
Γράφει ο Μάνος Λαμπράκης
Στο κέντρο της τραγωδίας των Τεμπών, εκεί όπου το κράτος σωπαίνει και η εξουσία διαχειρίζεται τον θάνατο ως διοικητική εκκρεμότητα, η πρωινή δημόσια δήλωση του π. Πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά λειτουργεί ως ηχηρή επαναφορά του προσώπου στην πολιτική σφαίρα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσα από την αμήχανη, σχεδόν εχθρική σιωπή της, αποφεύγοντας κάθε ρητή τοποθέτηση απέναντι στο θεμελιώδες αίτημα των γονιών να προχωρήσουν σε εκταφή των παιδιών τους, επιλέγει την αποσιώπηση αντί της ευθύνης, τη διοικητική αποτροπή αντί του ηθικού στοχασμού.
Απέναντι σε αυτή τη σιγή που βαραίνει πιο πολύ από ενοχή, η φωνή του Αντώνη Σαμαρά δεν ακούγεται απλώς – θεμελιώνει.
Ως πρώην Πρωθυπουργός και πρόσωπο με ιστορικό πολιτικό αποτύπωμα, δεν εκφράζει προσωπική άποψη, αλλά εγκαθιστά εκ νέου το αυτονόητο: ότι η Δημοκρατία αρχίζει εκεί όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πένθους στην αναγνώριση.
Η πράξη της εκταφής δεν είναι εδώ ιατροδικαστική διαδικασία, είναι επανατοποθέτηση της σχέσης ζωής και θανάτου στο πεδίο της πολιτικής ευθύνης.
Όταν ένα Κράτος αφαιρεί τη δυνατότητα του γονιού να μάθει αν πράγματι έθαψε το παιδί του, δεν προβαίνει σε τεχνική απόφαση — καταλύει την ίδια τη δυνατότητα του προσώπου να υπάρχει ως σχέση.
Η δήλωση Σαμαρά σπάει τη θεσμική άπνοια, το κενό αναγνώρισης που η παρούσα κυβέρνηση μετατρέπει σε στρατηγική λήθης.
Η παρέμβασή του δεν είναι ένα «ανθρώπινο σχόλιο», αλλά θεσμικός επαναπροσδιορισμός της δημοκρατικής ευθύνης.
Σε ένα κράτος που εκτρέφει την αφωνία ως ασφάλεια, η ρητή φράση «είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα» γίνεται πολιτικό ρήγμα — και υπόμνηση.
Η σημασία αυτής της δήλωσης είναι ριζική. Διότι εκεί όπου οι υπουργοί σιωπούν για να προστατεύσουν τη συγκάλυψη, ένας πρώην Πρωθυπουργός μιλά για να κατονομάσει την απώλεια.
Εκεί όπου η εξουσία προστατεύει το ερμητικά κλειστό αρχείο της ενοχής, ο λόγος του Σαμαρά ανοίγει το αρχείο της μνήμης. Όχι για να αποδώσει κατηγορίες, αλλά για να επανεντάξει την πράξη της ταφής στο πεδίο της πολιτικής πράξης.
Η σιωπή του σημερινού Πρωθυπουργού δεν είναι αδράνεια. Είναι δομική επιλογή εκτροπής της ευθύνης μέσω του κενού.
Η παρέμβαση Σαμαρά δεν είναι ρητορική, είναι παρέμβαση θεσμικής μνήμης μέσα στην αποσάθρωση του θεσμικού λόγου.
Και για τον λόγο αυτό, η δήλωση αυτή πρέπει να χαιρετιστεί όχι μόνο ως πράξη γενναιότητας, αλλά ως πράξη αποκατάστασης του πολιτικού στον πυρήνα του: στην ανάκτηση του προσώπου ως ονόματος, του θανάτου ως σχέσης, της εκταφής ως δικαιώματος.