Πέμπτη
21
Νοέμβριος
TOP

Δυσαρέσκεια που αναζητά διέξοδο

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Φαντάζομαι ότι η κυβέρνηση αντιμετώπισε την απεργία ως περίπου εθιμοτυπική. Άκουγα, άλλωστε και ορισμένους σχολιαστές της κοινής γνώμης τις προηγούμενες μέρες να τοποθετούνται σε ανάλογο τόνο, δικαίωμα που έχει δώσει βέβαια και το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα με την εν γένει παρουσία του.

Όντως από μια ορισμένη άποψη το συνδικαλιστικό κίνημα στον ιδιωτικό τομέα με κάποιες εξαιρέσεις προφανώς δεν πείθει, δεν δείχνει ικανό να μπορεί να υπερασπιστεί αποτελεσματικά και να «επιβάλει» την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων.

Πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο σε αυτό: μικρή συνδικαλιστική κάλυψη, έντονα στοιχεία κομματικοποίησης, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, πολύ μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων, αδιαφορία και απαξίωση του συνδικαλισμού από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Όμως, θα ήταν λάθος και αφελές να πιστέψει κανείς ότι επειδή δεν «παρέλυσε» η χώρα από την απεργία του ιδιωτικού τομέα, δεν υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια και οργή για την κατάσταση της οικονομίας και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας.

Ξέρω ότι πολλοί θα πουν ότι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με μερικά χρόνια πριν. Όντως, δεν είμαστε πια στη φάση των μνημονίων, σταμάτησε ο καταστροφικός κύκλος της ύφεσης, η χώρα έχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους πολύ χαμηλούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η ανεργία μειώθηκε, αυξήθηκαν οι μέσες αποδοχές. Άλλωστε, σε αυτή τη βάση ήταν που η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει και σε νέα αύξηση του κατώτατου μισθού.

Μόνο που αυτή είναι μία πλευρά των πραγμάτων. Η άλλη είναι ότι ο πληθωρισμός επιμένει και μάλιστα όχι μόνο ως γενικός δείκτης αλλά και ως πληθωρισμός σε εκείνα τα αγαθά και τις υπηρεσίες στα οποία πηγαίνει μεγάλο μέρος του εισοδήματος της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Οι αυξήσεις των μισθών εξανεμίζονται από την αύξηση του κόστους ζωής, με αποτέλεσμα παρά τους βελτιωμένους δείκτες απασχόλησης και τις αυξήσεις των ονομαστικών μισθών τα νοικοκυριά να τα βγάζουν πέρα πιο δύσκολα.

Τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα το γεγονός ότι οι πολίτες αισθάνονται ότι θα χρειαστεί πλέον να πληρώνουν και για υπηρεσίες και αγαθά που μέχρι τώρα δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν, όπως για παράδειγμα το σχεδόν υποχρεωτικό πλέον «νόμιμο φακελάκι» για ένα χειρουργείο.

Στην αγορά εργασίας δε, οι συνθήκες παραμένουν προβληματικές, τα βαθιά τραύματα από τα μνημόνια δεν έχουν κλείσει, κατακτήσεις κρίσιμες που χάθηκαν εν μια νυκτί στα πέτρινα μνημονιακά χρόνια δεν έχουν επιστρέψει.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που η απαισιοδοξία των πολιτών για το μέλλον άρχισε πλέον να καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις. Στο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο το 52% των ερωτώμενων στην Ελλάδα εκτίμησε ότι σε ένα χρόνο η κατάσταση της οικονομίας θα είναι χειρότερη.

Την ίδια στιγμή το να πούμε απλώς ότι «θα έρθει η ανάπτυξη» και θα λυθούν τα προβλήματα δεν αποτελεί πειστική απάντηση στην αγωνία των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό σήμερα το σύνθημα «η ανάπτυξη σας τσακίζει τη ζωή μας».

Καταρχάς, γιατί είναι δεδομένο ότι οι αναπτυξιακοί ρυθμοί όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και συνολικά στην Ευρώπη δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλοί. Ουσιαστικά, η παγκόσμια οικονομία έχει μπει σε έναν μακρύ κύκλο επιβράδυνσης και στασιμότητας, με την αβεβαιότητα να κερδίζει συνεχώς έδαφος. Σε αυτό το φόντο μπορεί κανείς να πει ότι το 2% ανάπτυξη είναι καλύτερο από το 0,5%, αλλά αυτό δεν θα σημαίνει μεγάλη βελτίωση για τις ζωές των ανθρώπων.

Και έπειτα εάν θέλουμε να μιλάμε για τις ζωές των ανθρώπων, τότε πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν αρκεί η ανάπτυξη, αλλά και πώς κατανέμονται τα οφέλη της.

Έχω τη γνώμη πως αυτή τη στιγμή η κατάσταση της οικονομίας αποτελεί τη βασική «υπόγεια» κινητήρια δύναμη για τη διαμόρφωση των συνολικότερων πολιτικών δυναμικών.

Γιατί οι άνθρωποι ακόμη και εάν δεν παρακολουθούν τις «πολιτικές εξελίξεις», εντούτοις έχουν πλήρη γνώση για την κατάσταση της τσέπης τους, τα έξοδά τους, τις ανάγκες τους, κάνουν διαρκώς υπολογισμούς, εκτιμούν τις προοπτικές και εάν υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των οικονομικών τους, μετρούν τις επιπτώσεις των δημόσιων πολιτικών όπως είναι η φορολογία, αντιμετωπίζουν πάντα με αγωνία το κόστος στέγασης, αγχώνονται για το εάν μπορούν ή όχι να έχουν αποταμιεύσεις και βεβαίως αγωνιούν για το μέλλον των παιδιών τους.

Όλα αυτά γεννούν μια δυσαρέσκεια αρκετά βαθιά που συνεχώς σωρεύεται, ακόμη και εάν δεν εκφράζεται.

Μια οργή που ολοένα και περισσότερο στρέφεται κατά της κυβέρνησης και όχι απλώς «κατά της κατάστασης». Και κάνει πιο έντονες τις αντιδράσεις και τους ανθρώπους πολύ πιο επικριτικούς και για άλλες πλευρές της κυβερνητικής διαχείρισης, που αν δεν υπήρχε η οικονομική ανασφάλεια δεν θα μετρούσαν τόσο στη συλλογική συνείδηση στις σημερινές συνθήκες, όπως είναι τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου.

Προσθέστε σε όλα αυτά και το πόσο βαραίνει ακόμη το ζήτημα των Τεμπών που εξακολουθεί για τους πολίτες να είναι η στιγμή που ένιωσαν ότι «από τύχη ζουν» και ότι έχει περάσει η εποχή όπου το κράτος μπορούσε ακόμη να εγγυηθεί θεμελιώδη αγαθά όπως είναι η ασφάλεια των συγκοινωνιών.

Όλα αυτά δείχνουν το πώς τροποποιείται σιγά σιγά ο πολιτικός συσχετισμός και γιατί ο άνεμος έχει πάψει εδώ και κάποιο καιρό να είναι τόσο ευνοϊκός για την κυβέρνηση.

Προεξοφλούν ότι ολοένα και περισσότερο οι διάφορες πρωτοβουλίες που θα αναλάβει ή «χειρισμοί» που θα προσπαθήσει να κάνει η κυβέρνηση για να αντιστρέψει το κλίμα θα συναντούν ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να έχουν το αποτέλεσμα που θα είχαν υπό άλλες συνθήκες.

Δεν είναι δεδομένο, για να δώσω ένα παράδειγμα, ότι π.χ. η επένδυση της Νέας Δημοκρατίας σε πρόσωπα δημόσιας προβολής αλλά και συμβολισμούς του τύπου «Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» αυτή τη φορά θα αποδώσει τα προσδοκώμενα, γιατί μιλάμε για κάτι βαθύτερο που δεν συγκαλύπτεται εύκολα από «συμβολισμούς».

Για να το πω διαφορετικά: οι «συμβολισμοί» λειτουργούν πάντα αποτελεσματικότερα όταν σε άλλα πεδία, μη «συμβολικά», αλλά απολύτως χειροπιαστά, τα πράγματα πάνε όντως καλύτερα.

Προφανώς ότι δεν υπάρχει ένας πειστικός αντιπολιτευτικός πόλος να καλύψει το κενό και να μετατρέψει τη δυσαρέσκεια σε εμπιστοσύνη στη δυνατότητα μιας διαφορετικής πορείας, είναι κάτι που δίνει ακόμη «ανάσες» στην κυβέρνηση.

Όμως, δεν θα κρατήσει για πάντα…

πηγη in.gr