Η ευνοϊκή νομοθεσία σε σύγκριση με άλλα κράτη της ΕΕ, όπου η απόκτηση παιδιού με αυτόν τον τρόπο απαγορεύεται, έχει οδηγήσει σε έναν άτυπο ιατρικό τουρισμό προς τη χώρα μας. Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε επιτήδειους να μετατρέπουν σε εμπόρευμα τον διακαή πόθο ζευγαριών να αποκτήσουν παιδί
Ενα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο
Στη χώρα μας, οι Νόμοι 3089/2002 και 3305/2005 δημιούργησαν το πλαίσιο για την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και ειδικά για την παρένθετη μητρότητα, που αφορά τη μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, συχνά της βιολογικής μητέρας, στο σώμα άλλης γυναίκας που κυοφορεί και γεννά το παιδί. «Τα σχετικά με την παρένθετη καθορίζονται κυρίως στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 1458, 1464), στον Ν. 3305/2005 και στην απόφαση 1704 της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής – ΕΑΙΥΑ (ΦΕΚ Β΄5524/26.10.2022)», αναφέρει στα «ΝΕΑ» η αναπληρώτρια πρόεδρος της ΕΑΙΥΑ Δήμητρα Παπαδοπούλου.
Η παρένθετη μητρότητα δίνει τη δυνατότητα σε ζευγάρια που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα βιολογικό παιδί, να το πράξουν. Η διαδικασία αυτή, όμως, περιλαμβάνει συγκεκριμένα βήματα και έχει προϋποθέσεις. Αρχικά, η γυναίκα που αιτείται να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης θα πρέπει να μην έχει ξεπεράσει το 50ό έτος της ηλικίας της, να έχει ιατρικά αποδεδειγμένη αδυναμία κυοφορίας και τόσο εκείνη όσο και ο σύζυγος ή ο σύντροφός της να μην έχουν κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ). Από την πλευρά της παρένθετης, επιβάλλεται εκ του νόμου να είναι ηλικίας 25-45 ετών, να έχει ήδη ένα τέκνο, να μην έχει υποβληθεί σε περισσότερες από δύο καισαρικές τομές και επίσης να μη νοσεί από κάποιο ΣΜΝ.
Προϋπόθεση αποτελεί, επίσης, τόσο η αιτούσα όσο και η παρένθετη να είναι κάτοικοι Ελλάδας, ενώ το γενετικό υλικό που θα χρησιμοποιηθεί δεν μπορεί να ανήκει στην παρένθετη. Στη συνέχεια ακολουθεί η σύνταξη και υπογραφή συμφωνητικού, δηλαδή της πράξης στην οποία ξεκαθαρίζεται ότι η γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει το έμβρυο συμφωνεί να προβεί σε αυτή. Βάσει της παραπάνω νομοθεσίας, τότε μόνο μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία που θα ορίσει παρένθετη με δικαστική απόφαση. Μόλις γίνει αυτό, μπορεί πλέον νομίμως να λάβει το γονιμοποιημένο ωάριο των γονέων και να το κυοφορήσει. «Για τη σύμβαση δεν υπάρχει πρότυπο. Διαμορφώνεται αναλόγως των συμβαλλόμενων μελών», τονίζει η αναπληρώτρια πρόεδρος της ΕΑΙΥΑ.
Η εκμετάλλευση μιας πραγματικής ανάγκης
Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε επιτήδειους να εκμεταλλεύονται τόσο τον διακαή πόθο ζευγαριών να αποκτήσουν το δικό τους παιδί όσο και την οικονομική ανάγκη γυναικών που προσφέρονται ως παρένθετες για να αποκομίσουν με αδιαφανείς τρόπους και παρακάμπτοντας τον νόμο τεράστια χρηματικά κέρδη.
Επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των παρένθετων κυήσεων στη χώρα δεν υπάρχουν, γεγονός που καταδεικνύει το κενό στην επιτήρηση μιας τόσο ευαίσθητης – ιατρικά και νομικά – διαδικασίας. Τα μόνα στοιχεία που βρίσκονται διαθέσιμα αφορούν την περίοδο από το 2005 έως το 2015, χρονιές κατά τις οποίες εκδόθηκαν 173 δικαστικές αποφάσεις μόνο από το Πρωτοδικείο Αθηνών. «Τα εν λόγω στοιχεία, όμως, προκύπτουν από αποφάσεις των δικαστηρίων και δεν γνωρίζουμε αν ακολούθησε εμβρυομεταφορά, κυοφορία και τοκετός», υπογραμμίζει η Δήμητρα Παπαδοπούλου.
Βέβαια, η πρόσφατη υπόθεση που ήρθε στο φως της δημοσιότητας σχετικά με τη δράση κλινικής υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα Χανιά παρέχει μια εικόνα σχετικά με τη ζήτηση για την εν λόγω διαδικασία. Κατά την ΕΛ.ΑΣ., λοιπόν, καταγράφηκαν 98 γυναίκες – θύματα εμπορίας ανθρώπων, οι οποίες είχαν τεθεί για άγνωστο διάστημα σε εργασιακή εκμετάλλευση ως παρένθετες μητέρες, και 13 περιπτώσεις μη σύννομων περιστατικών για διαδικασία απόκτησης τέκνου μέσω προγράμματος παρένθετης μητρότητας. Σύμφωνα πάντα με αστυνομικές πηγές, το όφελος που αποκόμιζε η εγκληματική οργάνωση ανά πρόγραμμα παρένθετης μητρότητας κυμαινόταν συνήθως από 70.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το κόστος της διαδικασίας άγγιζε και τα 120.000 ευρώ.
Ομως, στη χώρα μας, η παρένθετη μητρότητα είναι μια πράξη χωρίς αντάλλαγμα. Δηλαδή, από τον νόμο δεν επιτρέπεται η παροχή ανταλλάγματος από το ζευγάρι προς την παρένθετη πέρα από τις δαπάνες για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την ίδια την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία, την αποζημίωση για την αποχή από την εργασία της αλλά και ένα ποσό για τη σωματική καταπόνησή της. Οπως εξηγεί η Δήμητρα Παπαδοπούλου, υπάρχει συγκεκριμένο κόστος για όλα αυτά, που ορίζεται και πάλι από τον νομοθέτη: «Προβλέπεται η καταβολή των εξόδων της παρένθετης (φάρμακα, ιατρικές εξετάσεις κ.λπ.), αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος από την εργασία της μέχρι 10.000 ευρώ και αντίστοιχα για τη σωματική καταπόνηση άλλα 10.000 ευρώ, τα οποία φτάνουν τις 15.000 σε περίπτωση διδύμων».
Παρ’ όλα αυτά, η νομοθεσία δεν εμπόδισε τους ιθύνοντες της συγκεκριμένης κλινικής να δράσουν με παράνομο τρόπο και να εμπορευματοποιήσουν ουσιαστικά τη συγκεκριμένη διαδικασία, δημιουργώντας ένα κέντρο άτυπου ιατρικού τουρισμού κάτω από τη μύτη των Αρχών, τη στιγμή μάλιστα που υπήρχε και ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κέντρου, η οποία δεν εκτελέστηκε ποτέ.