Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Στο μικροσκόπιο το κόστος δανεισμού- Η ελπίδα στο “μπαζούκας” της ΕΚΤ

Πονοκέφαλος για την κυβέρνηση η άνοδος του κόστους δανεισμού εν μέσω αναζήτησης ρευστότητας. Νέος πονοκέφαλος προστίθεται στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης από την άνοδο κόστος δανεισμού σε μια περίοδο που αναζητείται ρευστότητα για το κρατικό ταμείο μέσα και από το πρόγραμμα έκδοσης ομολόγων για να στηριχθεί το πακέτο των 11 δις ευρώ μέτρων που σχεδιάζεται για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα στην εγχώρια αγορά, η τιμή του 10ετούς  έχει υποχωρήσει κατά περίπου 10,8% από την αρχή του έτους. Έτσι η απόδοση του ίδιου ομόλογου από τα ιστορικώς χαμηλά του 0,65% που είχε υποχωρήσει στις αρχές του 2021 έχει σκαρφαλώσει πάνω από το 1%.

Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι εάν θελήσει τώρα η χώρα να δανειστεί αυτό θα γίνει με δυσμενέστερους όρους σε σχέση με την τελευταία φορά που βγήκε στις αγορές πριν λίγες εβδομάδες. Υπενθυμίζεται ότι στις 27/1 το Δημόσιο άντλησε τελικά 3,5 δισ. ευρώ (2,5 – 3 δίσ. ευρώ ήταν ο αρχικός στόχος) με το επιτόκιο να διαμορφώθηκε στο 0,75% που είναι νέο ιστορικό χαμηλό για οποιαδήποτε διάρκεια έκδοσης. Η απόδοση του ομολόγου διαμορφώθηκε τελικά στο 0,807%.

Μπορεί ακόμη να είναι νωρίς για εκτιμήσεις ωστόσο η κίνηση αυτή των τιμών των ελληνικών χρεογράφων που δεν αποτελεί βέβαια μόνο εγχώριο προνόμιο είναι ανησυχητική καθώς οι προβλέψεις για την πορεία της ανάπτυξης δεν είναι ευοίωνες και άρα η ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας θα παραμείνει μεγάλη και το επόμενο διάστημα. Να σημειωθεί ότι μπροστά της η χώρα έχει ένα πρόγραμμα δανεισμού  10 12 δισεκ. ευρώ ώστε να συντηρήσει τον «κουμπαρά» της, που τώρα διαθέτει ποσά πάν από 30 δισεκ από 37 δισεκ, που ήταν το 2019 κατά την αλλαγή της κυβέρνησης. Κι εδώ για άλλη μια φορά φαίνεται η αξία του «μαξιλαριού» αλλά και βέβαια η σημασία συνέχισης της πολιτικής της ΕΚΤ για μαζικές «ενέσεις» ρευστότητας.

Διεθνές σκηνικό

Αντίστοιχη τάση βέβαια με τα κόστη δανεισμού επικρατεί βέβαια και σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη. Κύρια αιτία η εκτίμηση ότι η οικονομία σε κάποιο βαθμό θα ανακάμψει παρασέρνοντας προς τα πάνω και τον πληθωρισμό. Βέβαια οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης υποχώρησαν χτες μετά την άνοδό τους αυτή την εβδομάδα, αν και η απόδοση του γερμανικού τίτλου αναφοράς αναμένεται να καταγράψει τη μεγαλύτερη μηνιαία άνοδο τριετίας καθώς οι αυξανόμενες πληθωριστικές προσδοκίες προκάλεσαν μαζικές πωλήσεις ομολόγων που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.

Να σημειωθεί ότι ο δανεισμός των πιο πλούσιων χωρών του κόσμου από τις αγορές ομολόγων για το 2020 έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ φτάνοντας τα 18 τρισ. Δολάρια.

Καμπανάκι

Στο φόντο αυτό αναπτύσσεται μια ανησυχία μήπως ο φόβος του πληθωρισμού οδηγήσει το «μπαζούκας» ρευστότητας στο να σταματήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ζήτησε χτες την Παρασκευή (26/2) ανοιχτά την αύξηση του ρυθμού αγορών ομολόγων από πλευράς της ΕΚΤ προκειμένου να σταματήσει η αύξηση του κόστους δανεισμού λόγω της εκτίναξης των αποδόσεων. «Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει αδικαιολόγητη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, οπότε ίσως να ήταν επιθυμητό η ΕΚΤ να επιταχύνει τον ρυθμό των αγορών του PEPP προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης οικονομική δικαιολογία για την εκτίναξη των ονομαστικών αποδόσεων των ομολόγων μακροπρόθεσμα».

Πρόσθεσε, δε, ότι ενδέχεται επίσης η συνεδρίαση να τροποποιήσει ελαφρώς τα μηνύματα της ΕΚΤ σχετικά με την πολιτική της, αν και τόνισε ότι δεν απαιτείται ουσιώδης αλλαγή, καθώς η κεντρική τράπεζα διαθέτει ακόμη περί το 1 τρισ. ευρώ στο οπλοστάσιό της προκειμένου να δαπανήσει στο PEPP.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τις διευκολυντικές νομισματικές πολιτικές για να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης, πιθανώς ακόμη και επεκτείνοντας το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, όπως ανέφερε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρος Πελαγίδης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, παραπέμποντας και στις σχετικές δηλώσεις του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, P. Lane. Εξέφρασε επίσης την εκτίμηση ότι η πιθανή εμφάνιση ενός “πληθωρισμού κόστους” πιθανότατα θα είναι ήπια και δεν θα έχει διάρκεια.

Τα διεθνή εμπορεύματα

Οι πληθωριστικές προσδοκίες, ανέφερε ο κ. Πελαγίδης, συνδέονται και με την αύξηση των τιμών σε διεθνή εμπορεύματα όπως το σιδηρομετάλευμα αλλά και αγροτικά προϊόντα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην αυξημένη ζήτηση από την Κίνα, η οποία ήδη βιώνει έντονη ανάκαμψη. Τόνισε επίσης ότι όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διατηρούν το πληθωρισμού χαμηλά, τον πυρήνα του πληθωρισμού, όπως η τεχνολογική καινοτομία, το δημογραφικό ζήτημα, οι οικονομικές ανισότητες ή και η αποδιοργάνωση και αποκέντρωση του εργατικού δυναμικού, θα συνεχίσουν να είναι παρών συμπιέζοντας μεσομακροπρόθεσμα τις τιμές.

Ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος διατύπωσε την αισιοδοξία του ότι η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται φθηνά από τις αγορές, με την στήριξη της ΕΚΤ, διότι η συνοχή της Ευρωζώνης και η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελούν προτεραιότητα, ιδίως σήμερα που η Ευρώπη υφίσταται το εξωγενές σοκ της πανδημίας.

Ο κ. Πελαγίδης υπογράμμισε ότι στις ΗΠΑ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) έχει στην ουσία ήδη αποδεχθεί ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αφεθεί να κινηθεί και πάνω από το 2% για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να πληθωριστεί μέρος του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους.

Η συζήτηση αυτή, για πιθανή προσωρινή υπέρβαση του στόχου για τον πληθωρισμό γίνεται σε κάποιους οικονομικούς κύκλους και στην Ευρώπη, είπε ο κ. Πελαγίδης.

Καμπανάκι για νέα μέτρα

Στο μεταξύ κορυφαίοι οικονομολόγοι του πλανήτη όπως , ο Αμερικανός κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ, Τζόζεφ Στίγκλιτς, κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου για τα προγράμματα βοήθειας: «Όσον αφορά το μέγεθος του Ταμείου ανάκαμψης, η Ευρώπη είναι πολύ πίσω από τις ΗΠΑ. Δεν επαρκεί καθόλου», δήλωσε ο Στίγκλιτς την οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» πριν λίγες μέρες. «Αυτό θα αντικατοπτρίζεται επίσης στα μεγέθη ανάπτυξης. Η Ευρώπη, και ιδιαίτερα οι ισχυρές οικονομίες όπως αυτή της Γερμανία, πρέπει να κάνουν περισσότερα. Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις είναι τώρα καλές, ιδίως λόγω των χαμηλών επιτοκίων της αγοράς κεφαλαίων», πρόσθεσε.

Ο Όλιβερ Ράκαου, ο επικεφαλής οικονομολόγος της βρετανικής εταιρίας ερευνών Oxford Economics στη Γερμανία, έκανε μια παρόμοια δήλωση. «Εάν συγκριθούν τα ελλείμματα σε σχέση με το μέγεθος της ύφεσης, τότε τα προγράμματα οικονομικής ανάκαμψης δεν επαρκούν, ακόμη και αν συμπεριληφθεί το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Κατά τη γνώμη μας, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να είναι ικανοποιημένες», δήλωσε στην «Handelsblatt».

ΠΗΓΗ