Όταν η τραπεζική κρίση χτύπησε την πόρτα των ΗΠΑ με την κατάρρευση της Silicon Valley, πριν μετακομίσει στην Ευρώπη με τη διάσωση την τελευταία στιγμή της Credit Suisse, ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί είχε προειδοποιήσει ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας, ενώ ο CEO της JP Morgan διερρήγνυε τα ιμάτια του ότι δεν ζούμε ένα νέο 2008.
Η First Republic, που σήμερα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, δικαιώνει τον πρώτο και κατακεραυνώνει τον δεύτερο. Η μετοχή της τράπεζας, που απευθύνεται σε μια σχετικά ευκατάστατη πελατεία στις δύο ακτές των ΗΠΑ, συνέχισε και σήμερα την κατρακύλα της, μετά τη βουτιά 50% που έκανε το βράδυ της Τρίτης, και ενώ έχει ήδη χάσει το ήμισυ της αξίας της. Oι συνολικές απώλειες της, δηλαδή, για τη φετινή χρονιά ξεπερνούν πλέον το 90%.
Εκροή καταθέσεων
Αυτή η ελεύθερη πτώση ακολούθησε την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της, που αποκάλυψαν χειρότερη από την αναμενόμενη εκροή καταθέσεων ύψους 100 δισ. δολαρίων κατά τη διάρκεια της τραπεζικής αναταραχής του Μαρτίου.
«Είδαμε μία απροσδόκητο εκροή καταθέσεων. Αλλά η δραστηριότητα στις καταθέσεις έχει εξισορροπηθεί από το τέλος Μαρτίου», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Μάικλ Ρόφλερ, προσθέτοντας ότι από το τέλος Μαρτίου μέχρι τις 21 Απριλίου οι καταθέσεις μειώθηκαν μόλις κατά 1,7%, κάτι που αποδίδεται στην εκταμίευση χρημάτων για την πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων των πελατών. Η κερδοφορία της τράπεζας έπεσε κατά 33% το πρώτο τρίμηνο του έτους, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
Η μικρή τράπεζα, που θεωρείται ήδη από όλους το επόμενο θύμα της τραπεζικής κρίσης, προσπαθεί τώρα, σύμφωνα με το Bloomberg, να πουλήσει assets αξίας άνω των 100 δισ. δολαρίων για να στηρίξει τα οικονομικά της. Οι πωλήσεις αυτές θα βοηθούσαν να μειωθεί η αναντιστοιχία μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού της τράπεζας. Οι πιθανοί αγοραστές των assets αυτών θα μπορούσαν να λάβουν warrants ή προνομιούχες μετοχές ως κίνητρο για την αγορά τους υψηλότερα από την αγοραία αξία τους, εξηγούν οι ίδιες πηγές.
Προσπάθειες διάσωσης
Η τράπεζα της Καλιφόρνια επιχειρεί να ενισχύσει τον ισολογισμό της, ώστε να μη δημευθεί από τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance) και να ανοίξει τον δρόμο για ενδεχόμενη αύξηση κεφαλαίου.
Η First Republic σκοπεύει μάλιστα να ζητήσει από άλλες μεγάλες τράπεζες περισσότερη βοήθεια μετά την παροχή στην τράπεζα από μια ομάδα 11 κορυφαίων τραπεζών των ΗΠΑ μιας εισροής μετρητών ύψους 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον περασμένο μήνα, μετέδωσε το CNBC. Οι ρυθμιστικές αρχές στην Ουάσιγκτον εργάζονται επίσης πάνω σε ένα σχέδιο για να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της τράπεζας, έγραψαν από την πλευρά τους οι Financial Times.
Σε μια ακόμα προσπάθεια να μειώσει τα κόστη της η First Republic Bank ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε μείωση του προσωπικού της κατά 20-25%. Οι ανησυχίες ωστόσο στις διεθνείς αγορές, που φοβούνται μια διευρυμένη τραπεζική κρίση είναι έντονες.
Η στάση του Λευκού Οίκου
Κληθείς να σχολιάσει την κρίση εμπιστοσύνης στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, ο Λευκός Οίκος είπε ότι δεν πρόκειται να μιλήσει για συγκεκριμένες τράπεζες, αλλά πρόσθεσε πως θα πρέπει να είναι όλοι βέβαιοι ότι οι ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν στενά την κατάσταση και αν χρειαστεί θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
Να θυμίσουμε ότι οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ είχαν συμφωνήσει να τοποθετήσουν καταθέσεις 30 δισ. δολαρίων στην τράπεζα, σε μία προσπάθεια να σταματήσουν την εξάπλωση του πανικού. Αυτό, όπως φαίνεται, δεν καθησύχασε τους πελάτες της First Republic.
Μέχρι πρόσφατα, η First Republic ήταν η αγαπημένη της Wall Street, όπως γράφει άρθρο των New York Times. Ιδρύθηκε το 1985 από τον Τζιμ Χέρμπερτ, ο οποίος εξακολουθεί να είναι ο εκτελεστικός πρόεδρος της τράπεζας στα 78 του χρόνια.
Η ανατομία της First Republic
Η τράπεζα διακρίθηκε προσφέροντας σε πλούσιους πελάτες ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία όμως δεν μπορούν να πουληθούν στους γίγαντες στεγαστικών δανείων Fannie Mae και Freddie Mac που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση. Ο Χέρμπερτ διαφημίζει με συνέπεια το επιχειρηματικό μοντέλο της First Republic ως υγιές, επειδή οι δανειολήπτες της είχαν πάντα καλά πιστωτικά αρχεία.
Το 2007, η Merrill Lynch πλήρωσε 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια για να εξαγοράσει την τράπεζα, αλλά η ιδιοκτησία της κράτησε μόνο τρία χρόνια. Ο Χέρμπερτ, με τη βοήθεια άλλων επενδυτών, αγόρασε την τράπεζα πίσω μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Διαβάστε την συνέχεια στο in.gr