
Του Χρήστου Χωμενίδη*
O επικήδειος του Αντώνη Σαμαρά στη θυγατέρα του. Ο,τι πιο συγκλονιστικό έχει ακουστεί δημόσια τον τελευταίο πολύ καιρό. Άμα δεν είχα χάσει παιδί, δεν θα τολμούσα να γράψω αυτές τις γραμμές . Ο δικός μας Αλέξανδρος, το 2008, ήταν βρέφος. Μα λίγους μήνες που έζησε αλλά και πριν ακόμα γεννηθεί, όσο τον περιμέναμε, προφτάσαμε να τον λατρέψουμε. Να τον νιώσουμε κέντρο της ύπαρξής μας. Όταν αιφνίδια πέθανε, βουλιάξαμε στο πιο ερεβώδες πένθος. Για έναν χειμώνα και μια άνοιξη με έπαιρνε ο ύπνος εξαντλημένο από το κλάμα, ξυπνούσα – ελάχιστες ώρες μετά – πάλι με δάκρυα. Από την απόλυτη ψυχική διάλυση με έσωσε η αγάπη των φίλων μου. Και το δίλημμα που έθεσα στον εαυτό μου: «Θα υπάρχεις εφεξής για να σπαράζεις; Ούτε το ίδιο το παιδάκι δεν θα το ήθελε. Αν δεν μπορείς να σηκωθείς στα πόδια σου, απ’ το να σούρνεσαι σκιά του εαυτού σου, κάλλιο να αυτοκτονήσεις…».
Με χίλια ζόρια βγήκα από το σκοτάδι στο ξέφωτο. Εκεί μου χαμογέλασε ένα νεαρό άσπρο ελάφι . Και μου ξανάμαθε να χαίρομαι .
Τη δική τους απώλεια δυσκολεύομαι να τη συλλάβω. Δεν θρηνούν εκείνοι μια φλογίτσα που τους φώτιζε για ενενήντα μόλις μέρες. Μα έναν ήλιο τριάντα τεσσάρων ετών, που τίποτα δεν προοιωνιζόταν τη δύση του. Τυχεροί όσοι η καρδιά τους σταματάει ξαφνικά.
Γλιτώνουν από τα βάσανα της αρρώστιας. Μα στους δικούς τους έρχεται ο ουρανός σφοντύλι – τι και να τους ορκίζονται οι γιατροί πως έγινε παν το ανθρωπίνως δυνατόν; -εκείνοι πάντα θα αναρωτιούνται αν θα μπορούσε κάπως να έχει αποφευχθεί η χειρότερη στιγμή.
«Γιατί ;» ουρλιάζεις σαν τον λύκο μες στη νύχτα. «Διότι έτσι» σου απαντάει το σύμπαν.
Ολόκληρο το είναι σου – εννοεί το σύμπαν – και οι κόποι και οι ελπίδες και οι απολαύσεις και οι συμφορές σου ζυγίζουν απειράκις λιγότερο από έναν κόκκο άμμου. Το εκφράζει με εξαιρετική διαύγεια ο Νίκος Εγγονόπουλος. « …Ετς’ είναι η ζωή, απλούστατα… Ολες τούτες τις μούτες, τις χειρονομίες, τα σκουξίματα, σαν όλους- φευ – τους ανθρώπους γύρω μας τις κάναμε ασάλευτοι στο χείλος της μαύρης τρούπας που έχασκε μπροστά μας από την πρώτη μέρα που είδαμε το φως. Της μαύρης τρούπας του τάφου μας, Γρηγόρη…».
Ο,τι είπε ο Αντώνης Σαμαράς ξεπροβοδίζοντας τη Λένα του -εκφράζοντας ασφαλώς και το αίσθημα της μητέρας της – αποτελείτο απαύγασμα της νεκρώσιμης ακολουθίας του Ιωάννη Δαμασκηνού που είχε μόλις προηγηθεί . Δεν καταράστηκε τη μοίρα. Δεν παραπονέθηκε καν. Ευχαρίστησε αντιθέτως τον Θεό για το δώρο που τους έκανε. Κι ας τους το πήρε τόσο πρόωρα πίσω.
Το να βαδίζεις αγέρωχος προς το ξόδι , να σφίγγεις μάλιστα τα χέρια όσων έχουν έρθει να σου συμπαρασταθούν απαιτεί υπεράνθρωπο σχεδόν κουράγιο. Το να μιλήσεις έτσι προϋποθέτει βαθιά πίστη.
Δεν αναζήτησε ο Σαμαράς τον Θεό ως σανίδα σωτηρίας όταν κεραυνοβολήθηκε. Τον έφερε – είναι φανερό – ανέκαθεν μέσα του. Τον αισθανόταν πάντοτε παρόντα, σύντροφο και αρωγό του. Του αναγνώριζε τον τελευταίο λόγο, ακόμα και αν ήταν ο σκληρότερος δυνατός.
Εγώ, που ρέπω προς τον αγνωστικισμό, την απομυθοποίηση, που με αρέσει να βγάζω γλώσσα στα όσια και στα ιερά, υποκλίνομαι εμπρός στην ουσία της πίστης. Τη θεωρώ τεράστια τύχη. Να αναφέρεσαι στον σταυρωμένο Ιησού, στη μελανειμονούσα Παναγία σου χαρίζει έρμα και νόημα. Ακόμα κι όταν μπλέκεται εντός σου με τις πιο υλικές επιθυμίες και φιλοδοξίες.
Ακόμα – και μακάρι – αν πηγαίνει αντάμα με τον ορθολογισμό και την επιστημοσύνη.
Τι είμαστε εξάλλου αν όχι κινούμενες αντιφάσεις;
Κεντρικό πρόσωπο στην κηδεία είναι εκείνος που λείπει.
Δεν ξέρεις καν αν πρέπει να τον λυπηθείς – έχασε κάτι;
Κέρδισε κάτι ωραιότερο; Αφανίστηκε οριστικά, επέστρεψε στην ανυπαρξία που τίποτα απολύτως δεν την αφορά; Το βλέμμα σου φεύγει απ’ το φέρετρο και στέκει στους χαροκαμένους. Χωρούν λόγια ουσιαστικής παρηγοριάς;
Μόνο, νομίζω, μία υπενθύμιση. Ότι ο χρόνος είναι έννοια σχετική. Η μοίρα δε όλων μας κοινή.
*Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας.