Δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα τα ποσοστά του πληθυσμού που έχει ήδη εμβολιαστεί σε δεκαέξι χώρες τις Ευρώπης. Εκτός από την υστέρησή μας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες σε σύγκριση με χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως η Δανία και η Σουηδία, αλλά και της Μεσογείου, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, θλιβερή επίδοση για τη χώρα μας αποτελεί το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό των υγειονομικών που έχουν ήδη εμβολιαστεί. Με ποσοστό 62,5% καταλαμβάνουμε την προτελευταία θέση μεταξύ των δεκαέξι χωρών, ο μέσος όρος στις οποίες είναι 77%.
Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά που καταγράφονται στη χώρα μας δεν οφείλονται στην ανεπάρκεια του εμβολιαστικού προγράμματος, το οποίο έχει οργανωθεί υποδειγματικά, αλλά στη μεγαλύτερη ανησυχία του ελληνικού πληθυσμού για πιθανές παρενέργειες των εμβολίων. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται άμεσα με τον βαθμό κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Οι πληθυσμοί των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, για λόγους πολιτισμικούς αλλά και λόγω χαμηλότερης μόρφωσης και ελλιπούς παιδείας, εμπιστεύονται λιγότερο τις Αρχές αλλά και την επιστήμη απ΄ ότι οι πληθυσμοί των πιο αναπτυγμένων χωρών. Το ίδιο συμβαίνει και στον ίδιο τον πληθυσμό κάθε χώρας. Τα λιγότερο προνομιούχα στρώματα συμμορφώνονται σε μικρότερο βαθμό με τις εκάστοτε υγειονομικές οδηγίες και υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό απόψεις, στάσεις και συμπεριφορές που υπονομεύουν την υγεία τους. Για αυτό άλλωστε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναδείξει ως βασική προτεραιότητα τον « Εγγραμματισμό Υγείας» (Health Literacy).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το χαμηλό ποσοστό εμβολιασθέντων υγειονομικών στη χώρα μας, το οποίο οφείλεται κυρίως στο σχετικά μεγάλο ποσοστό του νοσηλευτικού προσωπικού (περίπου ένας στους δύο) που αρνείται να κάνει το εμβόλιο, και λιγότερο στους γιατρούς (περίπου ένας στους πέντε) που κατά κανόνα ανήκουν σε πιο οικονομικά εύρωστα στρώματα και που έχουν περισσότερες ιατρικές γνώσεις. Το φαινόμενο αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο μόνον την υγεία των ίδιων των υγειονομικών, αλλά κυρίως των ασθενών τους οποίους αυτοί περιθάλπουν και των οποίων την υγεία οφείλουν να προστατεύουν με κάθε δυνατό τρόπο. Ταυτόχρονα, οι υγειονομικοί αποτελούν με τη στάση τους ισχυρό αρνητικό πρότυπο για τον απλό πολίτη. Για τον λόγο αυτό, είχα προτείνει δημοσίως, ήδη από τον χειμώνα, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών που ασκούν κλινικό έργο και τη μετάθεση όσων αρνούνται να εμβολιστούν σε μη κλινικό έργο μέχρι το τέλος της πανδημίας. Η εξέταση του θέματος το φθινόπωρο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, δεν αποτελεί λύση, γιατί τότε η επιδημία θα αποτελεί πλέον πολύ μικρότερο κίνδυνο.
Εκτός, όμως, από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών, η Πολιτεία θα έπρεπε να είχε προχωρήσει, αφενός σε στοχευμένες παρεμβάσεις για την άρση των επιφυλάξεων, με ειδικά προγράμματα ενημέρωσης και Αγωγής Υγείας και αφετέρου στη θέσπιση θετικών κινήτρων για όσους εμβολιάζονται, όχι μόνο για τους υγειονομικούς αλλά για το σύνολο των πολιτών. Το έλλειμμα αυτό αντανακλά την ανυπαρξία στη χώρα μας ισχυρών δομών και υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, οι οποίες αποτελούν διεθνώς πυλώνα πολιτικής υγείας ανεξάρτητων από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας (ΕΣΥ) και οι οποίες είναι αρμόδιες για την αντιμετώπιση, μεταξύ άλλων κινδύνων, και των επιδημιών.
Γιάννης Τούντας Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής, ΕΚΠΑ
από το www.liberal.gr