«Καμία μέριμνα για το κόστος που υπόκεινται οι εμπορικές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου από την εφαρμογή των μέτρων» καταγγέλλουν Εμπορικός Σύλλογος Καλαμάτας και ΠΟΕΕ σε επιστολή προς τον υπουργό Οικονομικών και Οικονομίας η οποία κοινοποιήθηκε στο γραφείο του Προέδρου της Κυβέρνησης με θέμα το Νέο Φορολογικό Νομοσχέδιο.
Η επιστολή αναφέρει: “Άλλο ένα φορολογικό νομοσχέδιο επιχειρεί να πατάξει το τέρας της παραοικονομίας στην Ελλάδα. Είναι προφανής η αδυναμία του κράτους, από ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα να προσφέρει ένα σταθερό, δίκαιο, λειτουργικό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη και τη συμμόρφωση στον Έλληνα πολίτη-φορολογούμενο.
Ένα φορολογικό νομοσχέδιο που ξεκινά με παραδοχές περί αντικειμενικού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος με εξωγενείς συγκρίσεις, είναι εξ αρχής άστοχο. Όταν μάλιστα προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να προσδιορίσει τα ελάχιστα κέρδη, είναι βέβαιο ότι θα «πιάσει τη μαρίδα» και θα «του ξεφύγουν οι καρχαρίες»!
Αδιαμφισβήτητα η προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής είναι καθήκον μιας ευνομούμενης Πολιτείας. Η εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης όμως προϋποθέτει ο φορολογούμενος να αξιολογεί θετικά την απόδοση των φόρων που πληρώνει, να απολαμβάνει από το Κράτος υπηρεσίες αυξημένης ποιότητας, να θεωρεί ότι συνεισφέρει δίκαια μέσα στο σύνολο. Παράλληλα πρέπει η εμπιστοσύνη που αναζητά το Κράτος από τον Πολίτη, να είναι ίση με την εμπιστοσύνη που δείχνει αυτό προς τον Πολίτη.
Το λιανικό εμπόριο εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί τον εύκολο στόχο για τη φορολογική νομοθεσία. Εδώ πρωτοεφαρμόστηκε ο ΦΠΑ από τη δεκαετία του 1980. Εδώ έγιναν επί σειρά ετών πειράματα με τεκμαρτούς προσδιορισμούς εισοδήματος, πραγματικά εξαμβλώματα. Για να περάσουμε τάχιστα στο σήμερα, εδώ μπήκε το ηλεκτρονικό χρήμα στη ζωή μας μέσω των POS και της χρήσης των καρτών. Εδώ εφαρμόζεται πρώτα ο αποκλεισμός της χρήσης μετρητών και όλο και περισσότερο επεκτείνεται.
Από την άλλη δεν έχει υπάρξει καμία μέριμνα για το κόστος που υπόκεινται οι εμπορικές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου από την εφαρμογή αυτών των μέτρων. Οι Τράπεζες χρεώνουν ανεξέλεγκτα για τις υποχρεωτικές υπηρεσίες που παρέχουν, μεγιστοποιώντας τα δικά τους κέρδη σε βάρος της αγοράς και εν τέλει του καταναλωτή, δηλαδή όλων μας. Το τέρας της γραφειοκρατίας έχει μετακυλιστεί από τις εφορίες, στους λογιστές, δημιουργώντας τους έναν τεράστιο όγκο εργασίας και βέβαια επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το κόστος των επιχειρήσεων.
Στο λιανικό εμπόριο, με βάση τα στοιχεία του ιδίου του Κράτους, έχει σε μεγάλο βαθμό εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή. Εξ ου και ο κλάδος δεν βρίσκεται μέσα στα στοχοποιημένα επαγγέλματα (του νόμου 4876/2021) υψηλού κινδύνου φοροδιαφυγής. Η ΠΟΕΕ θεωρεί απαράδεκτο για πολλοστή φορά να διασύρεται το λιανικό εμπόριο και ταυτόχρονα να μπαίνουν μέθοδοι προσδιορισμού των κερδών, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματική λειτουργία της επιχείρησης. Ζητάμε την άμεση εξαίρεση του λιανικού εμπορίου από το υπό εξέταση νομοσχέδιο. Πάγιο αίτημά μας είναι η εφαρμογή συστήματος προσδιορισμού των κερδών, που να βασίζεται στον πραγματικό τζίρο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις λειτουργικές δαπάνες, δηλαδή την πραγματική επιχειρηματική δράση, σε όλες τις επιχειρήσεις, ακόμα και στις μικρές ατομικές επιχειρήσεις.
Από την άλλη η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας είναι υποχρεωτικό να διευκολύνει όχι μόνο τη Δημόσια Διοίκηση, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Να σημειώσουμε ότι αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δημιουργήσει νέες επιβαρύνσεις για τις χειμαζόμενες από τις αλλεπάλληλες κρίσεις μικρές επιχειρήσεις, όπως κόστος απόκτησης νέου λογισμικού ή υπηρεσιών από τρίτους ή πολύ περισσότερο τραπεζικών υπηρεσιών (δηλαδή κόστος χρήματος).
Τέλος, επίσης πάγιο αίτημα των μικρών επιχειρήσεων ήταν και είναι η κατάργηση του «κεφαλικού φόρου», του τέλους επιτηδεύματος. Αυτή η Κυβέρνηση προεκλογικά είχε δεσμευτεί ότι θα καταργήσει αυτό το τόσο άδικο και μοναδικό στα ευρωπαϊκά δεδομένα μέτρο. Τώρα έρχεται να γίνει τάχα μπόνους για αυτούς που συμμορφώνονται στις αυθαίρετες ελάχιστες αντιστοιχίσεις των κερδών μιας επιχείρησης με τον κατώτατο μισθό. Αναρωτιόμαστε εδώ ποιο τέλος επιτηδεύματος πληρώνουν οι μισθωτοί με τους οποίους συσχετίζεται η ελεύθερη επιτήδευση, είτε όταν η αμοιβή είναι στο κατώτατο όριο ή όταν είναι υψηλότερη. Επίσης γιατί ο κλάδος μας, οι οικογένειές μας, δεν απολαμβάνουν ενός αφορολόγητου εισοδήματος, όπως όλοι; Το μόνο θετικό είναι ότι υπάρχει ακόμα η υπόσχεση για πλήρη κατάργηση του απαράδεκτου τέλους επιτηδεύματος, αν και η αξιοπιστία του Κράτους έναντι των ελεύθερων επιτηδευματιών είναι σταθερά αμφισβητούμενη, εδώ και δεκαετίες!
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Εκ του Δ.Σ”