Το σκολειό (κατά την θεωρίαν, την οποίαν ανέπτυσσε μεν εν των μελών της επιτροπής, ησπάζοντο δε οι πλείστοι των γονέων), το σκολειό, ας υποθέσουμε, δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, δηλαδή. Εγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ; Και πού συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψει; Μπορεί να τα χορταίνει κομμάτια; Μήπως χορταίνουν, οι διαόλοι, ποτέ; Και είναι ικανή μια χήρα γυναίκα να τρέχει από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε βράχο, για να τα συμμαζώνει; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος: Για να έχει το βάρος αυτό, να είναι οι γονιοί ήσυχοι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ «Η δασκαλομάννα» (1894)
Πριν από λίγους μήνες η κόρη μου εντόπισε στο TikTok ένα βιντεάκι με τον παράξενο τίτλο «Μη χάσεις το στυλό σου». Συνήθως τα βιντεάκια του TikTok είναι αφόρητα σαχλά (ακατάλληλα, εν πάση περιπτώσει, για άτομα της δικής μου ηλικίας) και ανατριχιάζω στην ιδέα πόσες εκατομμύρια ώρες από πόσα εκατομμύρια ψυχές σπαταλούνται για την παρακολούθησή τους. Το συγκεκριμένο βιντεάκι, ωστόσο, ήταν αληθινά χαριτωμένο. Ακολουθούσε μια σειρά από μικρούς λογικούς ακροβατισμούς -τον ορθολογισμό, εν ολίγοις, να χοροπηδάει σε ένα ιδεατό τραμπολίνο: εάν έχανες το στυλό σου, δεν θα έγραφες στο διαγώνισμα, θα έμενες στην ίδια τάξη, θα σε έδιωχναν από το σχολείο, δεν θα μάθαινες γράμματα, δεν θα εύρισκες καλή δουλειά, ούτε καλή νύφη, θα αρρώσταινες και θα πέθαινες μονάχος… Γι’ αυτό, προς Θεού: «Μη χάσεις το στυλό σου».
Εμείς οι κηδεμόνες έχουμε μια αμφίθυμη σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Παραβλέπουμε συχνά το γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί – ίσως οι περισσότεροι – είναι και αυτοί κηδεμόνες· εάν δεν το παραβλέπουμε, σχεδόν πάντα το υποτιμούμε και σίγουρα δεν ταυτίζουμε τις δικές τους προσδοκίες με τις δικές μας.
Αντιλαμβανόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί, ως μέλη της ίδιας κοινότητας, μπορεί να έχουν κοινά συμφέροντα ή κοινές διεκδικήσεις, αλλά ως επί το πλείστον τείνουμε να τους αντιμετωπίζουμε κατά περίπτωση και όχι εν συνόλω. Το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο των προκαταλήψεών μας απέναντι στον τάδε ή στον δείνα εκπαιδευτικό πηγάζει και από τα προσωπικά μας βιώματα, από τον καιρό που καθόμασταν εμείς στα μαθητικά θρανία. Κοσμούν ή στοιχειώνουν τη μνήμη μας οι «χαρισματικοί φιλόλογοι» ή οι «στριμμένοι μαθηματικοί» που μας έστρεψαν αμετάκλητα προς το ένα ή το άλλο μονοπάτι της επαγγελματικής μας σταδιοδρομίας, εκείνοι που – εν αγνοία τους πιθανόν – υπέγραψαν την κατοπινή ευτυχία ή την κατοπινή δυστυχία μας. Κάποιοι από αυτούς, στο φαντασιακό μας, ευθύνονται που βρήκαμε τον δρόμο μας στη ζωή ή που κάποτε «χάσαμε το στυλό» μας, την πυξίδα μας, και – είτε το επιχειρούμε συνειδητά, είτε όχι – προσπαθούμε να κατευθύνουμε ή να αποτρέψουμε τους διαδόχους τους στην έδρα να πετύχουν κάτι ανάλογο και με τα παιδιά μας. Δεν θέλουμε να αδικήσουν τα παιδιά μας – να κόψουν τα φτερά τους ή οτιδήποτε σχετικό. Είμαστε σε διαρκή επιφυλακή μπας και «κάνουν κακό» στα βλαστάρια μας.
Μολαταύτα, ακόμη και οι πιο παρανοϊκοί από εμάς τους κηδεμόνες, που – εάν κρίνω από τα πρόσφατα γεγονότα – δεν είναι και λίγοι, αδυνατούσαν μέχρι πρότινος να υποψιαστούν ότι οι εκπαιδευτικοί, εκτός από την αναμενόμενη μεροληπτική μεταχείριση των παιδιών μας, είχαν και πολύ πιο σκοτεινά σχέδια, όχι μόνο για τα παιδιά μας, αλλά και για την ίδια μας την πατρίδα. Θέλω να πω, άλλο να δεις αύριο τον εκπαιδευτικό να περνάει από πειθαρχικό συμβούλιο επειδή εσκεμμένα έβαλε μικρό βαθμό στο λαμπρό γραπτό της κορούλας σου και άλλο, εντελώς μα εντελώς άλλο να αντικρίσεις το ίδιο θλιβερό υποκείμενο να σέρνεται σιδηροδέσμιο στο Κακουργοδικείο για «βασανισμούς», «εσχάτη προδοσία», «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης». Τι στο διάολο; Από όλους τους εκπαιδευτικούς της χώρας, στο δικό σου παιδί έλαχε η μετενσάρκωση του Αϊχμαν;
Ας πούμε ότι με αυτό το καλαμπούρι δεν γέλασε κανείς και φρόντισαν, τόσο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη όσο και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, να το αποσύρουν εγκαίρως από την κυκλοφορία γλιτώνοντας τους εκπαιδευτικούς από την ταλαιπωρία του Αυτόφωρου και τη χώρα από τον διασυρμό «εις τας Ευρώπας». Εντούτοις, όπως πικρά γνωρίζουμε πλέον, ύστερα από δύο χρόνια άλλοτε ευτυχούς και άλλοτε ατυχούς διαχείρισης της πανδημίας, η προφύλαξη από τις συνέπειες της παράνοιας δεν μας προφυλάσσει εξίσου και από την ίδια την παράνοια.
Με άλλα λόγια, η παράνοια προλαβαίνει και κάνει τη ζημιά της, ακόμη και αν η εν λόγω ζημιά δεν φθάσει ποτέ ως τα δικαστήρια (δεν θα έφθανε, έτσι κι αλλιώς· το γνώριζαν εξαρχής και οι πιο σαλεμένοι από τους σαλεμένους, όπως και οι πιο κερδοσκόποι από τους κερδοσκόπους). Ας μετατοπίσουμε προς στιγμήν την προσοχή μας από τους κηδεμόνες και τους εκπαιδευτικούς στους αυτόπτες μάρτυρες αυτής της ιλαροτραγωδίας: στα παιδιά μας. Χαζογελούν με αμηχανία, ναι, αλλά τι μπορεί πραγματικά να σκέφτονται; Πόσο φθείρονται τα δικά τους δισκόφρενα; Βλέπουν τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους να επικαλούνται τον Κολοκοτρώνη ή την Μπουμπουλίνα και να αντιδικούν με τους ανθρώπους που τους διδάσκουν για τον Κολοκοτρώνη ή την Μπουμπουλίνα. Ποιος είναι ποιος, τελικά; Ποιος είναι ο ήρωας και ποιος ο προδότης; Εάν Παπαφλέσσας είναι ο μπαμπάς που δεν θέλει να κάνει ο κανακάρης του self test ή να φορέσει μάσκα, ο δάσκαλος ποιος είναι; Ο Ιμπραήμ μασκαρεμένος;
Από την εποχή που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιέγραφε με σπαραχτικά αστείο τρόπο στη «Δασκαλομάννα» τα αλληλοδιδακτικά σχολεία των ημερών του (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1894, αλλά – όπως σωστά παρατηρεί ο Νίκος Σαραντάκος – ο συγγραφέας αποτυπώνει την κατάσταση στην αγγλοκρατούμενη Επτάνησο, τρεις με τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα) δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα: οι περισσότεροι κηδεμόνες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα σχολεία ως «αποθήκες» παιδιών, ώστε να μην έχουν τα «διαβολόπουλα» μέσα στα πόδια τους, «μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ». Η αντίληψη πως η (όποια) εκπαίδευση μπορεί να συνεχίζεται κι εκτός σχολείου, πόσω μάλλον να παροπλίζεται ή και να αναιρείται πλήρως σε ένα οικογενειακό περιβάλλον αδιάφορο ή και εχθρικό προς την ίδια την εκπαίδευση, είναι μια αντίληψη τόσο ξένη για την πλειονότητα των κηδεμόνων όσο ήταν και τον δέκατο ένατο αιώνα. Με μια σημαντική διαφορά: τότε χτυπούσε τα νταούλια η ανάγκη για τον επιούσιο· σήμερα ένας κουτσαβακισμός νέας κοπής και μια νοσηρή εγωπάθεια.
πηγή: www.in.gr