Ο εικοστός αιώνας είναι αλήθεια ότι για την Ελλάδα σήμαινε αρκετές και μεγάλες καταστροφές. Και κυρίως πλήθος πολέμων. Αρκεί να αναλογιστούμε τι σήμαιναν οι δυο κρίσιμες δεκαετίες 1912-1922 και 1940-1950. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τις μαζικές πολιτικές διώξεις, τις εκτελέσεις, τις εξορίες την πολιτική προσφυγιά, αρκετά χρόνια δικτατορικών διακυβερνήσεων και το γεγονός ότι αποκτήσαμε μόλις το 1974 – και αφού ζήσαμε και την τραγωδία της Κύπρου– μια κοινοβουλευτική δημοκρατία με συμμετοχή όλων των κομμάτων, η εικόνα συμπληρώνεται. Πλάι σε όλα αυτά, η εμπειρία ενός τεράστιου ξεριζωμού, του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού, η μεγάλη μάχη της ενσωμάτωσης των προσφύγων και βέβαια το γεγονός ότι η Κατοχή ειδικά για τη χώρα μας σήμαινε την εμπειρία της πείνας και των μαζικών εκτελέσεων.
Όμως, τα τελευταία 45 χρόνια, χρόνος κοντά δύο γενεών, οι εμπειρίες δεν περιλάμβαναν ανάλογες μεγάλες καταστροφές. Οι γενιές που είναι σήμερα ενεργές στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή δεν έχουν ζήσει πόλεμο, πείνα ή μια εικόνα γενικευμένης καταστροφής. Η γενιά του Πολυτεχνείου, η τελευταία που πρόλαβε μαζικές διώξεις για πολιτικά φρονήματα, φυλακίσεις και βασανιστήρια, σιγά σιγά αποσύρεται από το πολιτικό προσκήνιο.
Έζησαν είναι αλήθεια οι γενιές αυτές την εμπειρία των μνημονίων, που ανέκοψε με αρκετά βίαιο τρόπο, την αίσθηση ότι κουτσά στραβά τα πράγματα μπορούσαν να είναι καλύτερα από γενιά σε γενιά. Ωστόσο, παρά το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής (δεν είναι μικρό πράγμα το να χαθεί το 25% του ΑΕΠ) και τις κοινωνικές επιπτώσεις που είχε, κυρίως την τεράστια αύξηση της ανεργίας και το μεγάλο κύμα μετανάστευσης ιδίως νεαρών πτυχιούχων, δεν πήρε τη μορφή μιας πλήρους διάλυσης του κοινωνικού ιστού.
Και τώρα αυτές οι γενιές βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν ιδιότυπο πόλεμο. Αυτόν που αφορά την αντιμετώπιση μιας πανδημίας. Και είναι ένας πόλεμος για τον οποίο δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία ούτε οι boomers ούτε οι millenials.
Είναι πιθανό αυτός ο πόλεμος να εξελιχτεί σε μια μάλλον παροδική εμπειρία, πράγμα που είναι αυτό που στην πραγματικότητα ευχόμαστε όλοι. Δηλαδή, ελπίζουμε ότι η εμπειρία με τις μεγάλες καραντίνες, τους περιορισμούς, την αναστολή πλήθους δραστηριοτήτων να είναι η αναγκαία σύντομη αντίδραση για να μην έχουμε αρνητικές εξελίξεις, η αναγκαία «υπερβολή» για την οποία όμως δεν θα μετανιώσουμε.
Όμως, είναι πιθανό η μάχη να κρατήσει καιρό. Η ζωή μας να παραμείνει αλλαγμένη και περιορισμένη για ένα διάστημα μεγαλύτερο. Να χρειαστούν και πιο αυστηρά μέτρα. Να θρηνήσουμε θύματα περισσότερα από όσα θα θέλαμε.
Σε κάθε περίπτωση πάντως όλες οι γενιές σήμερα ζουν μια εμπειρία που θα τους αφήσει βαθιά σημάδια. Κάτι για το οποίο θα έχουν να λένε.
Και θέλουμε μερικά από τα πράγματα που θα μπορούν να λένε μετά να είναι τα ακόλουθα:
– Ότι μπόρεσαν να δώσουν αυτή τη μάχη με όρους συλλογικούς και όσους αλληλεγγύης, πρώτα και κύρια απέναντι στους πιο ευάλωτους, ακόμη και εάν αυτό σήμαινε να τηρήσουν «μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης».
– Ότι απέφυγαν τον ατομικό πανικό και την αντιμετώπιση του άλλου ως εχθρού ή ως ανταγωνιστή και κατάλαβαν τη σημασία που έχει η πραγματική κοινωνική συνοχή.
– Ότι σεβάστηκαν την εργασία και τη συνέπεια αυτών που δεν έδωσαν τη μάχη «μένοντας σπίτι», αλλά στα νοσοκομεία για να περιοριστούν οι επιπτώσεις, στις υποδομές για να είναι αδιάλειπτη η λειτουργία τους, στις αναγκαίες εφοδιαστικές αλυσίδες.
– Ότι άκουσαν τη γνώμη των ανθρώπων με γνώση και όχι τις ατεκμηρίωτες και συχνά επικίνδυνες «απόψεις» που περιφέρονται στο διαδίκτυο.
– Ότι δεν άφησαν την πανδημία να μετατραπεί σε καταλύτη για την εξαθλίωση όλων εκείνων που υποχρεώθηκαν να μην εργάζονται.
– Ότι κατάλαβαν ότι η ενίσχυση και στελέχωση του δημόσιου συστήματος υγείας δεν είναι ποτέ σπατάλη, αλλά πάντα επένδυση στο μέλλον.
– Ότι συνειδητοποίησαν ότι τις κρίσιμες ώρες τα δημόσια αγαθά απαιτούν και δημόσιες παρεμβάσεις και δημόσιες δαπάνες και δημόσια μέτρα και δεν μπορούν να θεωρούνται ιδιωτική υπόθεση ή να αφήνονται στους «νόμους της αγοράς».
Και κυρίως θέλουμε μετά να μπορούν να λένε ότι:
– Όσα έμαθαν στη μάχη με την πανδημία δεν τα ξεχνούν και ότι κατάλαβαν την ανάγκη να δουν διαφορετικά τις προτεραιότητες που έχουμε ως κοινωνία.
του Παναγιώτη Σωτήρη από το www.in.gr