Μία δεκαετία συρρίκνωσης του πληθυσμού της χώρας συμπληρώθηκε το 2020, δείχνοντας πως η τάση αυτή μόνο παροδική δεν είναι και τροφοδοτείται από ισχυρούς πληθυσμιακούς και κοινωνικούς παράγοντες με διάρκεια και προοπτική. Το 2011, ένα έτος μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, ήταν η πρώτη χρονιά τις τελευταίες δεκαετίες που οι θάνατοι στην Ελλάδα ξεπέρασαν τις γεννήσεις, κατά 4.671 άτομα. Η τάση αυτή ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια, για να φτάσει το 2020 οι θάνατοι να είναι 46.234 περισσότεροι από τις γεννήσεις! Οι απώλειες 131.839, οι γεννήσεις μόνο 85.605.
Οπωσδήποτε η επίδραση της πανδημίας με τους χιλιάδες θανάτους λόγω κορωνοϊού, τους επιπλέον θανάτους λόγω δυσλειτουργίας του συστήματος υγείας και τις αναβολές της εγκυμοσύνης λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών έπαιξε ρόλο, αλλά όλα δείχνουν πως δεν είναι κάτι συγκυριακό. Εξάλλου το 2019, που δεν υπήρχε πανδημία, ήταν το δεύτερο χειρότερο έτος, με την αρνητική ψαλίδα να ξεπερνάει τις 40.000 θανάτους.
Το αποτέλεσμα είναι το 2020 να κλείσει με τον πληθυσμό της Ελλάδας στα 10.718.000 άτομα, 405.000 κάτω από τον πληθυσμό του 2011, πιο κάτω και από τους κατοίκους του 2001 (είκοσι χρόνια πριν!), που είχαν υπολογιστεί σε 10.836.000.
Πέρα όμως από τη συνολική συρρίκνωση καταγράφεται και αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού, καθώς το 22,3% είναι άνω των 65 ετών (έναντι 6,8% το 1951), ενώ οι μεγαλύτεροι των 85 ετών φτάνουν το 3,5% (έναντι 0,03% το 1951). Ταυτόχρονα, τα παιδιά και οι νέοι μέχρι 14 ετών είναι πλέον μόνο το 14,3% του πληθυσμού, ενώ το 1951 ήταν το 28,3%. «Ετσι, για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω, το δε 2020 οι τελευταίοι είναι κατά 860.000 περισσότεροι από τους νέους 0-14 ετών», σημειώνει ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στη μελέτη του «Δημογραφικές Εξελίξεις και Προκλήσεις», που εκπόνησε για το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ.
Τα ηλικιακά μερίδια στον πληθυσμό, όπως διαμορφώνονται, δημιουργούν δύο συγκεκριμένα αντικειμενικά υπόβαθρα. Αφενός ο αριθμός των γυναικών που θα μπορούσαν να γεννήσουν εάν το επιθυμούν μειώνεται, αφετέρου ο αριθμός των ηλικιωμένων αυξάνεται, με αποτέλεσμα την προοπτική πύκνωσης των θανάτων στο μέλλον, παρά την τάση ενίσχυσης της μακροζωίας τα προηγούμενα έτη.
Η εξέλιξη της Ιατρικής και των συνθηκών ζωής, η μεγάλη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας οδήγησε σε μια θετική εξέλιξη: Το 1956 το 58% των θανάτων αφορούσε άτομα άνω των 65 ετών.
Αυτό σημαίνει πως το 42% των ανθρώπων στην Ελλάδα πέθαιναν νωρίτερα. Το 2019 το 87% όσων πεθαίνουν είναι άνω των 65 ετών. Εχουν περιοριστεί οι πρόωροι θάνατοι. Η αύξηση όμως των ηλικιωμένων ατόμων οδηγεί σε περισσότερους θανάτους ανά έτος.
«Η αύξηση αυτή έχει συμβάλει σε συνδυασμό με τη χαμηλή γονιμότητα στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης, στην ανάδυση μιας μη αναστρέψιμης τάσης που ως τέτοια πρέπει να αξιολογηθεί και να αντιμετωπιστεί», τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.
Οι δημογραφικές τάσεις που αναπτύσσονται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους μελετητές, χαρακτηρίζουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό σχεδόν όλες τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Με αυτή την έννοια στην Ελλάδα δεν γίνεται κάτι το «ξεχωριστό», υπάρχουν όμως ορισμένες αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες.
Οπως σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης, η χώρα μας είχε εντονότερους ρυθμούς αστικοποίησης σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν γνώρισε τη μεταπολεμική «έκρηξη» των γεννήσεων (baby-boom) που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών, ενώ είχε –και έχει ακόμη– ένα πολύ χαμηλό ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου.
«Με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας εντάσσεται στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,30-1,40 παιδιά/γυναίκα), ενώ ταυτόχρονα το ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτερα και στις νεότερες γενεές – γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1975. Είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (κοινό σημείο με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου έως και τις γερμανόφωνες χώρες)», σημειώνει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Στην εξέλιξη του πληθυσμού έπαιξε ρόλο και το μεταναστευτικό ισοζύγιο (είσοδοι – έξοδοι) ανά περίοδο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 το ισοζύγιο ήταν αρνητικό, καθώς κυριαρχούσε η μετανάστευση Ελλήνων προς την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και άλλους προορισμούς.
Μέχρι το 2010 και το βαρύ χτύπημα της κρίσης το ισοζύγιο έγινε θετικό, καθώς υπήρχε επιστροφή Ελλήνων στη χώρα και εισροή μεταναστών. Την περίοδο 2010-2015 το πρόσημο έγινε αρνητικό, με νέο μεταναστευτικό κύμα νέων (ή και μεγαλύτερων) Ελλήνων και φυγή παλαιότερων μεταναστών.
Η οικογενειακή πολιτική
Χωρίς να αποτελεί αποκλειστικό παράγοντα για την αναστροφή της αρνητικής δημογραφικής τάσης, το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο. Οι πόροι που διαθέτει το ελληνικό κράτος για την οικογενειακή πολιτική είναι διαχρονικά ιδιαίτερα περιορισμένοι. Λαμβάνοντας υπόψη τις δημόσιες μεταφορές σε χρήμα, υπηρεσίες και φορολογικές διευκολύνσεις με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ η Ελλάδα βρισκόταν το 2015 στην προτελευταία θέση (πριν από την Τουρκία) ανάμεσα σε 36 εξεταζόμενες χώρες. Πρόσφατα υπήρξαν ορισμένες οικονομικές ενισχύσεις, που μένει να κριθεί η αποδοτικότητά τους. Πάντως υπάρχει η εκτίμηση πως αυξημένη απόδοση έχουν οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και τη φροντίδα στην πρώιμη παιδική ηλικία, εκεί όπου η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση του ΟΟΣΑ. Αρνητικό ρόλο στην ηλικία που κάνουν το πρώτο παιδί οι νέοι στη χώρα μας παίζει προφανώς το υψηλότατο ποσοστό ανεργίας σε αυτούς, η μεγάλη καθυστέρηση και δυσκολία να βρεθεί ικανοποιητική δουλειά, με αποτέλεσμα (εκτός των άλλων) πολλοί νέοι και νέες να μένουν μέχρι την ηλικία των 30 ετών ή και περισσότερο με τους γονείς τους. Ολα αυτά οδηγούν σε αύξηση της ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού και βεβαίως σε μείωση του πιθανού αριθμού παιδιών ανά ζευγάρι.