Παρασκευή
29
Μάρτιος
TOP

Κακοποίηση παιδιών: Λιγότερες οι καταγγελίες από τα πραγματικά περιστατικά

Ενα πεντάχρονο που παίζει μόνο του στον δρόμο. Ενα παιδί που είναι πάντα βρώμικο. Ενα παιδί που χτυπάει συχνά και έχει μώλωπες. Ολα τα παραπάνω είναι πιθανές ενδείξεις παραμέλησης και κακοποίησης. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν δεν κάνουμε το πρώτο βήμα, αν δεν απευθυνθούμε σε κάποιον που ξέρει και μπορεί να «δει» καλύτερα τι συμβαίνει. Στην Ελλάδα οι καταγγελίες για παραμέληση αλλά και κακοποίηση ανηλίκου είναι λίγες σε σχέση με τα πραγματικά περισταστικά. Και μάλιστα μόνο μία στις δέκα κατατίθεται επωνύμως.

Την ίδια στιγμή, με βάση τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο για την Υγεία του Παιδιού (2013), το 76,3% των παιδιών που έλαβαν μέρος από την Ελλάδα είχε υποστεί σωματική βία κάποια στιγμή στη ζωή του (η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε εννέα χώρες των Βαλκανίων και έλαβαν μέρος 63.250 παιδιά – το 2%-5% όλου του παιδικού πληθυσμού σε αυτές τις χώρες). Παράλληλα, το 83,1% είχε υποστεί ψυχολογική βία και το 15,8% σεξουαλική βία. Αξίζει να τονιστεί ότι ως σωματική βία νοείται και οποιουδήποτε είδους σωματική τιμωρία, σύμφωνα με τον ορισμό της UNICEF.

«Η κακοποίηση των παιδιών συμβαίνει μέσα στο σπίτι τους», δηλώνει η υπεύθυνη στρατηγικού σχεδιασμού στο EΛΙΖΑ (Εταιρεία Κατά της Κακοποίησης του Παιδιού) κ. Βάνα Μαρκετάκη. Ακόμα περισσότερο, οι μόνοι που μπορούν να σώσουν αυτά τα παιδιά είναι οι γείτονες, οι φίλοι και οι συγγενείς. «Οταν μια μάνα καταγγέλλει τον πατέρα για κακοποίηση ή το αντίστροφο, τις περισσότερες φορές η καταγγελία είναι ψεύτικη, στο πλαίσιο της αντιδικίας των γονιών ή στο πλαίσιο ενός διαζυγίου», προσθέτει.

Το πρώτο βήμα είναι απαραίτητο και «καλύτερα να γίνει και να αποδειχθεί ότι ήταν λάθος, παρά το αντίθετο», σύμφωνα με το ΕΛΙΖΑ. Αυτός είναι και ο λόγος που από την 1η Ιουλίου η εταιρεία έθεσε σε λειτουργία μια νέα γραμμή επικοινωνίας, το 10454, για να υποστηρίξει ψυχολογικά και να καθοδηγήσει όλους τους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν με παιδιά, κυρίως λόγω της επαγγελματικής θέσης τους, εκπαιδευτικούς, γιατρούς, νοσηλευτές, φροντιστές, βρεφονηπιαγωγούς, αλλά και προπονητές και ομαδάρχες σε κατασκήνωση, και βρίσκονται μπροστά σε ένα ενδεχόμενο περιστατικό κακοποίησης. Ποια είναι τα σημάδια που πρέπει κάποιος να αναζητήσει; Υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ή υπερβάλλον άγχος; Και αν καταγγείλω το γεγονός, τι θα γίνει μετά;

Συχνά οι άνθρωποι που καλούν στο ΕΛΙΖΑ ρωτούν πολλά, όμως τελικά υπαναχωρούν. Αμφιβάλλουν, διστάζουν, φοβούνται ότι θα μπλέξουν. Σε κάποιες περιπτώσεις που η εταιρεία εκτιμά ότι το περιστατικό είναι σοβαρό, επιχειρεί να πείσει αυτούς που το ανέφεραν να προχωρήσουν στην καταγγελία. Αν, παρ’ όλα αυτά, δεν το πράξουν, η ίδια η οργάνωση προχωρεί σε καταγγελία στον εισαγγελέα. «Στο εξωτερικό υπάρχει μια συλλογική συνείδηση σε σχέση με την παιδική προστασία και έτσι πολλοί άνθρωποι εύκολα κάνουν καταγγελία. Στην Ελλάδα δεν το κάνουμε, ακόμα και αν τα σημάδια είναι εμφανή», λέει η κ. Μαρκετάκη.

Μεγάλο πρόβλημα η απουσία στοιχείων

Η απουσία εμπεριστατωμένων στοιχείων για τα περιστατικά παραμέλησης και κακοποίησης παιδιών στην Ελλάδα αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μια πλήρης εικόνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρατηρούνται πολλά περιστατικά όπου ένα παιδί εμφανίζεται επανειλημμένως στο νοσοκομείο με μώλωπες και τελικά επιστρέφει στο σπίτι του χωρίς να υπάρξει παρέμβαση. Η πλατφόρμα CAN-MDS, που αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς της Ε.Ε., είχε στόχο την καταγραφή όλων των περιστατικών κακοποίησης από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, από γιατρούς και νοσηλευτές έως την αστυνομία. Η συνεργασία των υπηρεσιών, τουλάχιστον σε επίπεδο πληροφοριών και στοιχείων για τα περιστατικά, θα παρείχε μια καλύτερη εικόνα για το τι συμβαίνει αλλά θα βοηθούσε και στην ανάπτυξη πολιτικών. Ωστόσο, καθώς η συμμετοχή στη συγκεκριμένη πλατφόρμα δεν είναι υποχρεωτική, τελικά πολύ λίγα στοιχεία συγκεντρώνονται. Επίσης, οι επαγγελματίες στον τομέα της πρόνοιας στην Ελλάδα πολλές φορές δεν παραμένουν για πολύ καιρό στη θέση τους, ενώ συχνά θεωρούν ότι η διαδικασία ηλεκτρονικής καταγραφής αποτελεί μια επιπλέον επιβάρυνση.

Πηγή: kathimerini.gr