Του Θανάση Κ.
Όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν τους τελευταίους μήνες σε ένα πράγμα:
Ότι αυξάνεται συνεχώς η “γκρίζα ζώνη”.
Αυτοί που ΔΕΝ έχουν αποφασίσει,
αυτοί που ψηφίζουν “άλλο κόμμα”,
αυτοί που ζητάνε “νέα κόμματα”,
αυτοί που λένε πια ανοικτά ότι ΔΕΝ πρόκειται να ψηφίσουν.
— Όσοι θέλουν “νέα κόμματα” φτάνουν στο 60% των ερωτωμένων! (Metron Analysis πριν τρείς εβδομάδες)
— Κι όταν κάποιοι διαπιστώνουν ότι “μειώνονται κάπως οι αναποφάσιστοι” (Marc, πριν μια εβδομάδα) επισημαίνουν ταυτόχρονα ότι “αυξάνονται όσοι λένε πως δεν πρόκειται να ψηφίσουν” καθόλου. Πράγμα που είναι ακόμα χειρότερο…
Με αποτέλεσμα, με όλες τις μικρές αυξομειώσεις ποσοστών για τα κόμματα, να προηγείται – σταθερά πλέον – ο “Κανένας”!
Είναι προφανές ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ΔΕΝ εκπροσωπείται από τα υφιστάμενα κόμματα.
Γιατί άραγε;
Η εξήγηση είναι απλή: Το κόμματα που σήμερα ζητούν την ψήφο για να κυβερνήσουν, εκπροσωπούν διαφορετικές εκδοχές του ίδιου μοντέλου – που απέτυχε!
* Εδώ και τριάντα χρόνια η Ελλάδα ζει μέσα σε ένα παράδοξο: οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά η πολιτική μένει ίδια.
Τα κόμματα εναλλάσσονται, οι ετικέτες διαφοροποιούνται, αλλά το υπόστρωμα της εξουσίας –οι ιδέες, οι επιδιώξεις, οι ιδεοληψίες και οι εξαρτήσεις– παραμένει συνεχές.
Η πορεία αυτή ξεκίνησε με τον Κώστα Σημίτη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, πέρασε από τον Γιώργο Παπανδρέου, αποκρυσταλλώθηκε στον Αλέξη Τσίπρα και καταλήγει σήμερα στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Και οι τέσσερις, όσο κι αν φαίνονται διαφορετικοί μεταξύ τους, αποτελούν διαδοχικά επεισόδια της ίδιας ιδεολογικής και πολιτικής μήτρας.
— Που βλέπει την Ελλάδα, όχι ως χώρα με ταυτότητα, συμφέροντα και ιστορική συνείδηση, αλλά ως γεωγραφικό “χώρο”, ως πεδίο εφαρμογής πολιτικών” που σχεδιάζονται αλλού.
— Που θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει πάντα δίκιο – ακόμη κι όταν δεν έχει στρατηγική, όταν αντιφάσκει με τον εαυτό της ή όταν αγνοεί πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα.
— Που επιδιώκει ανάπτυξη χωρίς παραγωγή, ευημερία με δανεικά, επιδόματα και επιδοτήσεις αντί για επενδύσεις, έναν λαό αποδυναμωμένο (βρισκόμαστε πια στην τελευταία θέση αγοραστικής δύναμης της ΕΕ), ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει.
Και μιας Δικαιοσύνης που άλλοτε χειραγωγείται, άλλοτε πιέζεται, άλλοτε απλώς φιμώνεται.
— Ο Σημίτης το ονόμασε “εκσυγχρονισμό”. Τόσο “εκσυχρονιστική” που στηρίχθηκε σε “δημιουργική λογιστική”.
— Ο Γιώργος Παπανδρέου, το ονόμασε “Παγκοσμιοποίηση”. Τόσο παγκοσμιποιημένη που έβαλε τη χώρα σε Μνημόνιο, το οποίο δεν έβγαινε και τα οποίο δεν μπορούσε καν να εφαρμόσει…
— Ο Αλέξης Τσίπρας, διακήρυξε την “Πρώτη φορά Αριστερά”. Τόσο “αριστερά” που τον καταγγέλλουν σήμερα οι τότε συνεργάτες του!
Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το ονόμασε “Σταθερότητα”. Τόσο “σταθερή” που οδηγεί σε απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος μέσα στη χώρα, και σε περιθωριοποίηση της χώρας στο εξωτερικό.
Η εξέλιξη αυτή δεν προέκυψε ξαφνικά. Είναι η φυσική συνέπεια μιας ελίτ που, από τα τέλη του ’90 και μετά δεν πιστεύει πια στον εαυτό της, δεν πιστεύει στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας – αντιλαμβάνεται τον ρόλο της όχι ως υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος, αλλά ως “ενδιάμεσος διαχειριστής” μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικών κέντρων.
Και μέσα σε αυτή την αλυσίδα, μόλις δύο ηγεσίες –του Κώστα Καραμανλή (2004-2009) και του Αντώνη Σαμαρά (2012-2015)– τόλμησαν να διαφοροποιηθούν πραγματικά.
Γι’ αυτό και οι δύο χτυπήθηκαν. Και οι δύο υπονομεύθηκαν.
Και οι δύο έπεσαν με τρόπους που μόνο “καθαροί” δεν ήταν.
* Ο Σημίτης οικοδόμησε ένα μοντέλο εξουσίας που είχε δύο άξονες:
— Πρώτον, τη θεωρία ότι η Ελλάδα “δεν μπορεί μόνη της”. Άρα πρέπει να προσαρμόζεται απολύτως στις προτεραιότητες των ξένων – ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμία ευρωπαϊκή στρατηγική. Ουσιαστικά μπέρδεψε την Ευρώπη με την… γραφειοκρατία των Βρυξελλών…
–Δεύτερον, την αυταπάτη ότι η ευημερία μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς παραγωγή. Ή με συρρικνούμενη πραγματική παραγωγή: Με δανεικά, επιδοτήσεις, “δημιουργική λογιστική και “φούσκες”.
* Αυτό το υπόδειγμα το κληρονόμησε ο Γιώργος Παπανδρέου, το διέλυσε οικονομικά, αλλά το ενίσχυσε ιδεολογικά. Με την πλήρη αποδοχή του δικαιωματισμού, με το άνοιγμα των συνόρων, με την προσχώρηση σε ιδεολογήματα που θεωρούν την έννοια του έθνους “ξεπερασμένη” και την παγκοσμιοποίηση “αναπόφευκτη”. Με την σταδιακή υποκατάσταση του κράτους από ΜΚΟ και “ανεξάρτητες αρχές”…
Κι εδώ αρχίζουν πια οι διαφοροποιήσεις που ξεπερνούν τις παραδοσιακές κομματικές γραμμές:
— ΠΑΣΟΚ ήταν και ο Γιάννης Μανιάτης – που όμως συνεργάστηκε αργότερα με τον Σαμαρά και έβγαλαν μαζί ελληνικά οικόπεδα για έρευνες υδρογονανθράκων. ΠΑΣΟΚ ήταν και η Τίνα Μπιρμπίλη – που τα απαγόρευε όλα.
— ΠΑΣΟΚ ήταν και ο Γιάννης Ραγκούσης – ΠΑΣΟΚ και ο Χρίστος Παπουτσής. Ο ένας άνοιγε τα σύνορα. Ο άλλος προσπάθησε να χτίσει φράχτη στον Έβρο. Τον φράχτη που ολοκλήρωσε αργότερα ο Σαμαράς και τον κατεδάφισε ο Τσίπρας.
Η αντίθεση δεν ήταν κομματική. Ήταν αξιακή. Ήταν το χάσμα ανάμεσα σε όσους πίστευαν σε μια χώρα που μπορεί,
και σε όσους πίστευαν σε μιαν Ελλάδα προέκταση και παρακολούθημα της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Που τώρα πια πελαγοδρομεί στα αδιέξοδά της (όταν δεν… συλλαμβάνονται τα μέλη της από την Ευρωπαία Εισαγγελέα, όπως έγινε προχθές με την κα Φεντερίκα Μογκερίνι).
Ανάμεσα σε αυτούς που ένοιωθαν υπεύθυνοι απέναντι στο λαό που τους εξέλεξε
και σε εκείνους που ένοιωθαν ως “τοπάρχες” ενός διεθνούς – και αφανούς – “Διευθυντηρίου” (που θα έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου).
* Ο Τσίπρας ως “κληρονόμος” – όχι ως εξαίρεση*
Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε αρχικά ως “αντισυστημικός”. Ως νέος, αμόλυντος, ριζοσπαστικός. Η εξελίχθηκε στο πιο συνεπές τέκνο της παγκοσμιοποίησης.
Τι έκανε ο Τσίπρας;
– Συνέχισε την πολιτική ανοικτών συνόρων, που ξεκίνησε επί ΓΑΠ.
– Συνέχισε την οικονομία των επιδομάτων, που κληρονόμησε από τον Σημίτη.
— Εγκαινίασε την πολιτική υπερπλεονασμάτων και υπερφορολόγησης – που προηγουμένως κατήγγειλε ο ίδιος και τώρα συνεχίζει ο Μητσοτάκης.
– Συνέχισε τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης (Νovartis), αλλά και της χειραγώγησης των ΜΜΕ (φιάσκο με τις άδειες των καναλιών).
– Συνέχισε την ταύτιση με τις ξένες προτεραιότητες (η συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν πλήρης κατάργηση των εθνικών κόκκινων γραμμών, χάριν των “εύκολων λύσεων” – qick fixes – που επιβάλλονταν απ’ έξω – και που δεν έλυναν τίποτα!)
Σήμερα πρώην υπουργοί του επί των Οικονομικών του το λένε ανοιχτά:
— Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος του λέει ότι ήταν λάθος που προκάλεσε εκλογές του 2015 και δεν άφησε τον Σαμαρά να βγάλει τη χώρα από το Μνημόνιο (ώστε να μη χρειαστεί στη συνέχεια του τρίτο – και πιο οδυνηρό – μνημόνιο – Τσίπρα).
— Ο Γιάνης Βαρουφάκης του λέει κατάμουτρα ότι ήλθε για να δώσει στην Τρόϊκα αυτά που ΔΕΝ έδινε ο Σαμαράς.
— Το ότι τη συμφωνία των Πρεσπών την προώθησε για να εξασφαλίσει την εύνοια της Μέρκελ το παραδέχεται μόνος του ο Τσίπρας!
*Και τώρα ο Μητσοτάκης – η ολοκλήρωση του κύκλου*
— ΝΔ ήταν ο Σαμαράς – που έλεγε ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα είναι ”χώρα, όχι χώρος” και ότι οι Έλληνες “είναι λαός – με ταυτότητα και δικαιώματα – όχι απρόσωπος “πληθυσμός.
— ΝΔ είναι και ο Μητσοτάκης – που έφερε στη ΝΔ όλα τα “ορφανά” του ΓΑΠ. Που έκανε την παράταξη αγνώριστη. Που κατάγγειλε τον “Τραμπισμό” και μετά κατάπιε τη γλώσσα του. Που καμαρώνει ότι έφτιαξε ξανά τον φράχτη στον Έβρο, αλλά στο μεταξύ έδωσε εκατοντάδες χιλιάδες άδειες παραμονής σε ανθρώπους που μπήκαν παράνομα.
Που συνέχισε τη λογική των επιδομάτων. Που επιμένει στον υψηλό ΦΠΑ, στην πανάκριβη ενέργεια και στα υψηλά υπερ-πλεονάσματα που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Που υιοθέτησε τη λογική της “Κινητικότητας” όπως έκανε και ο Τσίπρας με τις Πρέσπες: καταργούμε τις εθνικές κόκκινες γραμμές για να υπογράψουμε μείζονες παραχωρήσεις.
Κι αυτό δεν είναι “ψόγος” που του απευθύνουν οι εχθροί του…
Το ομολογεί ο ίδιος ο υπουργός του Εξωτερικών, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, που, όπως λέει ο ίδιος, βιάζεται – στο όνομα της “Κινητικότητας” – να υπογράψει κι αυτός τις “Πρέσπες του Αιγαίου” με την Τουρκία – κι ας με πουν “μειοδότη”!
Που διατήρησε τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης μέσω πιέσεων και σιωπών, και συγκαλύψεων.
Ο Μητσοτάκης δεν είναι η “αντίθεση” του Τσίπρα. Είναι η συνέχειά του! Είναι η νέα εκδοχή του ίδιου “μοντέλου”: πιο τεχνοκρατική, πιο απαλλαγμένη από ιδεολογικά προσχήματα, πιο ψυχρή.
Ο Τσίπρας ήταν ριζοσπαστική εκδοχή της παγκοσμιοποιημένης παρακμής.
Ο Μητσοτάκης είναι η αποστειρωμένη εκδοχή της ίδιας παρακμής.
*ΔΕΝ ισχύουν πια οι παλαιοί διαχωρισμοί:
Η “Αριστερά” ντρέπεται για τον Τσίπρα και τον αναθεματίζει,
η Κεντροαριστερά δεν είναι πια ούτε “Κέντρο”, ούτε “Αριστερά”,
`η Κεντροδεξιά έχει προσχωρήσει στους… “ακροκεντρώους” χάνοντας και τους δεξιούς και τους κεντρώους,
ενώ η “Δεξιά” περιμένει τη “σωτηρία” – ματαίως – από τον Τράμπ, τη Λε Πέν, ίσως και τον… Πούτιν.
Πράγματι: Οι παλαιές διαχωριστικές γραμμές έχουν τελειώσει.
Σήμερα η πραγματική σύγκρουση είναι ανάμεσα:
– σε εκείνους που θέλουν μιαν Ελλάδα-χώρο, δίχως σύνορα, δίχως παραγωγή, δίχως ταυτότητα, δίχως δημόσια σφαίρα,
και
– σε εκείνους που πιστεύουν σε μιαν Ελλάδα-χώρα, με εθνική κυριαρχία, με κυριαρχικά δικαιώματα, με παραγωγή, με θεσμούς που λειτουργούν, με ευθύνη να τα προασπίζεται – και με κοινωνία που δεν εκβιάζεται.
Το ερώτημα δεν είναι τι γράφει η κομματική ταυτότητα. Το ερώτημα είναι: είσαι με μιαν Ελλάδα που στέκεται όρθια ή με μια Ελλάδα που διαλύεται;
Και το καινούργιο: Αυτό το μοντέλο που παρακμάζει σήμερα στην Ελλάδα – και οδηγεί εκατομμύρια Έλληνες στην αποχή – παρακμάζει και παντού αλλού στη Δύση.
Παντού αλλού αναδεικνύονται δυνάμεις και επιλογές και κυβερνήσεις πιο εθνοκεντρικές!
* Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Μόνο δύο κυβερνήσεις τόλμησαν να πάνε κόντρα σε όλα αυτά:
του Κώστα Καραμανλή (2004-2009) και του Αντώνη Σαμαρά (2012-2015).
Και οι δύο προσπάθησαν να ανατάξουν παραγωγή,
να προστατεύσουν σύνορα,
να χαράξουν ενεργειακή στρατηγική,
να πουν “όχι” όταν έπρεπε.
Δεν ήταν αντιευρωπαίοι – ήταν δυτικοί που υπερασπίζονταν την Ελλάδα.
Και οι δύο έπεσαν από ένα κατεστημένο που σήμερα δείχνει να εξαντλείται.
*Ο κύκλος τελειώνει – τι θα ακολουθήσει;
Το μοντέλο Σημίτη-ΓΑΠ-Τσίπρα-Μητσοτάκη δεν έχει πια “καύσιμα”.
Δεν πείθει. Δεν αποδίδει. Δεν λειτουργεί.
Απονομιμοποιείται στα μάτια της κοινωνίας. Χάνει και την έξωθεν στήριξη. Καταρρέει!
Το ερώτημα είναι ποιος θα το διαδεχθεί – και με ποιο “αφήγημα”.
Γιατί η κοινωνία έχει καταλάβει.
Και δεν θα ανεχθεί να την ξαναμετρήσουν ως απρόσωπο “πληθυσμό”.
Θέλει να μιλήσει ως λαός – με ταυτότητα!
Και θέλει να βρει κάποιον να εκφράσει τη Φωνή του.
Για να αποκτήσει πρόσωπο αυτός που προηγείται σταθερά πλέον σε όλες τις δημοσκοπήσεις:
Ο “Κανένας”!