Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης είθισται να αποτελεί τον καθρέφτη μιας κοινωνίας, καθώς επιδρά καταλυτικά στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών. Στις χρόνιες παθογένειες των Εθνικών Συστημάτων Υγείας ήρθαν να προστεθούν οι πιέσεις από τη διαχείριση της πανδημίας. Ποια είναι τα δεδομένα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Οι αντοχές των συστημάτων υγείας δοκιμάστηκαν εν καιρώ πανδημίας, ακόμη και σε χώρες που παρέχουν υποδειγματικές υπηρεσίες πρόληψης και περίθαλψης, όπως μαρτυρούν οι εικόνες ασφυκτικά γεμάτων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, ιδίως κατά την κορύφωση του τρίτου κύματος Covid-19. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε ασφαλώς εξαίρεση. Κάθε άλλο, δεδομένων των χρόνιων αδυναμιών του ΕΣΥ.
Ποιες είναι όμως οι χώρες με τα καλύτερα συστήματα Υγείας στον κόσμο; Και σε ποια θέση κατατάσσεται η Ελλάδα;
Η Σιγκαπούρη διαθέτει το καλύτερο σύστημα Υγείας παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Δείκτη Ευημερίας του Ινστιτούτου Legatum και με βάση τη βαθμολογία των χωρών στην υποκατηγορία των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Ο Δείκτης Ευημερίας αντλεί στοιχεία από διαφόρους οργανισμούς όπως η Unicef, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO), αξιολογώντας την ποιότητα των συστημάτων φροντίδας Υγείας 167 χωρών και τις επιδόσεις τους σε 12 επιμέρους κατηγορίες, όπως ασφάλεια, υγεία, προσωπική ελευθερία, οικονομική ποιότητα, συνθήκες διαβίωσης, πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση.
Σύμφωνα με την κατάταξη του Iνστιτούτου Legatum, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ελβετία και Ισλανδία διαθέτουν τα καλύτερα συστήματα Υγείας στον κόσμο, με τη δεκάδα να συμπληρώνεται από πέντε ευρωπαϊκές χώρες: Δανία, Νορβηγία, Λουξεμβούργο, Σουηδία και Ιταλία.
Η θετική έκπληξη είναι ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 37η θέση στο σύνολο των 167 χωρών, μπροστά από μεγάλες οικονομικές υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ (59η θέση) ή η Ρωσία (101η θέση). Είναι όμως ουραγός μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, καταλαμβάνοντας από τις τελευταίες θέσεις, μπροστά από τη Σλοβακία (45η θέση), Λετονία (86η θέση) και Λιθουανία (87η θέση). Όσον αφορά την υπόλοιπη Ευρωζώνη, Λουξεμβούργο και Ιταλία συγκαταλέγονται μεταξύ των δέκα χωρών παγκοσμίως με κορυφαία συστήματα Υγείας, ενώ ακολουθεί η Ισπανία στη 12η θέση, Μάλτα και Ολλανδία (14η και 15η θέση αντιστοίχως), Γερμανία στη 17η θέση και Γαλλία στην 20η θέση. Η Κύπρος βρίσκεται στην 32η θέση, πέντε θέσεις πάνω από την Ελλάδα.
Η «ακτινογραφία» του ΕΣΥ
Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης και οι περικοπές που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των κρατικών δαπανών για την Υγεία, υποχωρώντας σε επίπεδα κατά πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πάρα τις μεταρρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα χαμηλά εισοδήματα. Ένα στα δέκα νοικοκυριά υφίστανται δυσβάσταχτες δαπάνες υγείας με την πρακτική των άτυπων πληρωμών (φακελάκια) καλά να κρατεί.
Με βάση την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2019), την τελευταία δεκαετία το ελληνικό σύστημα υγείας έχει υποστεί ριζική αναδιάρθρωση και κινείται – όμως με αργούς ρυθμούς – προς τη διαμόρφωση ενός πιο σύγχρονου, αποτελεσματικού και βιώσιμου συστήματος.
Αφού αρχικά δόθηκε έμφαση στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και στη μείωση του κόστους, οι πιο πρόσφατες προσπάθειες εστιάστηκαν επίσης στη θέσπιση και την ενίσχυση μηχανισμών για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Υπάρχει πλέον πλήρης ασφαλιστική κάλυψη υγείας για όλους τους κατοίκους και η Ελλάδα εργάζεται προς την κατεύθυνση εγκαθίδρυσης ενός λειτουργικού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, ενώ αντιμετωπίζονται προηγούμενες αδυναμίες, όπως ο κατακερματισμός, οι υπερβολικές φαρμακευτικές δαπάνες, η αναποτελεσματικότητα των δημοσίων συμβάσεων και η ανεπαρκής πρωτοβάθμια φροντίδα.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Κομισιόν, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν με στόχο τη μείωση της σπατάλης και την ενίσχυση της αποδοτικότητας οδήγησαν σε δραματική μείωση των δαπανών υγείας κατά την οικονομική κρίση, με τα επίπεδα δαπανών να σταθεροποιούνται από το 2015 και μετά. Το 2017 η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατ’ άτομο για υγειονομική περίθαλψη από 2.267 ευρώ το 2008, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. (2.884 ΕΥΡΩ). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ, επίσης κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (9,8 %). Πάνω από το 1/3 των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών)· πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και οφείλεται στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (ή ανοιχτή νοσηλεία) και νοσοκομειακές υπηρεσίες.
Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, ενώ υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Η Κομισιόν δίνει έμφαση στην επαρκή χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, ιδίως για τη στήριξη της ανάπτυξης του νέου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Τα τρωτά σημεία του ΕΣΥ επανήλθαν στο προσκήνιο στη διάρκεια της πανδημίας. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας «νοσούσε» και πριν από την έλευση του κορωνοϊού, με 1 στους 5 Έλληνες να δηλώνει σε έρευνα της διαΝΕΟσις ότι δεν έλαβε υπηρεσίες Υγείας(διάγνωση, εξέταση, θεραπεία), παρ’ όλο που την είχε ανάγκη. Σύμφωνα με την έρευνα, οι υπερβολικά υψηλές ιδιωτικές δαπάνες και η απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας, όπως και η εκτεταμένη παραοικονομία (άτυπες πληρωμές), συγκαταλέγονται στα κυριότερα προβλήματα του ελληνικού συστήματος Υγείας.
Η «διάγνωση» έχει γίνει και τώρα περισσότερο από ποτέ καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την καλύτερη δυνατή «θεραπεία».
moneyreview.gr