
Επιδείνωση σε έναν από τους βασικότερους δείκτες με τους οποίους μετριέται η αποτελεσματικότητα της επιδοματικής πολιτικής αποτυπώνουν τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Τα κοινωνικά επιδόματα δίδονται για να μειώνουν τον κίνδυνο της φτώχειας στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Αν λοιπόν το 2022 η επιδοματική πολιτική κατόρθωνε να περιορίσει τον κίνδυνο της φτώχειας κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες, το 2024 η απόδοση είχε πέσει στις 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η αντιστροφή της τάσης κρίνεται επιβεβλημένη γι’ αυτό και η κυβέρνηση κάνει το πρώτο βήμα για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης που θέτει κεντρικό στόχο την καλύτερη «στόχευση» των κρατικών κονδυλίων που χρηματοδοτούν την κοινωνική πολιτική. Η μεταρρύθμιση θα ξεκινήσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με την πρώτη «απογραφή» κοινωνικών επιδομάτων και θα ολοκληρωθεί –εκτός απροόπτου– μετά τις εκλογές με την επανεξέταση των κριτηρίων χορήγησης.
Δύο οι βασικοί στόχοι: πρώτον, να μη γίνεται καταστρατήγηση της συνολικής κοινωνικής πολιτικής μέσα από τη συγκέντρωση πολλών επιδομάτων στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, κάτι που καταλήγει να αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο για την απασχόληση. Και δεύτερον, να υπάρξει καλύτερη «στόχευση» των επιδομάτων ώστε τα κρατικά κονδύλια να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου της φτώχειας από τις… πενιχρές 4-5 ποσοστιαίες μονάδες που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ, ακόμη και τα τελευταία χρόνια της οικονομικής ανάκαμψης.
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας υπολογίστηκε για το 2024 στο 45%. Μετά την καταβολή των συντάξεων, το ποσοστό πέφτει στο 23,5%, δηλαδή μειώνεται κατά 21,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αν συνυπολογιστούν και οι καταβολές των κοινωνικών επιδομάτων, το ποσοστό υποχωρεί ακόμη περισσότερο στις 19,6 μονάδες. Προκύπτει λοιπόν ότι το αποτελεσματικό εργαλείο στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κινδύνου της φτώχειας είναι οι συντάξεις και όχι τα επιδόματα. Αναμενόμενο σε έναν βαθμό, λόγω και του ποσού που καταβάλλεται για τις συντάξεις (σ.σ. η μηνιαία δαπάνη υπερβαίνει τα 2,2 δισ. ευρώ) αλλά από την άλλη αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχουν περιθώρια αύξησης της αποδοτικότητας της επιδοματικής πολιτικής.
διαβάστε την συνέχεια του ρεπορτάζ στο www.moneyreview.gr πατώντας εδώ