Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Η ανάγκη αξιοποίησης των εργαλείων που διαθέτουν οι δανειολήπτες πυρόπληκτων δανείων για τη ρύθμισή τους

Είναι γνωστές σε όλους οι διαρκείς και άοκνες προσπάθειες που έχει καταβάλει το Επιμελητήριο Ηλείας , για την υποστήριξη των δανειοληπτών πυρόπληκτων δανείων με ή και χωρίς την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Απτό παράδειγμα των προσπαθειών αυτών ήταν η θεσμοθέτηση από τις αρχές του έτους της υπουργικής απόφασης Χουλιαράκη, που παρείχε συγκεκριμένες δυνατότητες για την ρύθμιση των δανείων αυτών απ’ ευθείας στις πιστώτριες τράπεζες.

Παρά ταύτα, η μέχρι σήμερα εμπειρία έδειξε ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ιδίως λόγω της στάσης των τραπεζών.

Σε ενημερωτική συνάντηση στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με την συμμετοχή του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, κ. Κουρμούση, στελεχών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και εκπροσώπων των εμπλεκομένων στα δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου Επιμελητηρίων, κατέστη σαφές ότι, θα απαιτηθούν συντονισμένες προσπάθειες από πλευράς όλων των ενδιαφερομένων, για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες της υπουργικής απόφασης Χουλιαράκη. Ήδη από την θέση σε ισχύ της, την 8.2.2019, διεφάνηη πρόθεση των τραπεζών να την καταστήσουν ένα στείρο και κενό περιεχομένου γράμμα δικαίου, το οποίο, μόνον κατά το φαινόμενο, θα θέσουν σε εφαρμογή, ώστε να αποφύγουν τυχόν συνέπειες από την περίπτωση της ευθείας αγνόησής του.

Ένα είναι βέβαιο: θα απαιτηθούν εμπεριστατωμένες προτάσεις ρύθμισης εκ μέρους των δανειοληπτών, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες ρύθμισης των δανείων τους, ενώ θα πρέπει να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση, κυρίως με νομικά μέσα, ώστε να αποδώσει στο μέγιστο το νέο αυτό εργαλείο.

Πάντως, η εκ μέρους των δανειοληπτών επίδειξη αδιαφορίας ή παθητική αναμονή, να καταπέσει η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και να βεβαιωθούν αυτά ως οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να μπορέσουν να τα ρυθμίσουν με 120 δόσεις, δεν μπορεί να είναι λύση. Αφενός μεν, διότι το μέτρο αυτό δεν περιλαμβάνει οφειλές που βεβαιώθηκαν από 1.1.2019, αφετέρου είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος και δυσχερών άλλων προϋποθέσεων.

Παρά το γεγονός ότι, το Επιμελητήριό μας έχει δεσμευθεί να αναζητήσει επέκταση του μέτρου των 120 δόσεων, τόσο ως προς τη διάρκεια, όσο και ως προς το χρόνο των προς ρύθμιση οφειλών και λοιπών προϋποθέσεων υπαγωγής στο μέτρο, θεωρούμε αναγκαία την επιδίωξη εξεύρεσης λύσης απ’ ευθείας με τις πιστώτριες τράπεζες.

Μετά την πρόσφατη δημοσίευση απαντήσεων της Διεύθυνσης Κρατικών Εγγυήσεων & Κίνησης Κεφαλαίων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όπου συγκεκριμενοποιήθηκαν τα θέματα εφαρμογής της υπουργικής απόφασης, σκόπιμο είναι να αναφερθούμε σε πιο πρακτικά θέματα, όπως ποιες είναι οι νομικές δυνατότητες των δανειοληπτών σε περίπτωση άρνησης ρύθμισης των δανείων τους από τις τράπεζες.

Από την μελέτη της Υπουργικής Απόφασης Χουλιαράκη, αλλά και τις ερμηνευτικές – διευκρινιστικές απαντήσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθίσταται σαφές ότι, οι τράπεζες θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση υποβολής αιτήματος ρύθμισης δανείου με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, να τηρούν τα κάτωθι  κριτήρια, δηλαδή«τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια», και την «αύξηση της πιθανότητας αποπληρωμής του δανείου εκ μέρους του δανειολήπτη» και να απαντούν θετικά, σε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται, είτε από τα πρώτα (συνήθη τραπεζικά κριτήρια), είτε προς το σκοπό αύξησης της δεύτερης (πιθανότητας αποπληρωμής του δανείου εκ μέρους του δανειολήπτη).

Με τον τρόπο αυτό, σχετικοποιείται ο δυνητικός χαρακτήρας ρύθμισης κάθε συγκεκριμένου δανείου εκ μέρους της τράπεζας, όπως, ενδεικτικά, στις περιπτώσεις, όπου, επί παραδείγματι, έχει τύχει ρύθμισης άλλο παρόμοιο δάνειο, χωρίς την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, οπότε θα πρέπει να τύχει της ίδιας ή παρόμοιας ρύθμισης και το δάνειο με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, εάν με την προτεινόμενη ρύθμιση, αυξάνονται αντικειμενικάοι πιθανότητες αποπληρωμής του δανείου από τον δανειολήπτη, τότε η εκ μέρους της τράπεζας τυχόν άρνηση ρύθμισης θα συνιστά παράνομη εκ μέρους της συμπεριφορά και όχι απλώς καταχρηστική, κάτι που θα συνεπάγεται την γένεση αδικοπρακτικής ευθύνης σε βάρος της.

Με άλλα λόγια, εφ’ όσον ο δανειολήπτης μπορεί να ισχυριστεί και αποδείξει παραβίαση της υπουργικής απόφασης εκ μέρους της τράπεζας, θα μπορεί να αξιώσει εκ μέρους της αποζημίωση, για την ζημία που τυχόν προκληθεί στην περιουσία του, αιτιωδώς συνδεόμενη με την παράνομη (και υπαίτια, κατά κανόνα) αυτή συμπεριφορά της τράπεζας, ενώ δεν αποκλείεται και η δυνατότητα αξίωσης εύλογης χρηματικής ικανοποίησης της τυχόν ηθικής βλάβης του δανειολήπτη.

Σε μία τέτοια περίπτωση, εκτός, βέβαια, από τη δυνατότητα άσκησης αγωγής κατά της τράπεζας, εκ μέρους του ζημιωθέντος δανειολήπτη, αυτός θα μπορείπροκαταβολικά να καταφύγει και σε όλες τις αρμόδιες εποπτικές ή Ανεξάρτητες Αρχές, που από  τοσκοπό και των αρμοδιοτήτων τους, μπορούν  ή/και υποχρεούνται να ασκήσουν έλεγχο, εποπτεία ή διαμεσολάβηση στις σχέσεις της τράπεζας με τους αντισυμβαλλόμενους της (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδας, Συνήγορος του Πολίτη, Τραπεζικός Διαμεσολαβητής κ.ά.).

Πιστεύουμε ότι, η εκ μέρους της τράπεζας αδικαιολόγητη ή/και παράνομη άρνηση ρύθμισης δανείου με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου θα έπρεπε να συνιστά και λόγο απόρριψης της κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε αναγκαία και πηγάζουσα από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την ανάγκη πλήρους και σαφούς ενημέρωσης εκ μέρους των τραπεζών προς τους δανειολήπτες, αναφορικά με το περιεχόμενο και τις δυνατότητες της υπουργικής απόφασης, ενώ θα πρέπει αυτό να εξετάζεται και ως προαπαιτούμενο των αιτημάτων κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, που στο μέλλον υποβάλουν οι τράπεζεςπρος το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν αφεθεί στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας να αποδεχτεί ή μη τα αιτήματα ρύθμισης που θα υποβληθούν, χωρίς έλεγχο ή τήρηση συγκεκριμένων κριτηρίων, που η ίδια η υπουργική απόφαση θέτει, θα αποδειχτεί «δώρο άδωρον», για τους δανειολήπτες η σχετικήρύθμιση, στην οποία έχουν επενδυθεί πολλές ελπίδες.

Το επιμελητήριο Ηλείας, γνωρίζοντας το μέγεθος του προβλήματος αυτού για τις Ηλειακές επιχειρήσεις και την επίπτωση που έχει στην τοπική οικονομία, παρακολουθεί στενά το πρόβλημα και παρεμβαίνει, στο πλαίσιο των δυνατότητώντου. Έχει ήδη από καιρού ενημερώσει τις επιχειρήσεις μέλη του να μάς γνωστοποιούν τα προβλήματα που συναντούν και συνιστά την εξάντληση κάθε περιθωρίουσυνεννόησης με τις τράπεζες για τηνεξεύρεσηκατά περίπτωσηλύσης, αλλά και την άσκηση πίεσης εξωδικαστικά ή/και με ένδικο τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που έχουν θεσμοθετηθεί.

Τέλος, θα επιδιώξουμε να θέσουμε εμφατικά προς όλα τα κόμματα, κατά την προεκλογική περίοδο και να λάβουμε συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την θεσμοθέτησηειδικήςνομοθετικήςρύθμισης για την πολύπαθη Ηλεία.

του Κωνσταντίνου Λεβέντη Ά Αντιπρόεδρου του Επιμελητηρίου Ηλείας