Παρασκευή
13
Δεκέμβριος
TOP

Χτυπάει κουδούνα για τη Μεσσηνία… για προσέξτε!

Με ένα δημοσίευμα στα social media η συγγραφέας Μαρία Δεδούση περιγράφει με 754 λέξεις ακριβώς ότι συμβαίνει στην Ελλάδα του σήμερα, του «πάμε και όπου βγει» και του «θα κονομήσω ο κόσμος να χαλάσει»… Με τρόπο γλαφυρό και μέσα από ένα προσωπικό βίωμα, η συγγραφέας μας περιγράφει πως τελικά οι ξένοι όχι μόνο δεν ξεγελιόνται από τα όσα ευφάνταστα σκέφτονται και εφαρμόζουν οι Έλληνες κατά την τουριστική περίοδο ώστε να βγουν κερδισμένοι όσο πιο πολύ γίνεται, αντιθέτως… αντιδρούν…. κι’ αυτό θα έχει επιπτώσεις…

Διαβάστε παρακάτω την εύστοχη ανάρτηση της συγγραφεύς:

«Πήρα ένα ταξί από την Πύλο προχθές και ο οδηγός μάς έλεγε ότι ζήτησε δωμάτιο από ένα γνωστό του για τον Αύγουστο. Θέλει να έρθει ένας ξάδελφός του (του ταξιτζή) από τη Γερμανία για μια εβδομάδα με τα παιδιά του.

«Μου ζήτησε 500 ευρώ τη βραδιά για ένα ενοικιαζόμενο δύο δωματίων μέσα στο χωριό», έλεγε ο ταξιτζής, «σκέψου πόσα ζητάει από τους άγνωστους».

Στο πίσω κάθισμα ήταν ένας νεαρός που είχε μόλις φτάσει από την Αθήνα για να δουλέψει στο ολοκαίνουργιο Mandarin και έλεγε ότι «δίνουν καλά χρήματα, ο επικεφαλής του μπαρ μπορεί να φτάσει τα 1.200 ευρώ». Ο μη-επικεφαλής του μπαρ θα πάει γύρω στα 800-1000. Με διαμονή και φαγητό. Ένα μηνιάτικο ισούται με δύο βραδιές στο απάρτμεντ του λετ του κυρίου δηλαδή.

Δίπλα στον νεαρό καθόταν μια κυρία γύρω στα 50, ντόπια, ιδιοκτήτρια κι εκείνη κάποιων ρουμς που βαφτίστηκαν χοτέλ, όχι μέσα στην Πύλο, ούτε πάνω στη θάλασσα, πάνω στο «διεθνή» σε ένα απόμερο σημείο. «Εγώ τα δίνω 140 τη βραδιά, το βρίσκω πολύ λογική τιμή», λέει.

«Έχετε πληρότητα;» τη ρώτησα. «Αυτήν την εποχή όχι, αλλά στη φουλ σεζόν πάμε πολύ καλά», μου απάντησε. Η φουλ σεζόν είναι 40 μέρες στο μεταξύ, το πολύ. «Ρίχνετε τις τιμές τώρα για να έρθει κόσμος;», επέμενα. «Ο γιος μου κάνει κουμάντο, λέει ότι δεν πρέπει να τα δίνουμε πιο φτηνά, τους βάλαμε και ψυγείο μέσα, δίκιο έχει», μου απάντησε.

Έφερα την κουβέντα στο ναυάγιο. «Τι λέει ο κόσμος γι αυτό;» ρώτησα.

«Ποιο ναυάγιο;», είπε η κυρία. «Αυτό με τους μετανάστες», απαντάει ο ταξιτζής. «Έγινε ναυάγιο; Πότε;», ρωτάει η κυρία.

Ο ταξιτζής εξηγεί.

«Α, δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση, δεν το ήξερα», λέει η κυρία και η κουβέντα συνεχίζεται στα φλέγοντα. «Αγοράσανε ξένοι ένα ξενοδοχείο στην περιοχή», μονολογεί η κυρία. «Αλλά δεν ήταν το δικό μας», προσθέτει περίλυπα.

Προσπαθώ να επεξεργαστώ την πληροφορία ότι ένας άνθρωπος που ζει στην περιοχή δεν ξέρει καν ότι έγινε ναυάγιο. Ότι ζητάνε 500 ευρώ για μια διανυκτέρευση. Ότι με ένα «ψυγείο μέσα» η τιμή του δωματίου έχει εκτοξευτεί από τα 30 ευρώ που έκανε πριν από 5-6 χρόνια στα «λογικά» 140. Ότι ο νεαρός στο Mandarin θεωρεί καλά χρήματα τα 1000 που θα παίρνει το μήνα.

Πάει απόγευμα και πάω να φάω σε μια ταβέρνα. Μέχρι τις 6, σε μια παραλία 4 χιλιομέτρων και ρουμς των 140 ευρώ μίνιμουμ, δεν υπάρχει πουθενά μέρος ανοικτό για να φας έστω και ένα σάντουιτς.

Οι πατάτες είναι προτηγανισμένες αλλά πεινάω· θα τις σώσω με λίγο λάδι σκέφτομαι, όλα σώζονται με λίγο λάδι, ειδικά το ντόπιο.

Κοιτάω γύρω, στα τραπέζια πουθενά λάδι. Ζητάω να μου φέρουν, ο σερβιτόρος αιφνιδιάζεται, μου φέρνει τελικά λίγο λάδι σε ένα κρασοπότηρο με ένα κουταλάκι του γλυκού μέσα…

Στη νότια Μεσσηνία αυτό. Που ξύνεις το έδαφος κι αναβλύζουν λάδια.

Είπα να το βγάλω φωτογραφία, αλλά σκέφτηκα ότι όλα αυτά που κουβεντιάζουμε μεταξύ μας δεν έχουν στην πραγματικότητα κανένα νόημα.

Οι άνθρωποι έχουν τρελαθεί με τον τουρισμό και έχουν τρελαθεί αυστηρά προς μια κατεύθυνση: Ποσοτικά. Στο μυαλό τους η εξίσωση είναι μια: Πολλοί τουρίστες, θ’ ανεβάσω εξωφρενικά τις τιμές, θα κονομήσω και τσιμέντο να γίνει. Τελεία.

Η ποιότητα, τόπου, περιβάλλοντος, υπηρεσιών και προϊόντων είναι άγνωστη λέξη. Διότι κανείς δεν τους τη δίδαξε και κανείς δεν τους κατευθύνει προς τα εκεί.

Κι έτσι δημιουργείται ένα προϊόν τουρισμού που δεν απευθύνεται στην πραγματικότητα σε κανέναν: Πολύ ακριβό για τους μεσαίους, πολύ κακό ποιοτικά για τους πλούσιους.

Σκέφτηκα επίσης ότι θα αδικήσω και κάποιους -λίγους είναι η αλήθεια- που επιμένουν να μην ανεβάζουν τις τιμές, να μην καταστρέφουν το περιβάλλον, να μην πουλάνε την παραλία τους (που είναι και Νατούρα), να μην ρίχνουν την ποιότητα, αλλά ούτε και να προσποιούνται ξαφνικά ότι το ρουμ με τα σουηδικά έπιπλα της δεκαετίας του ’80 και το aircondition που σφυρίζει και αγκομαχάει όλο το βράδυ και τη θέα στα βρακιά του απέναντι, έγινε μπουτίκ χοτέλ επειδή «έβαλες μέσα ψυγείο».

Σαφώς και υπάρχουν τέτοιοι και είναι εκείνοι που οι επιχειρήσεις τους είναι γεμάτες πέντε και έξι μήνες το χρόνο, από Γερμανούς κυρίως, που έρχονταν εδώ ως παιδιά και μετά μεγάλωσαν εδώ τα δικά τους παιδιά κι εκείνα φέρνουν τα δικά τους.

Αυτός ο τουρισμός στήριξε διαχρονικά την περιοχή, αυτοί την αγαπάνε πιο πολύ απ’ όλους. Αλλά, δεν είναι κουτά τα «γερμανάκια». Αυτό έλλειπε.

Δεν έχω να κάνω προβλέψεις, αν έχω μάθει κάτι από την ενασχόλησή μου με όσα συμβαίνουν στον κόσμο, είναι ότι τίποτε δεν είναι βέβαιο και τίποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί κοντόφθαλμα.

Shit happens, όπως είδαμε και με την πανδημία. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά δεν συμβαίνουν απλώς οι «στραβές», αλλά τις προκαλείς εσύ ο ίδιος.»