Η τελευταία ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό διέλυσε τις όποιες αυταπάτες είχαν απομείνει. Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία εξαιρετικά σοβαρή απειλή: η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις πέρα από τις επιπτώσεις που έχουν στην καθημερινότητα των πολιτών, ναρκοθετούν τη δυνατότητα της ανάκαμψης ύστερα από μια μακρά περίοδο δυσκολιών και κρίσεων. Στην περιγραφή του φαινομένου θεωρητικά θα έπρεπε να συμφωνούμε όλοι, καθώς είναι τόσο σαφή τα δεδομένα και τόσο ηχηρή η φωνή των παραγωγικών τάξεων ότι δεν πάει άλλο.
Παρόλα αυτά, κάποιοι επιμένουν να αρνούνται την πραγματικότητα. Η πρόσφατη συνέντευξη του πρωθυπουργού κινήθηκε στο γνωστό κλίμα των καθησυχαστικών διαβεβαιώσεων ότι σύντομα όλα θα είναι καλύτερα. Ήταν κάτι σαν εκείνο το «τελευταίο μίλι» της πανδημίας. Η επιλογή του πρωθυπουργού σχετίζεται με τον τρόπο που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την ακρίβεια: προσδοκώντας ότι αυτή θα υποχωρήσει από μόνη της, περίπου ως φυσικό φαινόμενο, αρνείται να πάρει αποφασιστικά μέτρα. Στη σοβαρή του διάσταση, το κύριο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι η λήψη μέτρων δεν θα έχει αποτέλεσμα και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επιβάλουν να περιμένουμε με την ελπίδα ότι όντως είμαστε στο τελευταίο μίλι.
Είναι μια αναποτελεσματική και επικίνδυνη επιλογή. Βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε ακριβώς επειδή εδώ και μήνες η κυβέρνηση πορεύεται με το δόγμα της αδράνειας αναμένοντας καλύτερες μέρες. Αυτή τη στιγμή δυστυχώς δεν υπάρχει καμία έγκυρη εκτίμηση ότι η ακρίβεια θα υποχωρήσει τους επόμενους μήνες. Σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα διαφαίνεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει κρίσιμη για καιρό. Αν προσθέσουμε και τον παράγοντα του απρόβλεπτου -όπως στην περιφερειακή σύγκρουση στην Ουκρανία- τότε η εικόνα περιπλέκεται και άλλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αδράνεια κοστίζει και θα συνεχίσει να κοστίζει.
Το επιχείρημα για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς είναι πιο σοβαρό- όταν βέβαια δεν το εκφράζουν κυβερνητικοί παράγοντες που όλο το προηγούμενο διάστημα στήριξαν φοροελαφρύνσεις στα μεγάλα εισοδήματα και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία. Κανείς προφανώς δεν ζει στη χώρα του μαγικού λεφτόδεντρου. Την ίδια στιγμή όμως, έχουμε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που απαιτεί δραστικά μέτρα και παρεμβάσεις προκειμένου να μη μετατραπεί σε βαθιά κρίση που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε επαχθείς καταναγκασμούς. Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό. Η κυβέρνηση Μακρόν προχώρησε σε επιβολή περιορισμών στο ύψος των αυξήσεων στα τιμολόγια και σε κεφαλαιακή ενίσχυση του, υπό κρατικό έλεγχο, ενεργειακού κολοσσού EDF. Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον πρόεδρο Μακρόν για σοσιαλ-μανία, πρέπει όμως να καταγράψουμε την ανάγκη για αντιμετώπιση έκτακτων συνθηκών με έκτακτα μέτρα.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία εκκινεί από αυτή ακριβώς την λογική. Αν έπρεπε να κωδικοποιήσω την πρότασή μας θα έλεγα ότι θέλουμε να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του: με την πάταξη της κερδοσκοπίας στη χονδρεμπορική αγορά του ρεύματος, με τη μείωση των φόρων κατανάλωσης στην ενέργεια, με την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ασθενέστερων μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού και με την ελάφρυνση των μικρομεσαίων με την αποφασιστική ρύθμιση των χρεών της πανδημίας. Είναι μια πρόταση που συνιστά επένδυση στην αντοχή της ελληνικής οικονομίας: αν δεν επενδύσουμε σήμερα σε αυτήν και περιμένουμε παθητικά, το κόστος στο άμεσο μέλλον (και εν τέλει όπως ξέρουμε και το δημοσιονομικό κόστος) θα είναι πολλαπλάσιο.
Η ακρίβεια -όπως και η πανδημία- μας υπενθυμίζει με σκληρό τρόπο την σημασία των πολιτικών επιλογών. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ειδικά το επιτελείο του πρωθυπουργού προέρχεται από μια παράδοση, ιδεολογική και κοινωνική, αποθέωσης της αυτορρύθμισης της αγοράς, δυσπιστίας για κάθε τι το δημόσιο, αποστροφής για την κρατική και κοινωνική παρέμβαση. Δεν είναι μια λογική δίχως αντιφάσεις- αυτή τη στιγμή η επιλογή της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος (που κατά τα άλλα δεν υπάρχει) με απευθείας αναθέσεις, υπογραμμίζει τα όρια ενός κρατικοδίαιτου μοντέλου που την ίδια ώρα που απομυζά το δημόσιο ταμείο ομνύει στα νάματα του νεοφιλελευθερισμού.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από την άλλη, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη σύγχρονη παγκόσμια συζήτηση για τη νέα εποχή των δημόσιων πολιτικών με στόχο την άρση των ανισοτήτων και τη μακροπρόθεσμη θωράκιση των κοινωνιών μας. Εμείς δεν αναμένουμε κάποιο αόρατο χέρι της αγοράς να εξαϋλώσει την ακρίβεια. Την αντιμετωπίζουμε ως μια απειλή που απαιτεί από την πλευρά του Κράτους σχέδιο για την αξιοποίηση κάθε υπαρκτής δυνατότητας και την υιοθέτηση πολιτικών που παράγουν αποτέλεσμα (όπως οι χώρες που μείωσαν ήδη έμμεσους φόρους στην ενέργεια και αύξησαν τον κατώτατο μισθό).
Η ακρίβεια δεν είναι νομοτέλεια. Υπάρχει διέξοδος. Αλλά αυτή απαιτεί την κατανόηση της πραγματικότητας, την αξιολόγηση του κινδύνου και εν τέλει ένα εκτεταμένο και κοστολογημένο πλέγμα μέτρων που δεν θα επιδοτούν την ανεξέλεγκτη λειτουργία των αγορών, αλλά θα καταπολεμούν την ακρίβεια αποφασιστικά.
—
Αλέξης Χαρίτσης
Βουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ν. Μεσσηνίας
Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων της Κ.Ο. ΣΥ.ΡΙΖ.Α