Τετάρτη
20
Νοέμβριος
TOP

Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;

Φαίνεται πως έπεσαν οι μάσκες. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διέγραψε τον Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία ύστερα από συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού στο «Βήμα της Κυριακής» 17.11.2024, όπου μεταξύ άλλων ο κ. Σαμαράς εξέθεσε αναλυτικά το χάος που χωρίζει τον ίδιο και μεγάλη μερίδα κόσμου από τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά αλλά και σε σειρά θεμάτων της εσωτερικής πολιτικής.

Είναι φανερό ότι η δεύτερη τετραετία της Νέας Δημοκρατίας, μετά το «αχαλίνωτο» 41% του 2023, είναι τετραετία κρίσιμων εθνικών επιλογών. Σε πρώτη φάση, η αλλαγή πλεύσης συντελέστηκε ευθέως με την επιλογή του Γιώργου Γεραπετρίτη στη θέση του Νίκου Δένδια στην ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατόπιν, μία σειρά ενεργειών και δηλώσεων κατέδειξαν την πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με την Τουρκία. Γενικός στόχος της επικοινωνίας λέγεται ότι είναι η διατήρηση ενός «καλού κλίματος» και κάποιων «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο.

Για ποια Τουρκία μιλάμε όμως εδώ;

Για την Τουρκία της πτώχευσης του 2001, που με κατεβασμένα αυτιά είχε δει την «ευρωπαϊκή της προοπτική» ως μοναδική σανίδα σωτηρίας;

Για την Τουρκία της «επανεκκίνησης» Ερντογάν από το 2002 μέχρι το 2016;

Ή μήπως μιλάμε για τη μετά το 2016 Τουρκία;

Τη χώρα που ύστερα από το υποτιθέμενο αντιερντογανικό πραξικόπημα έστρεψε (μάλλον οριστικά) προς έναν ακραίο ισλαμιστικό εθνικισμό που διώκει και φυλακίζει κάθε αντίθετη φωνή στο εσωτερικό και παράλληλα απειλεί γείτονες με πόλεμο, αμφισβητεί κάθε θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και επιθυμεί το «δίκαιο μοίρασμα» του Αιγαίου;

Μάλλον μιλάμε για την τελευταία Τουρκία.

Σε αυτό λοιπόν το χρονικό πλαίσιο και μάλιστα σε εποχή έξαρσης του αναθεωρητισμού εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να ξεκινήσει συνομιλίες με τους γείτονες.

«…Θεωρώ ότι το φέρω κάθε μέρα. Και η απάντηση, κύριε Τσίμα, είναι η ακόλουθη. Όταν εγώ ανέλαβα το Υπουργείο Εξωτερικών, όλες οι εισηγήσεις, ακόμη και από τους φίλους μου, από τους δικούς μου ανθρώπους, ήταν να μην ασχοληθώ με τα ελληνοτουρκικά και να μην ασχοληθώ και με το Κυπριακό. Γιατί, κύριε Τσίμα; Διότι στην περίπτωση αυτή μόνο να χάσεις έχεις και όχι να κερδίσεις, ως άνθρωπος. Από την άλλη πλευρά, εγώ θέλω να σας πω ότι αισθάνομαι ένα χρέος, ένα ηθικό χρέος, απέναντι στους Έλληνες πολίτες τα θέματα αυτά να μπορέσουμε να τα αγγίξουμε επιτέλους. Ήδη, για το Κυπριακό είχαμε μία μεγάλη εξέλιξη. Και θέλω να πω τη μεγάλη μου ικανοποίηση ότι για 15 μήνες έχουμε αναλώσει στο Υπουργείο Εξωτερικών τεράστια προσπάθεια για να μπορέσουμε να φέρουμε στο τραπέζι τη συζήτηση στους Τουρκοκυπρίους και να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις. Κάτι που πριν από ενάμισυ χρόνο φαινόταν απολύτως αδύνατο, κύριε Τσίμα. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη που δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκην συνθήκες αισιοδοξίας ότι θα λυθεί το ζήτημα, όμως που συνιστά μία σοβαρή αναβάθμιση σε ό,τι αφορά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Και να σας πω και κάτι. Αν είναι να αφήσω μία μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μου για τις επόμενες γενιές, να είναι μία γειτονιά η οποία θα είναι ήρεμη, μία Ελλάδα της αυτοπεποίθησης, της σταθερότητας, της υπερηφάνειας, ας χαρακτηριστώ και μειοδότης».

Η ερώτηση είναι γιατί λοιπόν να χαρακτηριστεί μειοδότης ένας υπουργός που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, θα αφήσει μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα του και τις επόμενες γενιές;

Περίεργα πράγματα θα έλεγε κανείς.

Για να συνεχίσουμε την προσέγγιση του θέματος με βάση πάντα δεδομένα και όχι συμπάθειες, πρέπει να δούμε και ένα δεύτερο κρίσιμο γεγονός των ημερών. Την παραίτηση στις 15 Νοεμβρίου 2024 του Α΄ Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβεως κ. Ρούσσου Κούνδουρου.

Ο πρέσβυς κ. Κούνδουρος σημειώνει αναλυτικά στην επιστολή του:

″Αναφερόμενος στην παράλειψη του υπογράφοντος, Α′ Γεν. Δ/ντή, από την σύνθεση της ελληνικής αντιπροσωπείας κατά την συνάντηση Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος – Τουρκίας (8 τρέχοντος), σε αναντιστοιχία με σύνθεση τουρκικής, παράλειψη επί πλέον ειδοποίησης για όποια τυχόν σύσκεψη προετοιμασίας ή μετά ταύτα ενημέρωσης, για λόγους υπηρεσιακής τάξης και προσωπικής ευθιξίας, σας υποβάλλω την παραίτησή μου από την Υπηρεσία.

Ως προς εξέλιξη σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας, σημειωτέον, απόψεις υπογράφοντος υπεβλήθησαν εκ καθήκοντος εγγράφως, πριν από την ανωτέρω συνάντηση.

Χάριν της γενικότερης εικόνας, προσθέτω ότι δεν εδόθη συνέχεια σε σειρά σοβαρών, κατά κρίση υπογράφοντος, ζητημάτων ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων, οποία υπεβλήθησαν εγγράφως (δείτε αλληλογραφία Α′ Γεν. Δνσης). Συγκρατώ και την έλλειψη ενημέρωσης ή ολοκληρωμένης συζήτησης με υπογράφοντα ως προς χειρισμούς ή διαμόρφωση πλαισίου επί άλλων σημαντικών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, ευθέως αφορώντων την Α′ Γεν. Δ/νση.

Υπό το φως των ανωτέρω, καθίσταται προβληματική άσκηση των καθηκόντων του Α′ Γεν. Δ/ντή, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας με ομολόγους μου τρίτων χωρών, οποίοι υποβάλλουν ευλόγως ερωτήσεις για το ένα ή το άλλο ζήτημα.

Ο Α΄ Γενικός Διευθυντής

Ρούσος Κούνδουρος

Πρέσβυς”

Την παραίτηση Κούνδουρου ακολούθησε διαρροή κύκλων του Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι σχολίασαν ότι ενόψει της συνταξιοδότησής του, λόγω της συμπλήρωσης του εκ του Συντάγματος ανώτατου ηλικιακού ορίου στα τέλη του 2024, είχε δρομολογηθεί η αντικατάσταση του κ. Κούνδουρου από το νυν διευθυντή της Διεύθυνσης Ελληνοτουρκικών, πρέσβυ κ. Ανδρέα Φρυγανά.

Ο κ. Φρυγανάς συμμετείχε στην τελευταία συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη και του Τούρκου ομολόγου του, Χ. Φιντάν.

Κατόπιν των ανωτέρω, λοιπόν, καθίσταται σαφέστατο ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».

Η παραίτηση ενός πρέσβεως από τόσο νευραλγική θέση, με δεδηλωμένη μάλιστα την έγγραφη αντίθεσή του στους χειρισμούς του υπουργείου, μαρτυρά του λόγου το αληθές.

Ας μιλήσουμε όμως καθαρά. Ποιος είναι εν τέλει ο κίνδυνος που υπηρεσιακοί παράγοντες όπως ο κ. Κούνδουρος, πολιτικοί όπως ο κ. Σαμαράς αλλά και μερικά εκατομμύρια απλών Ελλήνων φοβούνται;

Δεν είναι άλλος από τη φινλανδοποίηση της Ελλάδας.

Ως γνωστόν, η «φινλανδοποίηση» είναι όρος στη διεθνή πολιτική σκηνή που περιγράφει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Φινλανδία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συνίσταται στη διατήρηση, ύστερα από ακρωτηριασμό, της εδαφικής ανεξαρτησίας της χώρας, αλλά με το βαρύτατο τίμημα την πειθήνια στάση της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Μετά από μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ των Φινλανδίας και Ρωσίας/Σοβιετικής Ένωσης στο πρώτο μισό του αιώνα, η μεταπολεμική φινλανδική κυβέρνηση του Juho Kusti Paasikivi ακολούθησε μία πολιτική ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μέσα από ένα πλέγμα συμφώνων συνεργασίας, καθώς και μέσω της σύναψης προνομιακών οικονομικών σχέσεων, οδήγησε στο συντονισμό της εξωτερικής και εν μέρει της εσωτερικής πολιτικής της Φινλανδίας βάσει των απαιτήσεων της Σοβιετικής Ένωσης. Πρακτικά η Φινλανδία δεν μπορούσε να προβεί στην παραμικρή κίνηση στην εξωτερική της πολιτική η οποία να ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ισχυρού γείτονά της.

Στα καθ’ ημάς, φαίνεται ότι στην κεντρική γραμμή της κυβέρνησης έχει προ πολλού επικρατήσει η άποψη της… «ελεύθερης συζήτησης». Τι όμως κέρδισε η χώρα μας από την περίοδο των «ήρεμων νερών» μέχρι σήμερα; Απολύτως τίποτα. Μάλιστα, η κατά την προηγούμενη τετραετία διεθνής εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης για αποτροπή της πώλησης των αμερικανικών F-16 στην Τουρκία πλέον κατέστη κενή περιεχομένου.

Τα κείμενα του Μπομπ Μενέντεζ και του Μάρκο Ρούμπιο προς αποτροπή της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν έχουν πια καμία αξία, καθώς η ίδια η Ελλάδα υπέγραψε στις 7 Δεκεμβρίου 2023 με την Τουρκία τη «Συμφωνία των Αθηνών» περί φιλίας και καλής γειτονίας.

Ένα χρόνο αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεμπλόκαραν τη διαδικασία πώλησης μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, η οποία παράλληλα συζητά την απόκτηση και μαχητικών Eurofighter από τη Γερμανία.

Παράλληλα, η Τουρκία μιλά καθημερινά σχεδόν για λύση δύο κρατών στην Κύπρο, για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και όχι μόνο. Αυτά όμως, όπως φαίνεται, δεν ήρκεσαν για να αποτρέψουν τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Κύπριο πρόεδρο από το να πιουν καφέ με τον Τούρκο πρόεδρο και τον Αλβανό πρωθυπουργό στο περιθώριο της πρόσφατης (07.11.2024) Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στη Βουδαπέστη.

Αν μάλιστα κάποιος θέλει να δει και την άλλη όψη του νομίσματος, την πιο εθνικά επωφελή εκ μέρους της κυβέρνησης, η ίδια η κυβερνητική εξωτερική πολιτική δεν τον βοηθάει και πάλι.

Και εξηγούμαι.

Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι μια ενδεχόμενη συμφωνία για το ένα θέμα της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (και όχι για τον ατελείωτο κατάλογο θεμάτων που θέτει η Άγκυρα) καθίστατο εφικτή μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί άλλες ενέργειες.

Κορυφαία ενέργεια εξ αυτών θα έπρεπε να ήταν οπωσδήποτε η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και φυσικά στο όριο της μέσης γραμμής όπου η απόσταση δεν επιτρέπει την παραπάνω επέκταση.

Τα ερωτήματα είναι πολλά, ενώ ακόμα βρίσκεται στο τραπέζι το περίφημο casus belli της Τουρκίας σε περίπτωση επέκτασης χωρικών υδάτων από την Ελλάδα.

Περαιτέρω, η κριτική του Αντώνη Σαμαρά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν περιορίστηκε στην εξωτερική πολιτική, αλλά επεκτάθηκε και σε κρίσιμα εσωτερικά θέματα. Κεντρικό ρόλο σε αυτά έχει η έντονη ακρίβεια που επιμένει και που η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιμετωπίσει, γεγονός που μειώνει τα εισοδήματα των πολιτών και αυξάνει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Παράλληλα, η στοχοποίηση των ελεύθερων επαγγελματιών, που κάποτε αποτελούσαν προνομιακό εκλογικό κοινό της ΝΔ, έχει αποτελέσει μεγάλο αγκάθι.

Όμως, ο κ. Σαμαράς δεν δίστασε να μιλήσει και για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, τη woke agenda. Μέχρι πρόσφατα η κυβέρνηση – με κορωνίδα την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια – είχε αποτελέσει έναν διαπρύσιο κήρυκα της ιδεολογίας της ουδετεροποίησης των φύλων.

Ωστόσο, αμέσως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ ο κ. Μητσοτάκης, σε δημόσια συζήτησή του με τον Γάλλο συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, έσπευσε να αποκηρύξει μετά βδελυγμίας τη woke agenda και τις υπερβολές της, σημειώνοντας μάλιστα ότι τέτοια ατζέντα δεν υπάρχει στην Ελλάδα και πως ο ίδιος δεν θα ήθελε να υπάρξει ποτέ!

Η τακτική της διαγραφής και… περιφρόνησης κάθε αντίθετης φωνής, όμως, που με δεδομένα, λογική και επιχειρήματα ασκεί κριτική, σίγουρα δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στην πατρίδα.

Ας ελπίσουμε, τώρα που έφυγαν οι ενοχλητικοί… «βάρβαροι», το καράβι ν’ αλλάξει γραμμή πλεύσης πριν να είναι πολύ αργά.

Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί ν’ αλλάξει καπετάνιο.