Κυριακή
15
Δεκέμβριος
TOP

Ενεργειακή κρίση: «Κινούμαστε σε μια ύφεση ανάλογη με εκείνη της δεκαετίας του 1970»

Η ενεργειακή κρίση έχει εκτινάξει το κόστος του πετρελαίου, το οποίο σύμφωνα με αναλυτές θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και το όριο του αιώνα, αγγίζοντας τα $150 το βαρέλι, σε περίπτωση κλιμάκωσης της ουκρανικής κρίσης, όπως ανέφερε πρόσφατη έκθεση της JP Morgan. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχει προκύψει πολλές φορές στο παρελθόν, με τις εταιρείες κατά κανόνα να το αντιμετωπίζουν μετακυλίοντας το κόστος στον καταναλωτή.

Όμως η πανδημία άλλαξε αυτό τον κανόνα, ισχυρίζεται ο Άιζακ Λαριάν, ιδρυτής του αμερικανικού κολοσσού των παιδικών παιχνιδιών, MGA Entertainment. Όπως αναφέρει το Bloomberg, η έλλειψη εργατικού δυναμικού αύξησε τους μισθούς – αν και συνήθως σε ποσοστά που δεν ανταποκρίνονταν στην αύξηση του πληθωρισμού – ενώ παράλληλα οι δυσκολίες στο διεθνές εμπόριο προκάλεσαν έλλειψη εισαγόμενων προϊόντων.

Τώρα, εταιρείες και καταναλωτές υποφέρουν από τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που κυμαίνονται στα υψηλότερα επίπεδα μετά το 2014, ενώ όλα δείχνουν ότι οι τιμές της ενέργειας θα συνεχίσουν να ανηφορίζουν.

Αυξημένες τιμές, μειωμένο περιθώριο κέρδους

Το περιθώριο κέδρους της MGA συρρικνώθηκε κατά 5% εντός του 2021, ενώ δεν αποκλείεται να μειωθεί περαιτέρω, καθώς εκτός των άλλων, τα προϊόντα της αποτελούνται κυρίως από πλαστικό, ένα παράγωγο του πετρελαίου.

Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές δυσκολεύονται επίσης να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος των καυσίμων κίνησης και θέρμανσης. «Οι καταναλωτές είναι ήδη στριμωγμένοι και κάποια στιγμή η ελαστικότητα των τιμών θα επικρατήσει», παρατηρεί ο Λαριάν. «Αν μια κούκλα που σήμερα κάνει $10 ξαφνικά κοστίζει $25, θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν θα μπορούν να την αγοράσουν».

Το αργό πετρέλαιο έχει ξεπεράσει τα $90 το βαρέλι, αύξηση 60% σε σχέση με τη μέση τιμή του 2019, προτού το σύνολο των ισορροπιών του πλανήτη ανατραπεί από τον κοροναϊό. Και η τιμή του αργού θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 30% ακόμη, σύμφωνα με τράπεζες της Wall Street.

Τι συμβαίνει με το πετρέλαιο

Οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες δεν έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν εγκαίρως στην αυξημένη ζήτηση. Μέτοχοι αμερικανικών εξορυκτικών εταιρειών, όπως η Exxon Mobil και η Chevron, δεν έχουν προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις που θα αύξαναν τις παραγωγικές δυνατότητες. Αυτές οι εταιρείες βλέπουν επίσης τη μετάβαση που επιδιώκει η κυβέρνηση Μπάιντεν από τα ορυκτά καύσιμα προς την πράσινη ενέργεια. Η ευρείας κλίμακας υιοθέτηση της ηλεκτροκίνησης θα αφαιρούσε σημαντικό μέρος της δραστηριότητας των πετρελαιοπαραγωγών, πράγμα που τους καθιστά ακόμη πιο απρόθυμους να ανοίξουν νέες γεωτρήσεις για να αυξήσουν την παραγωγή, παρατηρεί στο Bloomberg ο Φίλιπ Ορλάντο, επικεφαλής στρατηγικής αγορών στη Federated Global Investment Management.

Ο Ορλάντο και η ομάδα του είδαν τα σύννεφα επάνω από το πετρέλαιο και προέβλεψαν ότι η τιμή του θα διπλασιαστεί, όταν η αξία του βαρελιού κατέρρευσε στα $30 τον Οκτώβριο του 2020. Αργότερα, προχώρησαν σε νέα, ενισχυμένη πρόβλεψη, αφού η ζήτηση για αργό ανέκαμψε πριν το αναμενόμενο.

Ποιοι ωφελούνται;

Υπάρχουν εταιρείες που κερδοφορούν όταν η τιμή του πετρελαίου εκτινάσσεται, όπως οι παραγωγοί ενέργειας και οι βιομηχανίες που προμηθεύουν τους πετρελαιοπαραγωγούς. Οι υπόλοιποι, από τους κατασκευαστές και τους εμπόρους μέχρι τις εταιρείες συσκευασμένων προϊόντων, ψάχνουν τρόπους να μεταβιβάσουν το κόστος της ενέργειας στους καταναλωτές – που ήδη υποφέρουν από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Ο Ορλάντο παρατηρεί ότι το κέρδος είναι δικαίωμα των εταιρειών, όμως δεν είναι λίγες οι φωνές των εργαζομένων που αναρωτιούνται αν η σημερινή συνθήκη δεν περιλαμβάνεται στο περίφημο ρίσκο που αναλαμβάνουν οι επιχειρηματίες, και επί του οποίου συνηθίζουν να επικαλούνται ως αιτιολόγηση των κερδών που απολαμβάνουν σε καλύτερες εποχές.

Αύξηση τιμών παρά τα κέρδη-ρεκόρ

Άλλωστε, και στο σήμερα δεν είναι λίγες οι εταιρείες που ξεπερνούν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, χωρίς αυτό να τις αποτρέπει από το να εφαρμόσουν προσαυξήσεις. Η μεταφορική εταιρεία United Parcel Service απήλαυσε κέρδη-ρεκόρ στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, παρά το γεγονός ότι τα καύσιμα και η εργασία είναι τα δύο μεγαλύτερα κόστη που έχει να αντιμετωπίσει, δήλωσε στο Bloomberg ο διευθυντής του οικονομικού τμήματος, Μπράιαν Νιούμαν. Η εταιρεία απασχολεί συμβασιούχους, οι οποίοι συμμετέχουν σε σωματείο, με αποτέλεσμα το κόστος της εργασίας να παραμένει σταθερό. Όσο για τα καύσιμα, προσαρμόζει την προσαύξηση κάθε εβδομάδα, ώστε να αντανακλά την αύξηση ή τη μείωση του κόστους της βενζίνης και του πετρελαίου.

Η UPS προχώρησε σε ραγδαία αύξηση των τιμών της στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ενώ σε αντίστοιχες κινήσεις προχώρησε και η Amazon που αύξησε το κόστος συνδρομής Prime.

Και η Union Pacific, η μεγαλύτερη σιδηροδρομική εταιρεία των ΗΠΑ που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, έχει να αφηγηθεί μια αντίστοιχη ιστορία: πέρσι τα κέρδη της έφτασαν σε επίπεδα-ρεκόρ, ενώ μετακύλησε στους καταναλωτές περίπου $336 εκατομμύρια προσαυξήσεων. Ακόμη πιο εντυπωσιακό: η Maersk, μια δανική μεταφορική εταιρεία, σημείωσε κέρδη της τάξης των $18 δισεκατομμυρίων για το 2021, σε σχέση με τα… μόλις $509 εκατομμύρια του 2019. Όμως αυτό δεν την εμπόδισε από το να ανεβάσει επίσης τις τιμές της, μετακυλίοντας το κόστος στους καταναλωτές – που σίγουρα δεν είδαν αντίστοιχη αύξηση στο μισθό τους.

Άλλες εταιρείες δυσκολεύονται περισσότερο να μεταφέρουν το κόστος στους καταναλωτές – για παράδειγμα, οι αεροπορικές εταιρείες και οι εταιρείες που διαχειρίζονται κρουαζιερόπλοια-, κι έτσι στρέφονται στην πιο ακριβή και ριψοκίνδυνη μέθοδο της οικονομικής αντασφάλισης.

Το μεγαλύτερο βάρος στους πλέον ευάλωτους

Ο Ορλάντο υπολογίζει ότι για κάθε πένα αύξησης της τιμής της βενζίνης, οι καταναλωτικές δαπάνες στις ΗΠΑ μειώνονται κατά $1,18 δισεκατομμύρια. Με τη βενζίνη να έχει ακριβύνει κατά περίπου $1,30 από τις αρχές του 2021, με αυτούς τους υπολογισμούς η μείωσή τους ανέρχεται σε περισσότερα από $150 δισεκατομμύρια ή 0,8% της αμερικανικής οικονομίας, υποστηρίζει. «Το πιθανότερο είναι ότι αυτό βλάπτει κυρίως τους χαμηλόμισθους, επειδή δαπανούν αναλογικά περισσότερα χρήματα σε βενζίνη και καύσιμα θέρμανσης», παρατηρεί.

Η Ρόζα Σίμιον ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Καθημερινά οδηγεί 48 χιλιόμετρα από το σπίτι της στο Γκάρλαντ του Τέξας για να καθαρίσει τα σπίτια κατοίκων των βορείων προαστίων του Ντάλλας, που πληρώνουν καλύτερα. Δοκίμασε να αυξήσει την αξία των υπηρεσιών της από τα $100 την ημέρα σε $120, όμως οι πελάτες της δεν ήταν πρόθυμοι για κάτι τέτοιο. Τώρα, με τη βενζίνη να αυξάνεται, θα αναγκαστεί να στραφεί σε πελάτες που ζουν πιο κοντά στο σπίτι της και να λαμβάνει την παλιότερη, πιο χαμηλή αμοιβή της, αντί να επωμιστεί το κόστος της βενζίνης.

Η βενζίνη δεν είναι η μοναδική της ανησυχία. Το κόστος των τροφίμων, των ενδυμάτων, του ρεύματος και του πρόχειρου φαγητού έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά. Ξοδεύει $140 την εβδομάδα στο σουπερμάρκετ, για τα ίδια πράγματα που πριν λίγο καιρό κόστιζαν $100. Όταν επιστρέφει στο σπίτι της, αναγκάζεται να μαγειρεύει καθημερινά για τα δυο παιδιά που μεγαλώνει μόνη της, αντί να αγοράσει κάτι απ’ έξω για να ξεκουραστεί. «Η βενζίνη έχει σχεδόν διπλασιαστεί και πραγματικά αισθάνομαι τη διαφορά», λέει. «Η ζωή είναι δύσκολη αυτή την περίοδο».

Μια επανάληψη της δεκαετίας του ’70

Με τα επιτόκια να αναμένεται να αυξηθούν, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού, ο Λαριάν λέει στο Bloomberg ότι φοβάται ότι οι προσπάθειες επιβράδυνσης της οικονομίας θα τη βυθίσουν σε ύφεση – σε μια επανάληψη, με άλλα λόγια, της δεκαετίας του 1970, όταν είχε ιδρύσει και την εταιρεία του.

«Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση», καταλήγει. «Οι τιμές απλώς θα συνεχίσουν να αυξάνονται, όχι μόνο στα παιχνίδια αλλά σε όλα. Πρέπει να τις κρατήσουμε ψηλά, και δυστυχώς οι καταναλωτές θα υποφέρουν».

Πηγή: in.gr