Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Από την πρώτη στιγμή η τραγωδία στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου 2023 βιώθηκε από την κοινωνία ως η συμπύκνωση όλων όσων δεν πάνε καλά στον τόπο μας.
Το γεγονός ότι χάθηκαν 57 άνθρωποι, οι περισσότεροι φοιτητές και φοιτήτριες, που ταξίδευαν πιστεύοντας ότι έχουν επιλέξει ένα ασφαλές μέσο, επειδή πολύ απλά παρά τα τεράστια ποσά που έχουν δοθεί για μεγάλα έργα υποδομών, τα τρένα εξακολουθούν να κινούνται επί της ουσίας στα τυφλά, δημιούργησε ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας, αυτό που συμπυκνώθηκε στο «από τύχη ζούμε».
Και τροφοδότησε μια βαθιά οργή, γιατί οι άνθρωποι εξαρχής αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι για όλα φταίει το «ανθρώπινο λάθος». Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό που λέμε ασφάλεια δεν είναι το να μην γίνονται λάθη, αλλά ακριβώς το να εξασφαλίζεται ότι ακόμη και σε περίπτωση λάθους αυτό δεν θα έχει τραγικές συνέπειες. Γι’ αυτό και εξαρχής η κοινωνία θεώρησε ότι υπάρχουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες, αλλά και σοβαρές ευθύνες, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών, για τις εταιρείες που διαχειρίζονται τον σιδηρόδρομο και τα στελέχη τους.
Τη φόρτιση που είχε το θέμα την έδειξε και το μέγεθος και η διάρκεια των κινητοποιήσεων γύρω από τα Τέμπη, οι οποίες εξέφρασαν κυρίως ένα βαθύ αίτημα δικαιοσύνης για τα θύματα.
Η κυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό προσπάθησε να αποφύγει να αναλάβει ουσιαστικά την πολιτική ευθύνη, παραπέμποντας τα πάντα στην έρευνα της δικαιοσύνης. Μάλιστα, κερδίζοντας τις εκλογές που ακολούθησαν θεώρησε ότι είχε ξεμπερδέψει και με το πολιτικό κόστος για την τραγωδία.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι στην κοινωνία η υπόθεση ξεχάστηκε. Αντιθέτως, όπως έδειξε και η συναυλία στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο – την οποία παρακολούθησε όλη η Ελλάδα – το θέμα κάθε άλλο παρά έχει ξεχαστεί.
Βοήθησε σε αυτό και η στάση των συγγενών των θυμάτων, που έχουν κάνει έναν πολύ μεγάλο αγώνα για να μην ξεχαστεί και πρωτίστως να μην συγκαλυφθεί η υπόθεση και να αναζητηθούν και να αποδοθούν οι ευθύνες όσο ψηλά και εάν βρίσκονται.
Γιατί στην υπόθεση της τραγωδίας στα Τέμπη δεν είχαμε μόνο την αποφυγή πραγματικής ανάληψης πολιτικής ευθύνης.
Είχαμε και μια σαφή προσπάθεια συγκάλυψης.
Πολύ νωρίς έγινε προσπάθεια να κατευθυνθεί όλη η προσοχή της κοινής γνώμης και της έρευνας στη θεωρία του «ανθρώπινου λάθους και μόνο», ακόμη και με πρακτικές «μονταζιέρας» στις συνομιλίες του σταθμάρχη με μηχανοδηγούς, όπως αποκαλύφθηκε όταν μελετήθηκε όλο το υλικό της δικογραφίας.
Έπειτα είχαμε μια ιδιαίτερη σπουδή να απομακρυνθούν τα βαγόνια από το χώρο παρότι αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στη συλλογή στοιχείων για την κατανόηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε η σύγκρουση και πώς χάθηκαν τόσες ζωές.
Υπάρχουν ακόμη και ενδείξεις ότι ήδη από την πρώτη νύχτα υπήρχαν στο τόπο του δυστυχήματος άνθρωποι που δεν ανήκαν στα συνεργεία διάσωσης ή την πυροσβεστική, γεννώντας το ερώτημα τι ακριβώς έκαναν.
Σε αυτό προστέθηκε και η πρωτοφανής απόφαση να μπαζωθεί βιαστικά ο χώρος, παρότι αυτό πρακτικά σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή στοιχείων.
Παράλληλα, είχαμε μια επίμονη καθυστέρηση να εξεταστούν τα ερωτήματα που αφορούσαν το τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία μέσα από την αναπαραγωγή της θέσης ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από την ανάφλεξη των ελαίων σιλικόνης που είχαν οι μηχανές και όχι από εύφλεκτα υλικά που μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία ενδεχομένως παρανόμως. Αποκορύφωμα ότι πέρασαν μήνες μέχρι να αναζητηθούν τα βίντεο από τη φόρτωση της εμπορικής αμαξοστοιχίας, με αποτέλεσμα πολλά να έχουν σβηστεί.
Μονταζιέρα, μπάζωμα, «χαμένα» βίντεο, όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό που δείχνει ότι όλη η έμφαση δεν δόθηκε στην πλήρη κατανόηση του τι συνέβη, αλλά στην εμπέδωση ενός βολικού αφηγήματος, προκειμένου το θέμα να κλείσει όσο πιο σύντομα και ανώδυνα για την κυβέρνηση γινόταν.
Την ίδια ώρα, όμως, από τη δουλειά των πραγματογνωμόνων που όρισαν οι συγγενείς των θυμάτων, ολοένα και περισσότερα στοιχεία έρχονται στο προσκήνιο.
Ξέρουμε πλέον ότι η φωτιά προκλήθηκε και από εύφλεκτες ουσίες που κουβαλούσε η εμπορική αμαξοστοιχία, πιθανώς διαλύτες, και που εάν δεν υπήρχαν είναι πιθανό να είχαν σωθεί πολλές από τις ζωές των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στο μοιραίο βαγόνι, αυτές τις φωνές των νέων ανθρώπων που τους ακούμε στο συγκλονιστικό ηχητικό από το 112 να πεθαίνουν.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτή τη στιγμή βλέπεις σχεδόν παντού στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να αναπαράγεται το κάλεσμα για τις συγκεντρώσεις της Κυριακής με το σύνθημα «Δεν έχω οξυγόνο».
Δεν είναι κάποιος συναισθηματισμός – παρότι δύσκολα κρατάς τα δάκρυά σου όταν ακούς το ηχητικό. Είναι ένα βαθύ αίτημα δικαιοσύνης.
Ένα αίτημα δικαιοσύνης για αυτές και αυτούς που χάθηκαν άδικα στα Τέμπη αλλά και όλα αυτά που κάνουν τους ανθρώπους να φοβούνται και να αγωνιούν. Από την κατάσταση των νοσοκομείων και το άγχος για τις επόμενες πλημμύρες έως την κατάσταση του οδικού δικτύου.
Ένα αίτημα δικαιοσύνης για να σταματήσουν κάποιοι να χτίζουν καριέρες πάνω στην ατιμωρησία και την ενορχηστρωμένη αποσιώπηση και λήθη.
Ένα αίτημα δικαιοσύνης γιατί κάποια στιγμή πρέπει στην πράξη να αποδεικνύεται ότι οι ζωές των ανθρώπων όντως μετρούν και δεν αποτελούν αναλώσιμο υλικό.
Ένα αίτημα βαθύ όσο και η ανοιχτή πληγή στη συλλογική συνείδηση και το συλλογικό θυμικό από εκείνο το βράδυ και ζωτικό όσο το οξυγόνο που στέρεψε εκείνο το βράδυ.