Τετάρτη
11
Δεκέμβριος
TOP

Ο μισός μισθός πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ – Το φταίξιμο στις πολυεθνικές

Λιγότερα -για τους περισσότερους μόνο τα απολύτως απαραίτητα- και φθηνότερα είναι τα ψώνια που κάνουν 6 στους 10 καταναλωτές στο σούπερ μάρκετ, καθώς η συντριπτική πλειονότητα, δηλαδή οι 9 στους 10, δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά εξαιτίας της ακρίβειας, που, καθώς φαίνεται, τα απανωτά κυβερνητικά μέτρα δεν μπορούν να καταπολεμήσουν.

Το ανησυχητικό όμως είναι ότι ελάχιστοι ελπίζουν πως κάτι θα αλλάξει τους επόμενους μήνες, αφού παρά τα όποια σημάδια βελτίωσης καταγράφονται σε βασικούς δείκτες της οικονομίας, το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα παραμένει περιορισμένο.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) για την καταναλωτική συμπεριφορά, την οποία παρουσιάζει σήμερα το Βήμα, τα ελληνικά νοικοκυριά κάθε φορά που ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ ξοδεύουν 70 ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 14,7% από πέρυσι, που ήταν 61 ευρώ.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η μέση μηνιαία δαπάνη εκτιμάται στα 370 ευρώ σημειώνοντας ανάλογη άνοδο από 324 ευρώ πέρυσι. Το 75% των καταναλωτών δαπανά ως 450 ευρώ τον μήνα.

Η αύξηση στη δαπάνη ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ αντανακλά αποκλειστικά την άνοδο του κόστους των προϊόντων λόγω πληθωρισμού, αφού το καλάθι παραμένει μισοάδειο.

Είναι ενδεικτικό ότι πέραν του φαγητού έξω και του φαγητού απ’ έξω (delivery) που πλέον αποτελεί πολυτέλεια για τους μισούς καταναλωτές και έχει βγει από την καθημερινότητά τους, οι 4 στους 10 έχουν περιορίσει την κατανάλωση κρέατος και προϊόντων κρέατος, καθώς και τα κρασιά, τις μπύρες και τα οινοπνευματώδη λόγω των ανατιμήσεων. Το ίδιο συμβαίνει για 3 στους 10 όσον αφορά την κατανάλωση συσκευασμένων τυποποιημένων τροφίμων, αλλά και αναψυκτικών και χυμών.

Από σούπερ μάρκετ σε σούπερ μάρκετ

Για να τα βγάλουν πέρα τα νοικοκυριά εφαρμόζουν σειρά πρακτικών προκειμένου να καταφέρουν να καλύψουν τις ανάγκες τους στα είδη παντοπωλείου.

Είναι χαρακτηριστικό πώς μόνο το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ψωνίζει σταθερά σε ένα σούπερ μάρκετ, με το 42% να μοιράζει τις αγορές σε περισσότερα. Το 93,2% των ερωτηθέντων χρησιμοποιεί μέχρι 3 διαφορετικά καταστήματα για τις αγορές του.

Η συχνότητα αγορών στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχει μέση τιμή 6 φορές τον μήνα, παραμένοντας σταθερή σε σχέση με πέρυσι. Οι περισσότεροι καταναλωτές δηλώνουν ότι ψωνίζουν 4 φορές μηνιαίως. Το 86% των ερωτηθέντων ψωνίζουν μέχρι 8 φορές μηνιαίως.

Επιπρόσθετα, η έρευνα έδειξε ότι η ποιότητα των εμπορευμάτων, οι τιμές, οι προσφορές και η εύκολη πρόσβαση έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην επιλογή σούπερ μάρκετ από τον καταναλωτή.

Την ίδια στιγμή, οι 9 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν προαποφασίσει τι είδη θα αγοράσουν πριν πάνε στο φυσικό ή ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ, με την έρευνα να καταγράφει μια αυξημένη προσπάθεια κατάργησης των παρορμητικών αγορών αλλά και προγραμματισμό των αγοραστικών αποφάσεων για καλύτερη διαχείριση του διαθέσιμου εισοδήματος υπό πληθωριστικές συνθήκες.

Στο θέμα της μάρκας του κάθε προϊόντος προαποφασισμένο εμφανίζεται το 50,5%. Εδώ διαφαίνεται η στρατηγική μείωσης του κόστους των αγορών με επιτόπου ενεργή σύγκριση των εναλλακτικών λύσεων.

Σαρώνουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας

Εξετάζοντας τη σπουδαιότητα των κριτηρίων επιλογής προϊόντων, τα σημαντικότερα θεωρούνται η ποιότητα, η τιμή, οι προσφορές, και η ελληνική προέλευση. Τα κριτήρια αυτά παραμένουν διαχρονικά στις πρώτες 4 θέσεις στις ετήσιες έρευνες του εργαστηρίου μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Επειδή όμως περισσότεροι από τους μισούς πολίτες δηλώνουν ότι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα προϊόντα, ενώ σχεδόν ο 1 στους 10 δηλώνει ότι δεν μπορεί να αγοράσει ούτε τα στοιχειώδη, τα φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποκτούν αυξανόμενη σημασία στο καλάθι του σούπερ μάρκετ.

Πλέον τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αντιπροσωπεύουν το 36% του καλαθιού, σημειώνοντας μεγάλη άνοδο από 33% πέρυσι και είναι το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε ποτέ στα 19 έτη που πραγματοποιείται η έρευνα από το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του ΟΠΑ.

Ο δείκτης αυτός, το μερίδιο επιλογής (choice share) συνοψίζει το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας στις αγοραστικές αποφάσεις του καταναλωτή. Δηλαδή πολύ πάνω από τα 3 στα 10 προϊόντα που αγοράζονται είναι κωδικοί private label.

Όσον αφορά το «καλάθι του νοικοκυριού» ένα από τα μέτρα που έχει επιστρατεύσει η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της ακρίβειας, οι καταναλωτές εμφανίζονται μοιρασμένοι. Εντούτοις, η αποδοχή του από περίπου έναν στους δύο καταναλωτές δείχνει ότι δεν είναι ένα ασήμαντο μέτρο και η εφαρμογή του ενδιαφέρει μεγάλο τμήμα του αγοραστικού κοινού.

Ποιος όμως ευθύνεται για τις υπερβολικές ανατιμήσεις;

Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της έρευνας του ΟΠΑ, υπό τον συντονισμό του καθηγητή Γεωργίου Μπάλτα, για την άποψη των καταναλωτών για το ποιος ευθύνεται περισσότερο για τις υπερβολικές ανατιμήσεις στα καταναλωτικά προϊόντα.

Ανάμεσα σε πολυεθνικές βιομηχανίες, ελληνικές βιομηχανίες, μεγάλες εμπορικές αλυσίδες και μικρά τοπικά καταστήματα, οι περισσότεροι καταναλωτές επέλεξαν τις πολυεθνικές εταιρείες (68%) ενώ πολύ πιο κάτω και στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι μεγάλες αλυσίδες (24,2%). Πολύ μικρό ποσοστό (6,9%) επέλεξε τους εγχώριους κατασκευαστές και ελάχιστοι (0,9%) τα μικρά καταστήματα.

Χωρίς ελπίδα

Από οικονομικής πλευράς, οι αποτιμήσεις του έτους 2023 και οι προσδοκίες των καταναλωτών για το έτος 2024 εξακολουθούν να είναι αρκετά απαισιόδοξες, παρά τη βελτίωση των εισοδημάτων.

Σχεδόν 9 στους 10 καταναλωτές (ποσοστό 87%) περιμένουν ότι εφέτος η οικονομική τους κατάσταση θα είναι χειρότερη ή ίδια. Το ποσοστό αυτό είναι μεν λίγο μειωμένο σε σχέση με την αποτίμηση του 2023, χρονιά κατά την οποία το 92,2% των καταναλωτών δηλώσαν κάτι ανάλογο, ωστόσο είναι σαφές ότι η αισιοδοξία των αριθμών της οικονομίας δεν αγγίζει τους οικογενειακά οικονομικά κάθε σπιτιού.

«Τα ευρήματα αυτά είναι εύλογα καθώς η ακρίβεια επηρεάζει πολύ την αξιολόγηση του 2023 και τις προβλέψεις του 2024», επισημαίνει ο συντονιστής της έρευνας και διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Μάρκετινγκ, Γιώργος Μπάλτας, καθηγητής στο ΟΠΑ.

Οικονομικός πατριωτισμός στην κατανάλωση

Ενώ στην Ευρώπη έχει ανοίξει η συζήτηση για τον τρόπο αναγραφής προέλευσης ενός μεγάλου εύρους προϊόντων, με τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να αντιτίθενται σφοδρά σε μια προοπτική να εξαλειφθεί η εθνική προέλευση στα προϊόντα και να αντικατασταθεί από την ένδειξη «Made in EU», στην έρευνα του ΟΠΑ αποτυπώνεται ένας ισχυρός εθνοκεντρικός καταναλωτισμός, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων.

Συγκεκριμένα, το 81% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προτιμά τα ελληνικά προϊόντα από τα εισαγωγής. Η απάντηση αυτή, ωστόσο, αφορά την πρόθεση και δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την τελική επιλογή του καταναλωτή που επηρεάζεται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως είναι οι τιμές, οι προσφορές και η διαθεσιμότητα στο ράφι.

Επιπρόσθετα, σχεδόν 7 στους 10 από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι υπάρχει στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής.

Στην κατηγορία των τροφίμων ειδικά, η ελληνικότητα εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στο μυαλό των καταναλωτών διότι επιχειρείται η σύνδεσή της με την ποιότητα, τη φρεσκάδα και την ασφάλεια των προϊόντων.

Όσον αφορά την προτίμηση των προϊόντων που παράγονται εντός των συνόρων, συγκρίνοντας τα τελευταία ευρήματα της έρευνας του ΟΠΑ με παλαιότερα, διαπιστώνεται πως υπάρχει μια παγίωση του «οικονομικού πατριωτισμού», που ενισχύθηκε πριν ακόμη ενσκήψει η πανδημία του κορωνοϊού.

Πιο αναλυτικά 9 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι θέλουν να αναγράφεται στη συσκευασία εάν ένα προϊόν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, ενώ το 65% πιστεύει ότι τα ελληνικά προϊόντα είναι ασφαλέστερα από τα εισαγόμενα και υψηλότερης ποιότητας. Το 93% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι προτιμώντας τα ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας, ενώ ένα πολύ υψηλό ποσοστό, το 83%, θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος και η κατανόηση της σημασίας που έχει η στήριξη των εγχώριων προϊόντων για τη στήριξη της παραγωγής και των εργαζομένων. Πρόκειται για στάσεις ωριμότητας και συμπεριφορές αλληλεγγύης που έχουν πλέον εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία.

Μεθοδολογία της έρευνας

H ποσοτική έρευνα πραγματοποιείται κάθε χρόνο από το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του ΟΠΑ. Έγινε τηλεφωνικά τον Ιανουάριο του 2024 σε δείγμα 1.880 νοικοκυριών με τυχαία δειγματοληψία και με χρήση δομημένου ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και ειδικού λογισμικού.

Πηγή: ot.gr Από: Έντυπη Έκδοση Το Βήμα