του Μανόλη Καψή
Χθες το πρωί, με τη δήλωση του εκπροσώπου του Ερντογάν που ανακοίνωσε ότι τελικά το Oruc Reis δεν θα προχωρήσει σε έρευνες στα ανοιχτά του Καστελόριζου, μια ακόμα εν δυνάμει ελληνοτουρκική κρίση πήρε τέλος. Λήξη συναγερμού, μέχρι φυσικά την επομένη.
Τα πρώτα σημάδια εκτόνωσης της κρίσης φάνηκαν λίγες ώρες μετά το τηλεφώνημα που έκανε η Άνγκελα Μέρκελ στον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, ενώ είχε προηγηθεί το τηλεφώνημα στον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το ερώτημα είναι, ποια θα είναι η συνέχεια; Θα περιμένουμε την επόμενη κρίση ή θα αναλάβουμε πρωτοβουλίες για την επίλυση των προβλημάτων που έχουμε με την Τουρκία;
Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο υπάρχει η “πατριωτική θεωρία”, που εκπροσωπείται από πολλούς σχολιαστές και πολιτικούς, ότι η μόνη απάντηση στην Τουρκία είναι η απειλή του πολέμου και δεν υπάρχει κανένας λόγος για καμία πρωτοβουλία. Με την προσθήκη, ότι μόνο αυτό καταλαβαίνει ο Ερντογάν και η τουρκική πολιτική ηγεσία. Η θεωρία διανθίζεται με διάφορα σχόλια ότι τυχόν αμφισβήτηση αυτής της θέσης, δίνει πάτημα στον Ερντογάν και στον κάθε ηγέτη της Τουρκίας να απειλεί.
Υπάρχουν δύο παράδοξα στην θεωρία αυτή. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι η Άγκυρα είναι αυτή που μάλλον φλερτάρει διαρκώς με το θερμό επεισόδιο, αφού μια πολεμική αναμέτρηση θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια εφ΄ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Άλλωστε, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο συσχετισμός δυνάμεων, μάλλον δεν είναι θετικός για την Ελλάδα. Είναι θέμα μεγέθους. Με δυο λόγια δεν είναι ακριβές ότι η Τουρκία φοβάται την αναμέτρηση. Μήπως μάλιστα την επιδιώκει… Η αυστηρή δε και αδιαπραγμάτευτη τοποθέτηση όλων των κυβερνήσεων από τη μεταπολίτευση και μετά, μάλλον δεν έκαμψε τις τουρκικές προκλήσεις.
Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι ακόμα και οι φανατικοί οπαδοί της “πατριωτικής θεωρίας”- που συνήθως αντιμετωπίζουν τους διαφωνούντες ως Έλληνες με μειωμένο πατριωτισμό- συμφωνούν ότι υπάρχει ένα θέμα που οφείλουμε να διαπραγματευτούμε με τους γείτονες. Την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Παλιότερα λέγαμε ότι το μόνο θέμα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τώρα ο πιο σύγχρονος όρος – έστω κι αν δεν συμπίπτουν ακριβώς- είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Γεγονός που μας οδηγεί στο τρίτο παράδοξο.
Ότι δηλαδή ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε πυρ εναντίον του Oruc Reis, σε περίπτωση που επιχειρούσε εντός της ελληνικής ΑΟΖ, αν και συμφωνούμε ότι τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας… μένει να τα διαπραγματευτούμε με τη γειτονική Τουρκία. Και ότι η ανακήρυξη της ΑΟΖ δεν μπορεί να γίνει μονομερώς αλλά μετά από συμφωνία με την Τουρκία.
Το γιατί η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν αποφάσισε ποτέ να ξεκινήσει συζητήσεις για την αναπόφευκτη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης- αφού είναι σαφές ότι διαφωνούμε και θα διαφωνούμε με την Τουρκία – για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Γιατί προφανώς, όπως έχει δείξει η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, είναι πολύ πιθανό το Δικαστήριο να μην μας δικαιώσει- τουλάχιστον όχι στο 100% των δικών μας απόψεων- και να μας αποδώσει ένα μόνο ποσοστό από αυτά που θεωρούμε εθνικά μας δίκαια και ελληνική “ιδιοκτησία”. Όλες οι κυβερνήσεις προτιμούσαν να αποφύγουν το πικρό ποτήρι. Και κατέφευγαν στη γνωστή ελληνική μέθοδο επίλυσης των προβλημάτων. Στην παραπομπή τους στις ελληνικές καλένδες.
Την ίδια στιγμή όταν τεχνοκράτες, όπως ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, τόλμησαν πρόσφατα να επισημάνουν τα ασθενή και προβληματικά σημεία των ελληνικών θέσεων, δέχθηκαν τη χλεύη των άλλων.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σωστά σημειώνει, ότι διάλογος δεν γίνεται υπό καθεστώς πιέσεων και εκβιασμών. Αλλά διάλογος πρέπει να γίνει. Και άλλος τρόπος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο δεν υπάρχει. Σε αντίθεση με το κλίμα που δημιουργούν διάφοροι σχολιαστές, είναι κοινή πλέον αυτή η αντίληψη στα περισσότερα κόμματα και σε μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Ολοι (σχεδόν) συμφωνούν ότι άλλη λύση δεν υπάρχει.
Αυτό άλλωστε προβλέπει και το Διεθνές Δίκαιο.Εμείς δεν είμαστε αυτοί που παγίως επικαλούνται το Διεθνές Δίκαιο, σαν τον μόνο “μπούσουλα” για την επίλυση των προβλημάτων; Ε ας το αποδείξουμε.
www.capital.gr