Σάββατο
2
Νοέμβριος
TOP

Φεστιβάλ Βενετίας: To Dune θα αγαπηθεί από τους φανς, αλλά το ευρύτερο κοινό δύσκολα θα ενθουσιαστεί

Και μάλιστα, δεν έχει κρύψει ποτέ πόσο πολύ βλέπει αυτό το εγχείρημα ως μια αυστηρά κινηματογραφική εμπειρία, έχοντας υπάρξει από τους ευθύτερους επικριτές της Warner, για την κίνηση να μεταφέρει όλες τις κινηματογραφικές πρεμιέρες του ‘21 σε παράλληλο άνοιγμα στο streaming. «Όταν βλέπεις αυτή την ταινία στη μεγάλη οθόνη, είναι μια σωματική εμπειρία. Προσπαθήσαμε να το σχεδιάσουμε ώστε να είναι όσο πιο εμβυθιστικό είναι δυνατόν».

Είναι αλήθεια- το ένα και κύριο πράγμα που οπωσδήποτε είναι αυτό το “Dune”, είναι μια εμπειρία που επιχειρεί να σε περικυκλώσει. Ο Βιλνέβ σκηνοθετεί τους κεντρικούς τους χαρακτήρες σε ηρωικές ακίνητες πόζες χαμένες σαν λεπτομέρειες μπροστά από αχανή τοπία κι από γιγαντώδεις, μπρουταλιστικές δομές, την ώρα που το μουσικό score-εισβολή-στο-κρανίο από τον Χανς Τσίμερ σου επιτίθεται ντύνοντας το συντριπτικό ποσοστό σκηνών της ταινίας.

Όμως αυτή η εμπειρία δεν συνεπάγεται και χτίσιμο κόσμου και στην πραγματικότητα ο Βιλνέβ ποντάροντας σε τόσο απόλυτο βαθμό στα vibes αντί του οποιουδήποτε άλλου περιεχομένου, διακυνδυνεύει είτε να κερδίσει πλήρως είτε να χάσει απόλυτα τον θεατή, καταλήγοντας σε κάτι μάλλον μονότονο. Το στόρι και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται μέσα από σχεδόν ακίνητες (και άνευρα σκηνοθετημένες) σκηνές επεξήγησης, οι οποίες διακόπτονται από σαφείς, γραμμικές και αναμενόμενες σκηνές δράσης. Είναι μια ταινία που δεν ρέει προς καμία απολύτως κατεύθυνση.

Ο ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΚ ΧΕΡΜΠΕΡΤ

Στον κόσμο του “Dune”, δύο πανίσχυροι οίκοι μάχονται για τον έλεγχο ενός πλανήτη που παράγει spice το οποίο λόγω της ενεργειακής του αξίας δίνει τεράστια δύναμη σε όποιον το ελέγχει. Πετρέλαιο στη Μέση Ανατολή, σα να λέμε. Όπως λένε σε ένα voice over στην αρχή της ταινίας οι ντόπιοι αυτού του πλανήτη «περιμένουμε να μάθουμε ποιος θα μας εκμεταλλευτεί μετά».

Ο γόνος των Ατρειδών, Πολ, θα πρέπει να πάρει πάνω του την αποστολή την προστασίας αυτού του σημαντικού στοιχείου, όταν ύστερα από μια μεγάλη προδοσία, η οικογένειά του θα βρεθεί κυνηγημένη. Στο ρόλο ο Τίμοθι Σαλαμέ είναι πολύ σκοτεινός και moody, όμως η ταινία δεν του αφήνει περιθώρια να δείξει κάτι παραπάνω. Το υπόλοιπο καστ είναι γεμάτος ονόματα πρώτης γραμμής, από τον Όσκαρ Άιζακ και τον Τζέισον Μομόα, ως τον Χαβιέ Μπαρδέμ και τη Ζεντέγια, η οποία αναμένεται να λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο δεύτερο μέρος, εφόσον αυτό πραγματοποιηθεί.

Μιλώντας για αυτό, αξίζει να πούμε πως ένα από τα προβλήματα της ταινίας είναι πως, λειτουργώντας σχεδόν αποκλειστικά σαν στήσιμο σκηνικού, ουσιαστικά ζει στην αναγκαιότητα του σίκουελ. Από μόνη της είναι σχεδόν μη-ταινία, με πάρα πολύ αραιή δράση, επιφανειακές αναφορές σε ζουμερές θεματικές (που εικάζει κανείς πως θα εξερευνηθούν παρακάτω) και κυριευμένο από επεξηγήσεις μιας μυθολογίας που μοιάζει ταυτόχρονα και πιο πυκνή από όσο χρειάζεται ετούτη η ταινία που έχουμε μπροστά μας, αλλά και πιο αραιή από όσο θα χρειαζόταν ώστε να μπορεί να σταθεί μόνη της ως εμπειρία.

Ο Ντενί Βιλνέβ, μιλώντας για τις πολιτικές θεματικές που εξερευνά το κείμενο του Χέρμπερτ, και που μεταφέρονται και στην διασκευή του, λέει πως «το βιβλίο είναι πολύ πιο επίκαιρο σήμερα σχετικά με τη μίξη ανάμεσα στη θρησκεία και την πολιτική. Ο κίνδυνος της μεσσιανικής φιγούρας. Η επίπτωση της αποικιοκρατίας. Τα προβλήματα με το περιβάλλον. Το βιβλίο έμεινε μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια και έμοιαζε όλο και πιο επίκαιρο στο πέρασμα του χρόνου».

Ενώ ο Χαβιέ Μπαρδέμ, εστιάζοντας στο περιβαλλοντικό στοιχείο, τονίζει πως ο Χέρμπερτ ήταν μπροστά από την εποχή του όταν μιλούσα για έναν μη κατοικήσιμο πλανήτη το 1965. «Πρέπει οι κυβερνήσεις και οι μεγάλες πολυεθνικές να βρουν τη λύση, να κάνουν βήμα μπροστά και να αλλάξουν τα μυαλά μας σχετικά με το πώς συμπεριφερόμαστε σε αυτό τον κόσμο».

Σε κάθε περίπτωση, το πολυαναμενόμενο μπλοκμπάστερ θα κυκλοφορήσει τελικά, ύστερα από απανωτές καθυστερήσεις, αυτό το φθινόπωρο. 14 Οκτωβρίου κυκλοφορεί στην Ελλάδα, μια βδομάδα νωρίτερα από την πολυσυζητημένη και διχαστική streaming πρεμιέρα στην Αμερική. Αξίζει να σημειωθεί πως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ανάμεσα στις οποίες και η Ιταλία, το “Dune” θα βγει στα σινεμά αρκετά νωρίτερα, ξεκινώντας από τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Όσο για το σίκουελ που ήδη υπόσχεται ο Βιλνέβ, εκεί ο δρόμος είναι μακρύς. Η Warner δύσκολα θα βρει το εγχείρημα πετυχημένο με αυστηρά οικονομικούς όρους (το “Dune” είναι ένα μπλοκμπάστερ που γυρίστηκε με τα παλιά οικονομικά δεδομένα) όμως το μέγεθος της συζήτησης που ήδη προκαλεί, καθώς και το ότι αναμφίβολα θα αγαπηθεί από πολύ μεγάλη μερίδα του κοινού, ίσως είναι αρκετός λόγος για να δοθεί το πράσινο φως.

“LAST NIGHT IN SOHO”: ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ‘60S ΛΟΝΔΙΝΟ

Άλλη μια πολύ σημαντική πρεμιέρα εκτός Διαγωνιστικού ήταν η ταινία giallo “Last Night in Soho” του Έντγκαρ Ράιτ, που επιστρέφει μετά το “Baby Driver”. Εκεί, η Τόμαζιν ΜακΚένζι (“Jojo Rabbit”, “Leave No Trace”) παίζει μια νεαρή κοπέλα από την αγγλική επαρχία που λατρεύει την ‘60s αισθητική και κουλτούρα, και που έρχεται να σπουδάσει σχέδιο μόδας στο Λονδίνο πιστεύοντας πως όλα θα είναι μαγικά- μέχρι που στην πράξη θα δει πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δύσκολη και σκληρή.

Σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Σόχο, θα αρχίσει να βλέπει όνειρα μες στα οποία είναι σα να ζει τη ζωή μιας κοπέλας από τα ‘60s που θέλει να γίνει τραγουδίστρια (η εκθαμβωτικά ρετρό Άνια Τέιλορ-Τζόι του “Queen’s Gambit”), και για την οποία τα ‘60s είναι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά σαν ρομαντική καρτ ποστάλ. Καθώς η ζωή της μίας αρχίζει να συνδέεται όλο και περισσότερο με της άλλης, ερωτήματα του παρελθόντος αντηχούν πλέον στο σήμερα- κι η νεαρή ηρωίδα κινδυνεύει να χάσει τα λογικά της.

Ο Ράιτ δανείζεται κάποια διάσπαρτα οπτικά στοιχεία του giallo υπο-είδους τρόμου, όπως την ψυχολογική διάσταση, τις χρωματικές παλέτες, την αόριστα εφιαλτική παρουσία μιας απειλής που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο σωματικό και το νοητικό, κι ενώ η αγάπη του για το είδος είναι εμφανέστατη, κι η όρεξή του για να εφευρίσκει οπτικές ιδέες μοιάζει ανεξάντλητη, τελικά η ταινία πολύ απλά δεν λειτουργεί. Άλλοτε ξεμένει από ιδέες, άλλοτε είναι απείρως πιο προφανής από όσο νομίζει, άλλοτε πνίγεται μες στην επιθυμία του να πει Πάρα Πολύ Σημαντικά πράγματα.

Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι πως οι κόσμοι της ταινίας ποτέ δεν καταφέρνουν να εναρμονιστούν με έναν κινηματογραφικά πειστικό τρόπο, αφήνοντας τα πάντα μετέωρα και κούφια. Ο συμβολισμός κι η αλληγορία παίρνουν εξαρχής τον έλεγχο, κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι πληγή για μεγάλο κομμάτι του σύγχρονου σινεμά τρόμου. Έτσι το στόρι ποτέ δεν αφήνεται να προκύψει οργανικά, παρά μοιάζει διαρκώς ζορισμένο να οδηγηθεί σε ένα συγκεκριμένο (μάλλον προφανές) σημείο, σα να παρακολουθείς μια συλλογή από cut scenes βιντεοπαιχνιδιού στο οποίο το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να επιλέξεις κάποιους από τους διαλόγους.

ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

Καθώς οι πολυδιαφημισμένες πρεμιέρες αρχίζουν να εξαντλούνται αφήνοντας πλέον ζωτικό χώρο και στο υπόλοιπο φεστιβαλικό σινεμά, αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον αρκετές από τις ταινίες των επόμενων ημερών, κι ας μην πρόκειται να παίξουν οσκαρικά. Υπάρχουν ταινίες σαν το “Official Competition” με Πενέλοπε Κρουζ και Αντόνιο Μπαντέρας που σίγουρα θα βρει κοινό, υπάρχουν διαφαινόμενες καλτ επιλογές σαν το “Mona Lisa and the Blood Moon” από την σκηνοθέτη του “Bad Batch”, αλλά και κάποια πλήρως αναπάντεχα πειράματα.

Ένα από αυτά που μας εντυπωσίασε ήταν το Ιταλικό “Il Buco” (“Η Τρύπα”), που ακολουθεί μια αποστολή χαρτογράφησης μιας τεράστιας σπηλιάς στα νότια της Ιταλίας. Ούτε ακριβώς ντοκιμαντέρ αλλά ούτε και μυθοπλασία, είναι ένα κομμάτι κινηματογραφικής παρατήρησης που χωρίς διάλογο και χωρίς το παραμικρό αφηγηματικό τρικ που έρχεται να μας αποσπάσει, εστιάζει στη διαδικασία της χαρτογράφησης με υπομονή και έγνοια. Καθώς τα μέλη της αποστολής κατεβαίνουν όλο και πιο βαθιά, μοιάζουν σα να αφήνουν πίσω κάτι από την ίδια της ανθρώπινη Ιστορία. Τα διάφορα αντικείμενα και τεχνάσματα που χρησιμοποιούν για να μετρούν το βάθος (πέτρες, σελίδες περιοδικών, οι ίδιες τους οι φωνές) γίνονται ένα με το ατέλειωτο σκοτάδι. Την ίδια ώρα πίσω, στην επιφάνεια, η φύση απλώς συνεχίζει, ατάραχη. Στο τέλος της ταινίας, ειλικρινά και εντελώς αγνά, συγκινήθηκα απόλυτα. Το “Il Buco” δεν είναι φιλμ με εμπορικές προοπτικές, αλλά θα χαρούμε πολύ να το δούμε σε κάποιο από τα κινηματογραφικά μας Φεστιβάλ.

Το Φεστιβάλ Βενετίας συνεχίζεται με αναμενόμενα highlights του ΣΚ να περιλαμβάνουν το “Mona Lisa and the Blood Moon” με την Κέιτ Χάντσον, το “Official Competition” με Κρουζ-Μπαντέρας, το οποίο έκανε ήδη πρεμιέρα, και το “Sundown” με τον Τιμ Ροθ, από τον Μισέλ Φράνκο (του “Μετά τη Λουτσία”). Θα μιλήσουμε για όλα αυτά τις επόμενες μέρες.

*Το 78ο Φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 1-11 Σεπτεμβρίου.

πηγη