Δυσάρεστη έκπληξη αποτέλεσαν τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού τον Μάιο του 2023 καθώς, αν και για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2021 ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε σε επίπεδα κάτω του 3% και συγκεκριμένα σε 2,8%, οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, αυξημένες κατά 11,6% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2022.
Η διατήρηση των τιμών στα τρόφιμα σε υψηλά επίπεδα δεν είναι μάλιστα συνέπεια της αργής αποκλιμάκωσης, καθώς από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής προκύπτει ότι υπήρξαν νέες σημαντικές ανατιμήσεις τον περασμένο μήνα. Ετσι, αν και τον Απρίλιο του 2023 είχε καταγραφεί οριακή μείωση 0,1% στις τιμές των τροφίμων σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2023, το σκηνικό ανατράπηκε τον Μάιο με αυξήσεις τιμών 1,8% σε μηνιαία βάση. Μάλιστα σε πλέον βασικά είδη διατροφής, όπως είναι το αλεύρι, καταγράφεται αύξηση της τιμής 8% τον Μάιο σε σύγκριση με τον Απρίλιο.
Η εξέλιξη αυτή μεταθέτει για αργότερα –στην καλύτερη περίπτωση μετά το καλοκαίρι– τον τερματισμό του κύκλου ανατιμήσεων στα τρόφιμα, τερματισμός ο οποίος αρχικά οι παράγοντες της αγοράς εκτιμούσαν ότι θα επέλθει στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2023. Και η παραπάνω εκτίμηση βεβαίως γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποιο έκτακτο γεγονός και με βάση τις υφιστάμενες προβλέψεις για την παγκόσμια παραγωγή βασικών προϊόντων, όπως είναι τα σιτηρά και άλλα.
Οι δύο βασικές αιτίες
Για ποιους λόγους πολλές εταιρείες, εγχώριες και πολυεθνικές, συνεχίζουν να αποστέλλουν τιμοκαταλόγους με ανατιμήσεις, έστω και αν αυτές είναι μικρότερες σε ένταση σε σύγκριση με πέρυσι;
Δύο είναι οι βασικές αιτίες που προβάλλει η αγορά για να δικαιολογήσει τον νέο γύρο ανατιμήσεων:
• Πρώτον, ότι πέρυσι οι επιχειρήσεις, βιομηχανία και λιανέμποροι, απορρόφησαν μέρος μόνο της αύξησης του κόστους παραγωγής και λειτουργίας, διότι η μετακύλιση του συνόλου της αύξησης θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στη ζήτηση και στα μερίδια αγοράς.
• Δεύτερον, ότι υπάρχουν ακόμη αποθέματα πρώτων υλών τα οποία είχαν προμηθευτεί σε υψηλές τιμές και επομένως μέχρι να τελειώσουν αυτά τα αποθέματα θα μετακυλίεται το κόστος και στην τιμή λιανικής.
Υπάρχει, τέλος, και μια σχετικά μικρή μερίδα επιχειρήσεων που τιμολογούν τα προϊόντα τους στις αρχές κάθε έτους και δεν προχωρούν στη συνέχεια σε αναπροσαρμογές. Οι εταιρείες αυτές είχαν τιμολογήσει τα προϊόντα τους προ της έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία και προχωρούν τώρα σε ανατιμήσεις στις οποίες δεν προέβησαν πέρυσι.
Εύλογα, βεβαίως, θα αναρωτηθεί κάποιος για ποιο λόγο στην Ελλάδα οι τιμές λιανικής αυξήθηκαν πολύ γρήγορα, μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ στην περίπτωση εκείνη ίσχυε το αντίστροφο, υπήρχαν δηλαδή αποθέματα πρώτων υλών που είχαν αγορασθεί σε χαμηλότερες τιμές αλλά και τελικά προϊόντα που είχαν παραχθεί με μικρότερο κόστος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του φαινομένου που ονομάζεται και «φαινόμενο της ρουκέτας και του φτερού», της ασυμμετρικής δηλαδή προσαρμογής των τιμών λιανικής σε σχέση με το κόστος (εκτοξεύονται σαν ρουκέτα όταν ανεβαίνει το κόστος, αλλά μειώνονται αργά, σαν να πέφτει ένα φτερό, όταν μειώνεται το κόστος), είναι αυτό των αλεύρων.
Με την αύξηση κατά 80%-100% της τιμής του μαλακού σιταριού όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολύ γρήγορα αυξήθηκαν οι τιμές των αλεύρων τόσο στη λιανική όσο και στη χονδρική. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές των σιτηρών έχουν υποχωρήσει, η μείωση στη χονδρική τιμή των αλεύρων είναι μόλις 4%, όπως επισημαίνει στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος Μιχάλης Μούσιος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αν και μέσα στο 2023 δεν έχουν γίνει ευρύτερα ανατιμήσεις στο παραδοσιακό ψωμί, δεν ισχύει το ίδιο για το βιομηχανικό ψωμί και κυρίως το ψωμί σε φέτες.
Η μεγάλη «ευαισθησία» των τιμών στην Ελλάδα στις διεθνείς εξελίξεις είναι ορατή και στα στοιχεία της εξέλιξης του πληθωρισμού των τροφίμων στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, κάτι που εν μέρει εξηγείται από τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές πρώτων και δεύτερων υλών.
Στην Ελλάδα, ήδη από τον Αύγουστο του 2021, όταν ξεκίνησε η αύξηση στις τιμές της ενέργειας και σε πρώτες ύλες, ο πληθωρισμός των τροφίμων ήταν 3,4% βάσει των στοιχείων της Eurostat, έναντι 1,9% στην Ευρωζώνη.
Τον Δεκέμβριο του 2021 στην Ελλάδα είχε ξεπεράσει ήδη το 4% και βρισκόταν στο 4,5%, ενώ τον Φεβρουάριο του 2022 (η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έγινε στις 24 Φεβρουαρίου 2022) είχε εκτοξευθεί στο 7,5%, έναντι 4,8% στην Ευρωζώνη, 4,7% στην Πορτογαλία και 5,2% στην Ιταλία. Από τον Απρίλιο του 2022 βρίσκεται σε διψήφιο ποσοστό, 11,3%, όταν στην Ευρωζώνη ήταν 7,7%.
ΠΗΓΗ moneyreview.gr