Το 2012, όταν το ΑΕΠ είχε μειωθεί κατά 7,1% σε ετήσια βάση και η χώρα βρισκόταν σε βαθιά ύφεση, η μέση τιμή για ένα λίτρο φρέσκου γάλακτος στην Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat 1,28 ευρώ, η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ 18 κρατών-μελών της Ε.Ε., μετά την Ιταλία και την Κύπρο. Την ίδια χρονιά, η μέση τιμή για ένα κιλό ρύζι ήταν 2,98 ευρώ, η τρίτη υψηλότερη μετά το Ηνωμένο Βασίλειο που ακόμη ανήκε στην Ε.Ε. και το Λουξεμβούργο, ενώ ένα κιλό γιαούρτι κόστιζε 3,26 ευρώ, τιμή που ήταν η δεύτερη υψηλότερη μετά την Κύπρο, και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι βασική παραγωγός του εν λόγω προϊόντος, το οποίο αποτελεί και ένα από τα ισχυρά εξαγωγικά της «όπλα».
Κάτι ανάλογο συνέβη, σημειωτέον, με βασικά προϊόντα ατομικής υγιεινής και άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού και έτσι επίσης το 2012 η Ελλάδα φιγουράριζε στην πρώτη θέση μεταξύ 18 κρατών-μελών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την ακριβότερη τιμή στην οδοντόκρεμα και στο χαρτί υγείας.
Αν και από το 2013 η χώρα μπήκε στο πρίσμα του αρνητικού πληθωρισμού, οι τιμές στα τρόφιμα που αποτελούν περίπου το 25% του δείκτη τιμών καταναλωτή εξακολούθησαν να αυξάνονται οριακά, με τις όποιες μειώσεις να είναι μικρές, αποτέλεσμα τόσο της κάμψης της ζήτησης όσο κυρίως της μείωσης ορισμένων συντελεστών κόστους παραγωγής, όπως ήταν βεβαίως και το εργατικό κόστος. Μειώσεις των οποίων η επίπτωση ήταν μικρή στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, δεδομένου ότι την ίδια ώρα τα διαθέσιμα εισοδήματα συρρικνώνονταν στο πλαίσιο των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας.
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι από τον Σεπτέμβριο του 2008, χρονιά κατά την οποία υπήρχαν επίσης σε διεθνές επίπεδο πληθωριστικές πιέσεις, έως και τον Ιούνιο του 2013 το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα στην κατηγορία των τροφίμων ήταν υψηλότερο από αυτό της Ευρωζώνης από 0,4 έως 4,7 μονάδες.
Τι συμβαίνει με την τελευταία πληθωριστική κρίση, αυτή που ξεκίνησε μετά την επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας το 2021 με βασική αιτία τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και επιδεινώθηκε το 2022 με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία; Τα αντανακλαστικά αποδείχθηκαν πολύ… γρήγορα στην Ελλάδα, καθώς ήδη από τον Ιούνιο του 2021 ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρωζώνη (1,2% έναντι 0,1%), τάση που συνεχίστηκε μέχρι και τον Αύγουστο του 2022 (13,2% στην Ελλάδα έναντι 12,7% στην Ευρωζώνη) για να εμφανιστεί ξανά από το φετινό καλοκαίρι, και τον Ιούλιο να έχουμε πληθωρισμό τροφίμων στην Ελλάδα 13% έναντι 11% στην Ευρωζώνη και τον Αύγουστο 10,8% και 10,2% αντιστοίχως.
Το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, αλλά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων είναι αυτό ακριβώς που δημιουργεί τις συνθήκες ακρίβειας.
«Αν παρατηρήσουμε την εξέλιξη του γενικού δείκτη τιμών τροφίμων από το 2005 έως σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτά τα 18 χρόνια οι τιμές στη χώρα μας αυξήθηκαν συνολικά κατά 55,5% (μέση ετήσια αύξηση 2,48%) ενώ στην Ε.Ε. κατά 76,3% (μέση ετήσια αύξηση 3,2%).
Μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι με την εξέλιξη αυτή; Ασφαλώς όχι, διότι το μέσο εισόδημα του Ελληνα παραμένει χαμηλότερο από αυτό του Ευρωπαίου πολίτη. Δυστυχώς, όμως, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές είναι λίγο-πολύ διεθνοποιημένοι, και η μικρότερη αύξηση των ελληνικών τιμών δείχνει ότι η ελληνική βιομηχανία και το λιανεμπόριο διαχρονικά απορροφούν μέρος των αυξήσεων που στην Ε.Ε. περνούν στην κατανάλωση», επισήμανε μιλώντας στην «Καθημερινή» της Κυριακής ο κ. Αριστοτέλης Παντελιάδης, επικεφαλής της Metro AEBE (Mymarket, Metro Cash & Carry) και πρόεδρος της νεοσύστατης Ενωσης Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
πηγη moneyreview.gr