Ήταν στο μακρινό 1997 όταν ο Ιάπωνας μηχανικός Τσούγκιο Μακιμότο, ένας από τους ανθρώπους που έφτιαξαν τη βιομηχανία ημιαγωγών της Ιαπωνίας, σε ένα βιβλίο που συνέγραψε με τον Ντέιβιντ Μάνερς, πρωτοδιατύπωσε τον όρο «ψηφιακός νομάς» (digital nomad). Η βασική θέση του βιβλίου, σε μια εποχή που η χρήση του διαδικτύου ήταν ακόμη ένα σχετικά μειοψηφικό φαινόμενο, ήταν ότι η επιτυχία στη σύγχρονη εποχή θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την ικανότητα διαχείρισης ενός εργασιακού περιβάλλοντος ολοένα και περισσότερο νομαδικού, ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι θα μπορούν να είναι σε διαρκή κίνηση χωρίς να χρειάζεται να δεσμεύονται τοπικά για την εργασία τους.
Όμως, θα χρειαστούν να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε το φαινόμενο των ψηφιακών νομάδων να αντιμετωπίζεται ως μια σημαντική τάση στο σύγχρονο εργασιακό τοπίο αλλά και μια κρίσιμη κατηγορία επιθυμητής μετανάστευσης για αρκετές χώρες, περιοχές και πόλεις που επιδιώκουν να προσελκύσουν αυτή την κατηγορία.
Η αύξηση των ψηφιακών νομάδων
Η πανδημία οδήγησε σε μια πρωτοφανή συνθήκη όπου ένας πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων δεν εργαζόταν πια στον χώρο εργασίας. Τον Ιούλιο του 2020 το 42% των αμερικανών εργαζομένων ανέφερε ότι εργαζόταν πλήρως σε συνθήκη τηλεργασίας, ενώ πριν την πανδημία το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 7%.
Όμως, παράλληλα, αυξήθηκε και ο αριθμός των ψηφιακών νομάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία μιας έρευνας της εταιρείας MBO Partners ο αριθμός των αμερικανών ψηφιακών νομάδων αυξήθηκε κατά 50% και από 7,3 εκατομμύρια το 2019 ανέβηκε στα 10,9 εκατομμύρια το 2020.
Οι αριθμοί προϋποθέτουν έναν σαφή ορισμό του ψηφιακά νομάδα ως κάποιας/ου που επιλέγει έναν τρόπο εργασίας που δεν συνδέεται με συγκεκριμένη τοποθεσία και διευκολύνεται από την τεχνολογία, κάτι που τους επιτρέπει να εργαστούν οπουδήποτε σε έναν κόσμο που διασυνδέεται μέσω του διαδικτύου.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το στοιχείο της έρευνας που δείχνει ότι η μεγαλύτερη αύξηση δεν αφορούσε τους αυτοαπασχολούμενους ψηφιακού νομάδες (που αυξήθηκαν από τα 4,1 εκατομμύρια στα 4,6 εκατομμύρια, όσο αυτούς που είχαν παραδοσιακές σχέσεις εργασίας και όπου από τα 3,2 εκατομμύρια το 2019, αυξήθηκαν σε 6,3 εκατομμύριο το 2020.
Η ίδια έρευνα καταγράφει έναν εντυπωσιακό βαθμό ικανοποίησης από την εργασία (που φτάνει το 90%) αλλά και από το εισόδημα (που φτάνει το 76%). Είναι άνθρωποι σε υψηλότερο ποσοστό του μέσου όρου που εργάζονται σε χώρους που απαιτούν εξειδικευμένη κατάρτιση ή εμπειρία, αλλά και άνθρωποι με πιο υψηλό μορφωτικό προφίλ. Εφόσον το 57% έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 24% έναν ακόμη πιο αναβαθμισμένο μορφωτικό τίτλο.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η διαπίστωση ότι ενώ το 2019 αυτοί που σκόπευαν να γίνουν ψηφιακοί μονάδες στις ΗΠΑ ήταν 19 εκατομμύρια, ενώ το 2020 αυτοί που το σκέφτονταν είχαν φτάσει τα 45 εκατομμύρια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα το κάνουν κιόλας.
Η «δημιουργική τάξη» εγκαταλείπει τις πόλεις
Οι περισσότεροι από τους ψηφιακού νομάδες ανήκουν σε αυτό που συνήθως περιγράφεται ως η «δημιουργική τάξη» (creative class). Με τον τρόπο αυτό περιγράφεται ένα σύνολο ανθρώπων σε ανθρώπους που εργάζονται σε θέσεις διανοητικής εργασίας, σε ένα φάσμα από χώρους, από τα δημιουργικά τμήματα και τα τμήματα μάρκετινγκ των επιχειρήσεων, μέχρι τις βιομηχανίες του πολιτισμού, μέχρι την παραγωγή ψηφιακού περιεχομένου ή τις διάφορες παραλλαγές ψηφιακής επιχειρηματικότητας.
Η κατηγορία αυτή εργαζομένων άρχισε να αποκτά αυξημένη βαρύτητα από τη δεκαετία του 1990 και μετά και σε μια πρώτη φάση το χαρακτηριστικό της δεν ήταν τόσο η νομαδικότητα όσο η αναζήτηση της «σωστής πόλης». Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι αυτού του είδους οι εργασίες ευνοούνται πολύ από την διαμόρφωση πλεγμάτων από τυπικές και άτυπες σχέσεις και «οικοσυστήματα» ανταλλαγής εμπειριών, όπως και από το γεγονός ότι οι εργαζόμενες/οι σε αυτές έχουν έναν τρόπο ζωής που αποτιμά ιδιαίτερα τη ζωντανή κοινωνική ζωή, τις πολλές επιλογές πολιτιστικών αγαθών, την ύπαρξη ενός ζωντανού «κέντρου πόλης», το να είναι μια πόλη φιλικά και ανεκτικά σε ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες, σε αντιδιαστολή με την προτίμηση στα «προάστια» προηγούμενων γενιών.
Αυτό εκφράστηκε σε διάφορες πόλεις που έγιναν σημεία αναφοράς ή κατάφεραν να ανακτήσουν τέτοιο ρόλο. Όμως, ταυτόχρονα οι πόλεις αυτές είχαν και άλλα προβλήματα. Η προσέλευση ανθρώπων μεσαίων και άνω εισοδημάτων αύξησε το κόστος ζωής ή επέτεινε φαινόμενα gentrification σε γειτονιές που μέχρι τότε ήταν πόλοι έλξης. Αντίστοιχα, η ένταξη των «δημιουργικών εργαζομένων» μέσα σε ένα ιεραρχικό εταιρικό περιβάλλον συχνά είχε ως αποτέλεσμα η «δημιουργική» διάσταση να υποβαθμίζεται διαρκώς.
Μια πρώτη τάση απέναντι σε όλα αυτά ήταν η εμφάνιση ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων που προτιμούσαν, ενίοτε και συνειδητά, πιο ευέλικτες μορφές εργασίας ή την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου. Για να περιορίσουν τα κόστη τους επέλεξαν τους χώρους co-working που ταυτόχρονα τους επέτρεπαν και ένα βαθμό αλληλεπίδρασης με άλλους συναδέλφους τους. Αυτό εξηγεί γιατί από τη δεκαετία του 2000 και μετά αυξήθηκαν τα κάθε λογής co-working hubs που προσέφεραν υποδομές και δυνατότητα για μια εργασιακή βάση, χωρίς το κόστος της ενοικίασης γραφείου, για εργαζομένους που ήδη από τότε το βασικό τους εργαλείο δεν ήταν το γραφείο όπου θα υποδέχονταν πελάτες, αλλά το ψηφιακό περιεχόμενο που θα ανέβαζαν ή το power-point που θα παρουσίαζαν.
Η οικονομική κρίση του 2008-2009 έπληξε ιδιαίτερα και αυτές τις βιομηχανίες και τις ήδη αρκετά ακριβές πόλεις που στέγαζαν αυτή την κατηγορία εργαζομένων. Αυτό έφερε αυτούς τους εργαζομένους αντιμέτωπου με κρίσιμα ερωτήματα. Έπρεπε να βρουν τρόπο να μειώσουν το κόστος ζωής τους και ταυτόχρονα επεδίωκαν να βρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία του.
Ήταν σε αυτό το σταυροδρόμι ανάμεσα στην επιδίωξη για ζωή με μικρότερο κόστος και ταυτόχρονα καλύτερη ποιότητα ζωής που πλέον το φαινόμενο των digital nomads αποκτά άλλη διάσταση.
Αναζητώντας την καλύτερη τοποθεσία για εργασία
Σε αυτό το φόντο είναι που έχει ενδιαφέρον να δούμε τον τρόπο που οι ψηφιακοί νομάδες αναζητούν την κατάλληλη τοποθεσία για να εργαστούν, καθώς είναι προφανές ότι η καλή σύνδεση wifi είναι όρος των ων ουκ άνευ, αλλά όχι και επαρκής.
Ένα πρόσφατο βιβλίο των Rachael A. Woldoff και Robert C. Litchfield με τίτλο ‘Digital Nomads. In Search of Freedom, Community and Meaningful Work in the New Economy, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Oxford University Press, μας δίνει μερικές απαντήσεις. Γραμμένο με προσέγγιση εθνογραφική επικεντρώνει στην κοινότητα των ψηφιακών νομάδων στο Μπαλί της Ινδονησίας. Η ανάλυση αποτυπώνει τον τρόπο που οι συγκεκριμένες/οι εργαζομένοι επιλέγουν αυτή την περιοχή, που συνδυάζει τις καλές σχετικά τεχνολογικές υποδομές με την επαφή με τη φύση, το ωραίο περιβάλλον, το τοπίο αλλά και τον πολιτισμό, με την προσπάθειά τους όχι απλώς να εργαστούν αλλά και να βρουν μεγαλύτερο νόημα στην εργασία τους.
Το βιβλίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αποτυπώνει ταυτόχρονα την τρόπο που οραματίζονται αυτού του είδους τη «φυγή» όσες και όσοι την επιλέγουν, αλλά και τα προβλήματα που συναντούν σε αυτές περιοχές και τον τρόπο που τελικά διαμορφώνουν νέες κοινότητες αποτελούμενες ακριβώς από ψηφιακούς νομάδες. Αποτυπώνει επίσης πώς αυτές οι πρακτικές δεν βιώνονται μόνο ως εργασία ή επιχειρηματικότητα, αλλά και ως τρόπο για μια ανασημασιοδότηση της ζωής και επαναπροσδιορισμού της θέσης όσων εμπλέκονται σε αυτές.
Αντίστοιχα, το βιβλίο αυτό περιγράφει και τις διαφορετικές παραλλαγές των ψηφιακών νομάδων. Αυτοί που μόλις έχουν φτάσει σε μια περιοχή και ακόμη δεν έχουν καν εξαντλήσει τα όρια της τουριστικής βίζας τους και οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως ενθουσιώδεις αν και εξακολουθούν να φαντάζονται τον εαυτό τους σε ένα σχετικά εγγύς μέλλον μόνιμα εγκατεστημένους σε κάποια από τις πόλεις που είναι φιλικές στη «δημιουργική τάξη».
Έπειτα είναι αυτές και αυτοί που έχουν ήδη αποφασίσει να μείνουν περισσότερο και «παίζουν» με τα χρονικά όρια στις τουριστικές βίζες, κυρίως με το να κάνουν σύντομα ταξίδια πριν αυτές λήξουν, ώστε να επανέλθουν με νέα. Αυτή η κατηγορία είναι η κατεξοχήν «νομαδική» ακριβώς επειδή τέτοιου είδους εγκαταστάσεις έχουν χρονικά όρια και συχνά επιλέγουν να μετακινηθούν.
Και βέβαια υπάρχουν και οι εγκατεστημένοι νομάδες, αυτοί που μένουν σε μια τοποθεσία για πάνω από έναν χρόνο και δεν επιθυμούν να μετακινηθούν, ακόμη και εάν δεν έχουν αποφασίσει κάποιου είδους «οριστική μετακίνηση».
Το βιβλίο προχωράει και σε κάποια πιο γενικά συμπεράσματα, ως προς το αναδύεται η έννοια του ψηφιακού νομάδα ως κοινωνικής ταυτότητας που συνδέεται ακριβώς με το διπλό αίτημα της ελευθερίας αλλά και της κοινότητας. Δεν υποτιμούν τις πιο «σκοτεινές» πλευρές αυτών των πρακτικών, συμπεριλαμβανομένης και τη συζήτησης ως προς το εάν για ορισμένους τοπικούς προορισμού αποτελεί μια «νεοαποικιακή» πρακτική.
Το ενδιαφέρον του συμπεράσματος τους είναι ότι παρότι η έννοια της νομαδικότητας συνδέεται με την κίνηση, εντούτοις το αίτημα των ίδιων των νομάδων είναι να εντοπίσουν μια τοπική συνθήκη και μια τοπική κοινότητα που να τους επιτρέπει να βρουν περισσότερο νόημα στην εργασία τους. Μια αναζήτηση που δεν αφορά μόνο αυτούς που μπορούν να μετακινηθούν αλλά το σύνολο των εργαζομένων.
Η Ελλάδα ως προορισμός των «ψηφιακών νομάδων»
Η Ελλάδα, χώρα σχετικά χαμηλού κόστους ως προς τη διαμονή, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται σε προορισμό για ψηφιακούς νομάδες. Μάλιστα, το γεγονός ότι σε πρώτη φάση η χώρα δεν επλήγη ιδιαίτερα από την πανδημία την κατέστησε ελκυστικό προορισμό.
Οι ψηφιακοί νομάδες μπορούν να είναι και ένας παράγοντας σημαντικού εισοδήματος για τις χώρες υποδοχής (αν και όχι πάντα φορολογικού γιατί συνήθως εκμεταλλεύονται την «διττή» φορολογική υπόστασή τους για να έχουν μικρότερη συνολική φορολογική επιβάρυνση). Σε μια έρευνα που έκανε πρόσφατα το ΜΙΤ υπήρχε η εκτίμηση πως αν η Ελλάδα κατάφερνε να προσελκύσει 100.000 ψηφιακούς νομάδες σε μία χρονιά και αυτοί παρέμεναν εδώ για 6 μήνες, το όφελος θα μπορούσε να φτάσει το 1,6 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στα έσοδα που αποφέρει μία εβδομάδα παραμονής 2,5 εκατομμυρίων «κλασικών» τουριστών.
Σχέδιο νόμου του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, που πρόσφατα ολοκληρώθηκε η δημόσια διαβούλευση, περιλαμβάνει για πρώτη φορά ειδική ρύθμιση για την προσέλκυση ψηφιακών νομάδων στην Ελλάδα, προσφέροντας βίζα 12 μηνών με δυνατότητα παράτασης σε όσους επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα για να εργαστούν εξ αποστάσεως με τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας και μέσων με εργοδότες ή πελάτες εκτός Ελλάδας και με σαφή δέσμευση ότι δεν μπορούν να εργαστούν στην Ελλάδα.
Τα όρια της νομαδικότητας
Είναι σαφές ότι οι ψηφιακοί νομάδες εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζόμενων, με συγκεκριμένα όρια, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων όσων κάνουν τηλεργασία, σε γενικά γραμμές δεν έχουν τη δυνατότητα νομαδικότητας. Όμως, για τις χώρες προορισμού μπορούν να έχουν μια αυξημένη οικονομική σημασία, κάτι που εξηγεί την προσπάθεια προσέλκυσής τους (την ίδια ώρα που άλλοι άνθρωποι, πολύ περισσότεροι, που αναγκάζονται να αποτελέσουν μέρος την προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών συναντούν ολοένα και περισσότερα εμπόδια, στοιχείο που δείχνει ότι δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα όλες οι εκδοχές μετακίνησης προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής). Την ίδια στιγμή, το βασικό κίνητρό αυτής της νομαδικότητας, δηλαδή η αναζήτηση εργασίας με καλύτερες συνθήκες και σε πιο ανθρώπινο περιβάλλον, αποτυπώνει ένα βαθύτερο έλλειμμα του σύγχρονου τοπίου της εργασίας.