του Βασίλη Στεφανακίδη
Tελικά ,όπως δείχνουν οι εξελίξεις, παρασυρθήκαμε από μια συλλογική αυταπάτη πως ξεμπερδέψαμε με τον κορωνοϊό. Αφού τη “βγάλαμε καθαρή” και με μικρές σχετικά υγειονομικές επιπτώσεις τους πρώτους μήνες έναντι άλλων χωρών, πιστέψαμε πως αυτό ήταν και πάει και συνεχίζουμε τις ζωές μας κανονικά.
Χαλαρώσαμε στην τήρηση των μέτρων που ποτέ δεν έπαψαν να μας συστήνουν οι επιστήμονες κι είπαμε να σώσουμε ό,τι σώζεται από τις βαριές επιπτώσεις που προέκυψαν στην οικονομία.
Ανοίξαμε τα σύνορα, επανεκκινήσαμε τις καθημερινές δραστηριότητες της οικονομίας, επανήλθαμε στις δραστηριότητες μας έχοντας την ψευδή εντύπωση πως η κατάσταση είναι ελεγχόμενη.
Και κυρίως γιατί η πλειονότητα του πληθυσμού και κυρίως οι νεότεροι θεώρησαν και θεωρούν πως όλα αυτά τα περί κορωνοϊού δεν τους αφορούν. Είναι μια υπόθεση που αφορά κάποιους άλλους και όχι τους ίδιους.
Εξ ου και η αμεριμνησία. Ο συγχρωτισμός και το στρίμωγμα στα μπαράκια, οι αγκαλίτσες και τα φιλάκια με όλη την παρέα και κοινωνικές επαφές όπως στα προ πανδημίας χρόνια.
Κι αυτές τις ανεύθυνες συμπεριφορές όπως αποδεικνύεται, δεν τις συγχωρεί ο ιός.
Γι αυτό και καθημερινά τα κρούσματα λίγες μέρες πριν μπούμε στον Αύγουστο, αυξάνονται και πληθύνονται και δεν κτυπούν απλά καμπανάκια αλλά καμπάνες.
Και όχι μόνο στη χώρα μας. Δείτε τι γίνεται και ποια κατάσταση επικρατεί σε όλο τον πλανήτη.
Δείτε τι γίνεται στην Ισπανία που αναγκάσθηκε να κλείσει τα μπαρ στις τουριστικές περιοχές και να αυξήσει τα προληπτικά μέτρα. Δείτε τι γίνεται στη Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που η μία μετά την άλλη αναγκάζονται να επαναφέρουν τα μέτρα για να αποφύγουν ένα νέο γενικό lock down. Περιττή η αναφορά στα Βαλκάνια και την έξαρση των κρουσμάτων που δεν είχαν ούτε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.
Κατανοούμε την αναγκαιότητα της λειτουργίας της οικονομίας και κυρίως της τουριστικής βιομηχανίας από την οποία επηρεάζεται όλη η χώρα. Όπως κατανοούμε τη δεδηλωμένη θέση της κυβέρνησης αλλά και πολλών άλλων κυβερνήσεων πως νέο γενικό lock down δεν πρόκειται να επιβληθεί γιατί κάτι τέτοιο θα έφερνε την απόλυτη καταστροφή.
Αυτό σημαίνει όμως, πως το μεγαλύτερο βάρος στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού εναπόκειται στην υπευθυνότητα των πολιτών.
Σε αυτή την περίπτωση όμως το ρίσκο είναι μεγάλο γιατί όταν δεν υπάρχει ο φόβος της ποινής στους μη συμμορφωμένους , το γνωστό “έλα μωρέ , δε βαριέσαι” δυστυχώς επικρατεί.
Λίγοι μπορούν να κατανοήσουν πως δεν αντέχουμε ως χώρα να δούμε Αυγουστιάτικα 1.000 κρούσματα την ημέρα και να δούμε να γεμίζουν ξανά τα νοσοκομεία και οι εντατικές.
Λίγοι δυστυχώς κατανοούν πως με την αμεριμνησία και την ανευθυνότητα μας μπορεί να γκρεμίσουμε μέσα σε λίγες μέρες, ό,τι με τόσο κόπο και τόσες θυσίες πετύχαμε τους προηγούμενους μήνες.
Και επειδή δεν τον καταλαβαίνουν, η πολιτεία οφείλει να αυστηροποιήσει τα μέτρα και να μη διστάσει να κλείσει τους χώρους όπου εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να επιβληθεί η κοινωνική απόσταση και η μάσκα.
Να μην ανοίξει τα σύνορα σε τουρίστες από χώρες όπου υπάρχει έξαρση της πανδημίας.
Χαμένη για χαμένη είναι η τουριστική χρονιά ας μην προσθέτουμε και νέους κινδύνους υποδεχόμενοι μερικές χιλιάδες ακόμα τουρίστες από Ρωσία, Ουκρανία, Βαλκανικές χώρες και από όπου αλλού η κατάσταση είναι χειρότερη από τη δική μας.
Όπως δεν θα πάθουμε τίποτα αν απαγορεύσουμε την είσοδο σε εποχικούς εργάτες που έρχονται σχεδόν ανεξέλεγκτα από Αλβανία, Βουλγαρία κλπ
Η κατάσταση όπως λένε οι επιστήμονες είναι πλέον ανησυχητική.
Αυτή όμως η ανησυχία πρέπει να περάσει και στην κοινότητα με κάθε τρόπο.
Το κακό πρέπει να σταματήσει το γρηγορότερο δυνατόν.
Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Κάποιος πρέπει να μας τρομάξει πριν τρομάξουμε από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα μιας νέας έξαρσης . Ας ξεκινήσει μια νέα καμπάνια ενημέρωσης, ας βγει ο καθηγητής Τσιόδρας του οποίου τα λόγια έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό, ας βγάλει διάγγελμα ο πρωθυπουργός, ας ενταθούν οι έλεγχοι τήρησης των μέτρων.
Ας γίνει τέλος πάντων ό,τι χρειάζεται για να μην ξαναρχίσουμε να μετράμε εισαγωγές σε νοσοκομεία και ήρωες της πρώτης γραμμής που δίνουν τη μάχη με τον κορωνοϊό καθώς το εμβόλιο φαίνεται να αργεί ενώ για το φάρμακο δεν ακούμε κουβέντα ούτε καν σε κλινικό επίπεδο.