασφαλώς ο αυτουργός του φονικού, που προκάλεσε την… απάντηση. Ο μελετητής καταλήγει ότι η βεντέτα βρίσκει έδαφος εκεί όπου υπάρχει μονιμότητα εγκατάστασης, δηλαδή σε κοινωνίες, που επιβιώνουν από την καλλιέργεια της γης. Ως ενδεικτική καταγράφεται η περίπτωση της φυλετικά οργανωμένης Αλβανίας, όπου ακόμα και στα τέλη του 19ου αι. η ρύθμιση της κοινωνικής ζωής βασίζεται σε ένα κωδικοποιημένο εθιμικό δίκαιο που περνάει από γενιά σε γενιά. Αυτό περιγράφει με σαφή τρόπο τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα πρέπει να διαπραχθεί ο φόνος της αντεκδίκησης!

Στις αραβικές χώρες πάλι, ισχυρός λόγος συντήρησης μιας βεντέτας είναι ο κίνδυνος της κοινωνικής δυσμένειας στην οποία μπορεί να πέσει ο προσβληθείς, που δεν υπακούει στον άγραφο νόμο της τιμής. Χαρακτηρισμένοι ως πολιτισμοί με έντονη την αίσθηση της ντροπής («shame cultures»), οι αραβικές κοινωνίες ελέγχονται με δημόσιες απειλές για την προσωπική υπόληψη και τιμή. Όταν το άτομο αποκλίνει από τους κανόνες τιμής, η ντροπή βαραίνει το σύνολο των μελών του στενού του περιβάλλοντος και συχνά οι κυρώσεις επιβάλλονται ενδοοικογενειακά για να αποφευχθεί πρωτίστως μία κηλίδα στο… καθαρό μέτωπο της οικογένειας και δευτερευόντως ένας κύκλος αίματος. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένα δεύτερο χαρακτηριστικών των μουσουλμανικών κοινωνιών, με το οποίο συνδέεται άμεσα μία βεντέτα. Είναι ο βαθύτατα πολιτικός ρόλος των πρωταγωνιστών, τόσο των εκδικητών και αντεκδικητών, όσο και των «μεσιτών», δηλαδή εκείνων που μεσολαβούν για τη συμφιλίωση.

Σε μία αναφορά του, περί τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, σχετικά την πολιτική οργάνωση ενός μουσουλμανικού πληθυσμού στα βορειοδυτικά σύνορα του Πακιστάν, ο Νορβηγός κοινωνικός ανθρωπολόγος Φρίντριχ Μπαρθ (Fredrik Barth) αναλύει τις πολιτικές διαστάσεις της έννοιας της τιμής. Η συγκεκριμένη κοινωνία είναι οργανωμένη σε κάστες, αλλά όλα τα άτομα της ανώτερης κάστας δεν έχουν την ίδια πολιτική ισχύ. Αυτή εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που δηλώνουν εμπιστοσύνη σε έναν συγκεκριμένο άνδρα αυτής της κάστας και απολαμβάνουν την προστασία του, η οποία παρέχεται σε περιπτώσεις διαμεσολάβησης σε διενέξεις. Αντίστοιχα σημαντική ισχύ περιμένει και τον προσβληθέντα, ο οποίος καλείται να ανταποδώσει. Στην πραγματικότητα, εδώ οι βεντέτες ρίχνουν νερό στον μύλο της πολιτικής ισχύος…

«… Να κυνηγήσεις τον φονιά, απ’ αγκρεμά και από βουνά, το δίκαιό μας να γδικιωθεί…»

Η ιστορία είναι τόσο παλιά όσο και η λάσπη… Είναι παλιά επειδή «παλιός» είναι και ο άνθρωπος. Στις υπόλοιπες ζωικές κοινωνίες, όπου το ορμέμφυτο περιορίζεται στην επιβίωση, η βεντέτα είναι όρος άγνωστος. Τόσο η τιμή, η φήμη, η ισχύς, όσο και η ευθιξία, το μένος, η εκδικητικότητα είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινα. Κανένα άλλο ον δεν επιζητά λύτρωση στο αίμα. Κανένα άλλο ον δεν συντηρεί την οργή του, ώσπου να αντικαταστήσει με αίμα το χαμένο αίμα των νεκρών του. Η τιμή, η προσβολή, η αδικία, η ψυχική αποκατάσταση είναι αξίες αδιαπραγμάτευτες, όταν πρόκειται να ανοίξει, να συντηρηθεί ή και να διαιωνισθεί μία βεντέτα. Οι όροι της εξέλιξής της είναι συγκεκριμένοι. Αφορά μόνο τα αρσενικά ενήλικα μέλη των οικογενειών και δεν σβήνει στον χρόνο. Σύμφωνα με τον νομικό Γ. Βαρδάκη, το θηλυκό στοιχείο κατά τη διάρκεια της βεντέτας είναι στο απυρόβλητο. Επιπλέον, η δολοφονία μίας γυναίκας δεν προσλαμβάνει χαρακτήρα αντεκδίκησης, καθώς δεν συνυπολογίζεται στα τουφέκια της οικογένειας. Ακόμα και αν η ίδια φονεύσει, το έγκλημά της δεν ανοίγει κύκλο αίματος. Όπου όμως υπάρχουν άνδρες… Η ιστορία έχει καταγεγραμμένες βεντέτες αιώνων, που έχουν ξεκληρίσει αρσενικούς πληθυσμούς ισάριθμους με χωριά. Τον κύκλο του αίματος ανοίγουν συνήθως ζητήματα προσβολής ή αμφισβήτησης της τιμής. Ένα ματωμένο γαϊτανάκι φονικών ξεκινά τότε και ένας όρκος σιωπής κρατάει απείραχτο το μίτο της εκδίκησης. «Δεν μιλείς, δεν καταγγέλλεις» λένε στην Κρήτη, καθιστώντας την Αστυνομία θεατή. Κατά κανόνα η βεντέτα δεν «πηδάει» γενιές, εκτός κι αν «έχουν σωθεί τα αρσενικά». Σε κάθε θύμα της μίας οικογένειας αντιστοιχεί τουλάχιστον ένα θύμα της άλλης. Η αντεκδίκηση / εκδίκηση μπορεί να εκτελεστεί χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της εκδίκησης / αντεκδίκησης, αρκεί να βρεθεί ο σωστός στόχος.

Αν και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, το μόνιασμα, τη συμφιλίωση, τον «σασμό» αναλαμβάνει άνθρωπος του κοντινού περιβάλλοντος των δύο οικογενειών, σεβάσμιος με κύρος και αναγνώριση, κι εφόσον ο λόγος του για «κατάπαυση του πυρός» γίνει αποδεκτός και από τις δύο μεριές, η ειρήνη επικυρώνεται συχνά με έναν γάμο, μία κουμπαριά ή μία συντεκνιά (βάφτιση), που λένε και στη μεγαλόνησο.

Ακόμη και πριν από μισό αιώνα, συχνά πυκνά η ειδησεογραφία γίνεται μάρτυρας ενός νέου κύκλου αίματος ή ενός ακόμη επεισοδίου σε κάποιον παλιό. Στην Κρήτη, στο όνομα της αντεκδίκησης αδειάζουν χωριά, είτε επειδή εξοντώθηκαν οι άνδρες, είτε επειδή τα εγκαταλείπουν για να σωθούν. Από τις αρχές του 20ου αι. η μεγαλόνησος βυθίζεται σε ποτάμια αίματος έξι πολύνεκρων αντεκδικήσεων, με πρώτη εκείνη ανάμεσα στις οικογένειες Πεντάρη και Σαρτζετάκη, που έως ότου να λυθεί μετρά 119 νεκρούς! Η βεντέτα ανοίγει το 1910 για κάποιο θέμα τιμής και κλείνει μόλις το 1985 όταν ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευαγ. Πεντάρης ψηφίζει τον Χρ. Σαρτζετάκη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 1955 Φραγκιαδάκηδες και Βεϊσάκηδες στη Βορίζα του Ψηλορείτη ανοίγουν έναν νέο αιματηρό κύκλο για την υλοτόμηση ενός δάσους. Σε δύο ώρες πέφτουν νεκροί έξι και μένουν ανάπηροι 14! Το 1950 σε χωριό των Χανίων δολοφονείται ο Γιάννης Παπαδονικολάκης. Πριν από 32 χρόνια (!) είχε δολοφονηθεί ο φονιάς του αδελφού του, επειδή αυτός ο τελευταίος είχε αποκαλύψει στον παπά του χωριού τους δράστες εγκληματικής ενέργειας σε βάρος γυναίκας.

Αλλά και στη Μάνη, ο γδικιωμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της τιμής των ντόπιων, που σχεδόν αποκηρύσσουν τη λέξη «βεντέτα», επειδή τη θεωρούν αδύναμη να περιγράψει τον ιερό ρόλο των αρσενικών μιας οικογένειας. «Δεν είναι μία απλή εκδίκηση. Είναι η επιβολή του δικαίου. Είναι η αποκατάσταση μίας αδικίας και βαραίνει τον άντρα γιατί ο φιλότιμος άντρας δεν το χαρίζει το δίκιο του» λένε με πάθος οι Μανιάτες.

Όταν στην οικογένεια υπάρχουν… ανοιχτοί λογαριασμοί, το αγόρι που γεννιέται θα μεγαλώσει με τα νανουρίσματα, που μοιάζουν περισσότερο με μοιρολόγια και που του θυμίζουν την ιερή υποχρέωση του νεκρού του: ««Να μεγαλώσεις ν’ αξιωθείς και τον σαρμά (όπλο) να ζαλουθείς (φορτωθείς), να κυνηγήσεις τον φονιά, απ’ αγκρεμά και από βουνά, το δίκιο μας να γδικιωθεί».

Ποτισμένος με μίσος και ιερή υποχρέωση ο νέος που θα ενηλικιωθεί είναι πια έτοιμος να ξεπλύνει την τιμή της οικογένειάς του και ο χρόνος δεν είναι ικανός να ρίξει στη λήθη το χρέος. Θα κυνηγάει τον γδικιωμό μέχρι να τον πετύχει. Μέρες, μήνες, χρόνια. Όπου. Και στην άλλη άκρη της γης. Αλλά, όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και σ΄ αυτόν υπάρχουν και ανακωχές. Γίνονται σε περιόδους θερισμού, αλωνίσματος, σποράς ή συγκομιδής της ελιάς. Επίσης, όταν κάποια από τις δύο αντιμαχόμενες οικογένειες έχει γάμο, βάφτιση ή κηδεία. Είναι ο άγραφος νόμος που επιβάλλει σεβασμό στο βιός και στο θείο μυστήριο. Αλλά στα φιλιώματα, τα «ψυχικά», που λένε, συμμετέχει όλο το χωριό. Αρκεί να ακολουθηθεί το σωστό τελετουργικό. Μετά τη μεσολάβηση του σεβάσμιου διαιτητή, ξαρματωμένη η οικογένεια του φονιά εμφανίζεται στο σπιτικό του θύματος. Ο δράστης γονατίζει και φιλάει τα πόδια της χαροκαμένης μάνας κι εκείνη με τη σειρά της λέγει «έτσι τόθε ο Θεός» και τον αγκαλιάζει. Το μόνιασμα γιορτάζεται με κεράσματα και ανταλλαγή επισκέψεων. Οι αντιμαχόμενοι είναι πλέον «ψυχαδελφοί».

Στη Μάνη το αιματηρό έθιμο, που παρουσιάζει μεγάλη έξαρση τη δεκαετία του 1860, αρχίζει να μπαίνει στον πάγο από τα τέλη του 19ου αι. Για την ακρίβεια, από το 1870, όταν εκλέγεται για πολλοστή φορά πρωθυπουργός ο Μανιάτης Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, γνωρίζοντας «από την καλή και από την ανάποδη» το βαρύ κόστος του γδικιωμού, βάζει ως στόχο με νόμους και μεμονωμένες αποφάσεις να το εξαφανίσει. Στην Κρήτη, το έθιμο ατονεί μόλις τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι βεντέτες, που έφτασαν κάποτε να αποτελούν μόνιμες στήλες στην καθημερινή ειδησεογραφία, δεν είναι πια παρά ζοφερά λαογραφικά στοιχεία του παρελθόντος, που τροφοδοτούν ακόμη εμπνεύσεις για γραφίδες λογοτεχνών. Από τον Γκι ντε Μοπασάν και τον Μπαλζάκ μέχρι τη Γαλανάκη και τον Πετρουλάκη δραματικές ιστορίες και φονικά πάθη, δανεισμένα από τη ζωή, έφτασαν στο σήμερα ως γοητευτικά μυθιστορήματα να θυμίζουν τα ήθη μιας εποχής…

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Πηγή: newsit.gr