του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
από το www.in.gr
Παρατήρησα μια σπουδή να παρουσιαστούν οι κινητοποιήσεις των αγροτών ως «συμβολικές», με την έννοια «για την τιμή των όπλων», σε μια προσπάθεια να υποτιμηθεί κάπως και η κλίμακά τους και το βάθος της αγανάκτησης που νιώθουν οι αγρότες αυτή τη στιγμή.
Γιατί μόνο «συμβολικές» και για το ονόρε δεν είναι οι κινητοποιήσεις και οι διαμαρτυρίες.
Αντιθέτως είναι υψηλού συμβολισμού εκφράζοντας πολύ πραγματικά προβλήματα. Όσο πραγματική είναι η ανάγκη για επιβίωση αυτών των ανθρώπων.
Μια επιβίωση που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς καλούνται να αναλάβουν τόσο το κόστος της «Πράσινης Μετάβασης», όσο και το κόστος των φυσικών καταστροφών που γίνονται όλο και πιο συχνές όσο επιταχύνεται η κλιματική αλλαγή.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Βλέπουμε την οργή σε όλη την Ευρώπη, καθώς οι αγρότες νιώθουν ότι βρίσκονται στο στόχαστρο της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Όμως, o διεθνής χαρακτήρας του προβλήματος δεν αποτελεί και άλλοθι για τις εθνικές κυβερνήσεις, ούτε για τη δική μας. Γιατί η ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε στη διαπραγμάτευση της νέας ΚΑΠ και άρα είχε την ευθύνη να επιμείνει, ώστε αυτή να μην συνεπάγεται μεταφορά υπέρογκου κόστους στις πλάτες των αγροτών. Αλλά και γιατί η κυβέρνησή μας εξακολουθεί να έχει πολλά εργαλεία στα χέρια της για να μπορέσει να απαντήσει στα προβλήματα της αγροτιάς.
Και εδώ πρέπει να αναλογιστούμε το εξής. Η Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες όντως δεν είναι μια κυρίως αγροτική περιοχή. Όμως, ο πρωτογενής τομέας απασχολεί ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ενώ ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που άμεσα ή έμμεσα έχει σχέση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ακόμη και τώρα δεν είναι λίγες οι οικογένειες στις πόλεις που έχουν αναφορά και «στο χωριό».
Η αγροτιά στη χώρα μας, όπως και σε όλη την Ευρώπη, για να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει επαρκή παραγωγή αγροτικών προϊόντων που δεν θα είναι πανάκριβα, χρειάζεται να στηρίζεται. Να υπάρχουν επιδοτήσεις, αποζημιώσεις και εγγυημένες τιμές.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι και στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή χρειάζεται «Πράσινη Μετάβαση». Ωστόσο, αυτή δεν μπορούν και δεν πρέπει να την πληρώσουν οι παραγωγοί, ούτε είναι λύση να μετακυλιστεί το κόστος στις πλάτες των καταναλωτών, ιδίως εάν αναλογιστούμε πόσο επιβαρύνονται τα νοικοκυριά από τον τρέχοντα πληθωρισμό στα τρόφιμα. Άρα και εδώ μιλάμε για διεργασίες που χρειάζονται ευρωπαϊκή και εθνική ενίσχυση και χρηματοδότηση.
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού, αλλαγών, νέων μεθόδων είναι δεδομένη. Όμως, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση είτε των παραγωγών είτε των καταναλωτών.
Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να προσπερνάμε ότι είχαμε τους προηγούμενους μήνες καταστροφές που κυρίως έπληξαν τους αγρότες. Αρκεί να αναλογιστούμε τι σήμαινε η κακοκαιρία Ντάνιελ στη Θεσσαλία και την τρομακτική καταστροφή που προκάλεσε σε μεγάλο αριθμό παραγωγών. Το ζήτημα της καταβολής των αποζημιώσεων παραμένει επιτακτικό, όπως και της άμεσης εφαρμογής όλων των μέτρων που απαιτούνται για να αποκατασταθούν οι καταστροφές στις υποδομές, αλλά και να υλοποιηθούν τα έργα που απαιτούνται για την προστασία απέναντι σε μελλοντικά ακραία καιρικά φαινόμενα.
Είναι προφανές ότι οι αγρότες μέχρι τώρα δεν έχουν λάβει τις απαντήσεις και τη στήριξη που θέλουν και χρειάζονται. Δηλαδή, δεν έχουν δει ούτε πραγματικές δεσμεύσεις, ούτε ουσιαστικές ενισχύσεις, ούτε έναν «οδικό χάρτη», ώστε να μην καλούνται να «πληρώσουν το μάρμαρο» οι ίδιοι για τις ανεπάρκειες της κρατικής και ευρωπαϊκής πολιτικής.
Γι’ αυτό και κατεβαίνουν στους δρόμους, γι’ αυτό και στήνουν μπλόκα, γι’ αυτό κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις τους. Δεν το κάνουν ούτε για «επαναστατική γυμναστική», ούτε γιατί είναι «αντιμεταρρυθμιστές», ούτε γιατί υποκινούνται από «λαϊκιστές», αλλά γιατί τους σπρώχνει η ανάγκη επιβίωσης. Γιατί σε λίγο όντως δεν θα έχουν τίποτα απολύτως να χάσουν, ήδη αυτό συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις.
Η κυβέρνηση θα κάνει ένα ακόμη μεγάλο λάθος, εάν πιστέψει ότι αρκούν κάποιες αόριστες υποσχέσεις και κάποιες «παροχές» που απλώς παρατείνουν τη σημερινή κατάσταση, για να κατευνάσουν την οργή των αγροτών. Πιο πιθανό είναι ο εμπαιγμός να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αγανάκτηση και κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Γιατί έρχονται στιγμές, που «σπάει η φούσκα» της επικοινωνιακής διαχείρισης, έρχεται στο προσκήνιο η πραγματικότητα που βιώνει η κοινωνία, και τότε διαμορφώνεται ένα πεδίο όπου το «41%» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, παύει να αποτελεί εγγύηση νομιμοποίησης. Η αλαζονεία στην εξουσία τιμωρείται αυστηρά και η «φαντασία στην εξουσία» με γνώμονα την κάλυψη των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για όλους γίνεται το ζητούμενο.
*Εικόνα: Guiseppe Pellizza de Volpedo, Η τέταρτη τάξη (λεπτομέρεια), 1901