Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Αποκαλυπτική έρευνα: Πάνω από ένας στους τρεις καταναλωτές δανείζεται ή «τρώει από τα έτοιμα»

Κλίμα γενικευμένου προβληματισμού για το παρόν και επιφυλακτικότητα για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας που κυριαρχεί στο «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ της ΚΕΕΕ», Πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας, που εγκαινιάζει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας.

Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ), στο πλαίσιο της δι­αρ­κούς προ­σπά­­­θειας που καταβάλλει για την πληρέστερη πληροφόρηση και ενη­μέρωση, τόσο του ε­πι­χει­­­ρηματικού κόσμου και των φορέων (κρατικών ή μη) της χώρας, όσο και των πολι­τών, εγκαινιάζει την πε­ρι­ο­­δι­κή διεξαγωγή Πανελλαδικής Έρευνας Οικονομικής Συγκυ­ρί­ας («ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΚΕΕΕ»). Στο πλαίσιο αυτό, ολοκληρώθηκε η πρώτη πανελλαδι­κή έρευνα, που διεξήχθη την περίοδο Νο­­­­εμ­­βρίου–Δε­κέμβριου 2022, σε συνολικό δείγ­μα 2.403 α­­­­τό­­μων (1.202 καταναλωτές & 1.201­ επιχει­ρήσεις). Τα ευρήματα είναι άκρως ενδιαφέροντα και αποτυπώνουν την πραγματική οικο­νο­­μική κατά­στα­ση της χώρας, όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα και ειδικό­τε­ρα:

Η πανελλαδική έρευνα μεταξύ καταναλωτών καταγράφει κλίμα γενικευμένου προ­βλη­μα­τι­σμού για το παρόν και επιφυλακτικότητας για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας που κυ­ριαρ­χεί στις ανα­φορές τους για τα βασικότερα προβλήματα που αντιμε­τωπίζει η χώ­ρα. Η ανασφάλεια και ο φό­βος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώ­θουν οι κα­τα­ναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (37%). Περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (22%) η­­λεκτρικού ρεύματος και 1 στους 4 κατανα­λω­­τές  (25%) θέρμανσης δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέ­­­ση να αποπληρώσουν τους αντίστοιχους λο­γα­ριασμούς. Το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δα­πά­­νες ένδυσης–υπόδησης και τις δα­πά­νες ψυχαγωγίας και ταξιδιών, ενώ το 52% ότι πε­ρι­ό­ρι­σαν τις αγορές βασι­κών καταναλωτικών αγα­θών όπως π.χ. τα τρόφιμα. Επίσης, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, η μέση κατά κεφαλή δα­­­πάνη για δώρα και αγορές προϊόντων με την ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς υπολο­γί­­ζε­ται σε 126 ευρώ, ενώ η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό για τα εορταστικά τραπέζια στο σπίτι εκτι­μά­ται στα 110 ευρώ.

Ουδέτερες εκτιμήσεις για το εξάμηνο που πέρασε, καταγράφονται στην πανελλαδική έρευνα ε­­πι­χει­ρή­­σε­ων. Πιο συγκεκριμένα, το 39% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα ανα­φέ­ρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παραμένει στα ίδια ε­πί­πεδα, το 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και το 28% ότι αυξήθηκε, με τα υψηλότερα πο­σοστά όσων δηλώνουν αύξηση να καταγράφονται σε Κρήτη (41%) και Νη­­­σιά Αιγαίου (50%), αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης τουριστικής περιό­δου προ­­η­γή­­θηκε. Συνολικά, ουδέτερες τάσεις καταγράφονται σε ότι αφορά την εξέλιξη της απασχόλησης το επόμενο εξάμηνο, με τις θετικότερες εκτιμήσεις να καταγρά­φο­νται στην Αττική, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανα­το­λι­σμό, στον κλάδο των κατα­σκευ­ών και στις επι­χει­ρή­σεις με περισσότερους από 50 εργαζό­με­νους. Απαισιοδοξία επικρατεί, σε σχέση με την εξέ­λιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επι­χείρησης, καθώς το 36% των ερω­τη­θέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμε­νο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που ανα­μέ­νουν ενίσχυση της ρευστότητας.

Αρνητική εικόνα κα­τα­γράφεται και σε σχέση με την ε­ξέ­λιξη της βιωσιμότητας των επιχειρή­σεων, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επό­με­νο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτω­χεύ­σεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέ­πουν βελ­τίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λι­γό­τε­ρες επισφάλειες και πτωχεύσεις).  Βα­θιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κα­τά­στα­σης της χώρας, καθώς το 56% θεω­ρούν ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξά­μηνο, έναντι μό­λις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένουν ιδι­αί­τερη μετα­βολή. Ελ­λείψεις πρώτων υλών ή προϊόντων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν το 37% των επιχειρήσεων, φαινόμενο εντονότερο στους τομείς του εμπορίου, της με­τα­ποί­η­σης/­βιομηχα­νί­ας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατο­λι­σμό και σε εκείνες με ε­τή­σιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ, ενώ η μέση αύξηση που αναφέ­ρουν οι επιχειρήσεις, στο κό­­στος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%. Τέλος, αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο προβλέπουν περίπου οι μισές (49%) επιχειρήσεις, με την εντονότερη τάση αύξησης τιμών να καταγρά­φε­ται στον τομέα του εμπορίου.

Η επιτελική σύνοψη της έρευνας, μαζί με τα πλή­ρη­­ α­πο­τελέσματά της.

“ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΚΕΕΕ” (Executive Summary)

Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας, στο πλαίσιο της δι­αρ­κούς προ­σπά­­­θειας που κα­ταβάλλει για την πληρέστερη πληροφόρηση και ενη­μέρωση, τόσο του ε­πι­χει­­­ρηματικού κό­σμου και των φορέων (κρατικών ή μη) της χώρας, όσο και των πολιτών, εγκαινιάζει την πε­ρι­ο­δι­­κή διεξαγωγή πανελλαδικής Έρευνας Οικονομικής Συγκυρίας, που αφορά σε επιχειρή­σεις των τεσσάρων τομέων της οι­κο­­νομίας και κατα­να­λωτές.

Η πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας δι­ε­ξά­γε­ται δύο φορές το χρόνο, κατά τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο, σε συ­­νολικό δείγμα 2.400 ερωτώμενων (1.200 επιχειρή­σε­ων και 1.200 κατανα­λωτών). Η έρευ­να κα­λύπτει και τους τέσσερις τομείς της οι­κο­νομίας (βιο­μη­­χα­νία –μεταποίηση, υπηρεσίες, λι­α­­νι­κό εμπόριο και κατασκευ­ές).

Η έρευνα για το “Βαρόμετρο ΚΕΕΕ” διεξάγεται με τηλεφωνικές συνεντεύξεις με τους υπευ­θύνους των επιχειρήσεων (Γενικούς Διευθυντές ή Διευθυντές Οικο­νο­μι­κών ή Διευθυντές Πω­­λήσεων ή τους ιδιοκτήτες, αν πρόκειται για μικρότερες επι­χειρήσεις) και με συνδυασμό τη­λεφωνικών συνεντεύξεων και online συμπλήρωσης ερωτηματολογίων. Για το σχεδιασμό των δειγμάτων χρησιμοποιούνται τα στατιστικά δεδομένα φορέων και μηχανισμών, όπως η ΕΛΣΤΑΤ και το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Τα δείγματα σταθμίζονται εκ των υστέρων, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικά σε ότι αφορά τη γεωγραφική κατανομή και τον τομέα δραστηριότητας των επιχειρήσεων, καθώς και τη γεωγραφική διασπορά, το φύλο και την ηλικία των κατανα­λω­τών.

 

1.       ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Η Πανελλαδική έρευνα μεταξύ καταναλωτών καταγράφει κλίμα γενικευμένου προβλημα­τι­σμού για το παρόν και επιφυλακτικότητας για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας που κυριαρ­χεί στις αναφορές για τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία (62%) των κατανα­λω­­τών δηλώνουν ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους επιδεινώθηκε το εξά­μη­νο που πέρασε και μόλις το 8% δηλώνουν ότι υπήρξε βελτίωση, ενώ το 30% δηλώνουν ότι η κατάσταση των οικονομικών του νοικοκυριού τους παρέμεινε αμετάβλητη. Παράλλη­λα, το 44% των καταναλωτών δηλώνουν απαισιόδοξοι για το μέλλον, καθώς προβλέπουν επιδεί­νω­ση της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους κατά το επόμενο εξάμηνο, την ίδια στιγμή που μόλις 1 στους 10 περίπου (11%) αναμένουν  βελτίωση και το 4 στους 10 (42%) θεωρούν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα παραμείνει σταθερή στο εγγύς μέλλον.

Απαισιοδοξία επικρατεί και σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας στο επόμενο εξάμηνο, καθώς περίπου οι μισοί (49%) ερωτηθέντες δηλώνουν ότι α­να­μένουν επιδείνωση και μόλις το 10% δηλώνουν ότι αναμένουν βελτίωση, ενώ περίπου 1 στους 3 (36%) θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα μεταβληθεί ουσια­στι­κά.

Περαιτέρω, όταν καλούνται να αποτιμήσουν την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση, τα μι­σά νοικοκυριά (50%) δηλώνουν ότι «τα φέρνουν ίσα-ίσα με το εισόδημά τους», ενώ το 37% δηλώνουν ότι, είτε «τρώνε από τα έτοιμα» – υποχρεώνονται δηλαδή να αναλώνουν μέ­ρος των αποταμιεύσεών τους σε ποσοστό 22% – ή χρεώνονται/δανείζονται για να τα βγά­λουν πέρα (15%).  Στον αντίποδα, περίπου 1 στα 8 νοικοκυριά (13%) αναφέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, σε κάποιο βαθμό, στις τρέχουσες συνθήκες.

Η ακρίβεια είναι ο βασικός παράγοντας που δημιουργεί το κλίμα απαισιοδοξίας και ανα­σφάλειας σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης στους καταναλωτές, καθώς το 60% την αναφέρουν ως το 1ο πρόβλημα στη χώρα σήμερα, ενώ συνολικά αναφέρεται από το 84% μέσα στα τρία βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας. Πο­λύ πιο πίσω από πλευράς ποσοστών, αναφέρονται ως 1ο πρόβλημα στη χώρα η οικο­νο­μία/ανάπτυξη (10% και 36% στο σύνολο των αναφερθέντων προβλημάτων), η ανεργία (8% και 36% στο σύνολο), τα Ελληνοτουρκικά (7% και 30% στο σύνολο) και η εγκληματικό­τη­τα/ανασφάλεια (4% και 31% στο σύνολο).

Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι κα­τα­ναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (37%) και ακο­λου­θούν η απογοήτευση (26%), ο θυμός και η οργή (23%), η απαισιοδοξία (18%) και η απελπι­σία (14%). Ελπίδα (10%), αισιοδοξία (8%) και ηρεμία (5%) δηλώνουν ότι νιώθουν, σχετικά με τα οικονομικά τους δεδομένα, μια μικρή μειοψηφία των καταναλωτών, ενδεικτικό του αρ­νη­τικού κλίματος που επικρατεί.

Για περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (22%) οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος είναι δυ­σβά­σταχτοι και δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να τους αποπληρώσουν και περίπου 6 στους 10 δηλώνουν ότι τους θεωρούν υψηλούς και δυσκολεύονται να τους αποπληρώσουν, ενώ μόλις 1 στους 7 (16%) δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος είναι φυ­σιολογικοί και δεν αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή τους. Παρόμοια είναι η ει­κό­να και σχετικά με το κόστος θέρμανσης: 1 στα 4 νοικοκυριά (25%) δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το κόστος αυτό, κατά δήλωσή τους, περίπου 6 στα 10 (56%) δυσκολεύονται στην αποπληρωμή και μόλις 1 στα 7 νοικοκυριά (14%) δεν αντιμετωπίζουν κάποια δυσκο­λία στην αποπληρωμή.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές σε προϊόντα και ενέργεια, τα νοικο­κυ­ριά προβαίνουν σε περιορισμό των δαπανών τους: το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες ένδυσης – υπόδησης και τις δαπάνες ψυχαγωγίας και ταξιδιών, το 52% ότι πε­ρι­ό­ρισαν τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα, το 38% ότι πε­ρι­όρισαν τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων, το 29% ότι ανέβαλαν σημαντικές αγορές (αγορά κατοικίας, αυτοκινήτου, ανακαίνιση κατοικίας κτλ.), το 28% ότι μείωσαν τα αποθεματικά και τις καταθέσεις τους, ενώ το 13% δηλώνουν ότι κατέφυγαν σε δανεισμό χρημάτων για να ανταπεξέλθουν και μόλις 1 στα 14 νοικοκυριά δηλώνουν ότι δεν χρειάστηκε να πάρουν κάποιο από τα παραπάνω μέτρα. Παράλληλα, σημαντικές είναι οι προσαρμογές στην κατα­να­λωτική συμπεριφορά, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, πριν δηλαδή την αύξηση τιμών στα προϊόντα, για αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών: το 63% δηλώνουν ότι αγο­ράζουν κυρίως προϊόντα σε προσφορά, το 57% επιλέγουν καταστήματα ή supermarket για τις αγορές τους με κριτήριο τις χαμηλότερες τιμές και το 55% αγοράζουν πλέον μικρό­τε­ρες ποσότητες προϊόντων σε σχέση με το παρελθόν. Επιπλέον, το 42% αγοράζει προϊόντα από διαφορετικά καταστήματα ή super market, προκειμένου να περιορίσουν τη συνολική δα­πάνη και το 40% δηλώνουν ότι αγοράζουν πλέον κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μια μικρή μειοψηφία των νοικοκυριών δηλώ­νουν ότι προτίθενται να πραγματοποιήσουν σημαντικές αγορές και καταναλωτικές δαπάνες ή να αποταμιεύσουν χρήματα κατά το επόμενο εξάμηνο. Πιο συγκεκριμένα, μόλις το 21% νοικοκυριών δηλώνουν ότι θα αποταμιεύσουν κάποιο χρηματικό ποσό «Σίγουρα» (6%) ή «Αρκετά πιθανά» (15%), ενώ πρόθεση πραγματοποίησης κάποιας σημαντικής αγοράς (ό­πως αγορά επίπλων, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών κτλ.) δηλώνουν επίσης το 21% των ερωτηθέντων (4% «Σίγουρα», 17% «Αρκετά πιθανό»). Με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν οι καταναλωτές, εκτιμάται ότι για το πρώ­το εξάμηνο του 2023 η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων θα κινηθεί κοντά στα επίπεδα του 2022 και του 2021, καθώς το 1,5% των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι «Σίγουρα» θα προβούν σε αγορά αυτοκινήτου αντιστοιχεί σε περίπου 60.000 οχήματα*. Αντίστοιχα, με βά­ση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν  οι κατα­να­λω­τές, ο εκτιμώμενος αριθμός ανακαινίσεων/επισκευών κατοικιών & διαμερισμάτων υπολογί­ζε­ται σε 65.000 ανά την επικράτεια, ο αντίστοιχος αριθμός αγοράς κατοικιών/­διαμερι­σμά­των από καταναλωτές εκτιμάται σε 30.000 ακίνητα, ενώ ο αριθμός των αιτήσεων δανείων προς τις τράπεζες, από τους καταναλωτές, εκτιμάται σε 70.000 για το επόμενο εξάμηνο*.

Εν όψει του επερχόμενου χειμώνα και των αυξημένων αναγκών θέρμανσης για τα νοικοκυ­ριά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι καταγραφές σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα θέρμανσης των νοικοκυριών και τις παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας που έχουν (ή δεν έχουν) πραγ­ματοποιηθεί στις κατοικίες. Η πλειοψηφία (38%) των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν, ως βασικό μέσο θέρμανσης του νοικοκυριού, το πετρέλαιο και ακο­λουθούν τα ηλεκτρικά μέσα (κλιματισμός/ ηλεκτρικά σώματα και θερμοσυσσωρευτές) με ποσοστό 23%, το φυσικό αέριο 16% και τα καυσόξυλα (16%). Παράλληλα, περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά αναφέρουν ότι δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στην κατοικία τους για την ε­ξοι­κο­νόμηση ενέργειας. Η πιο δημοφιλής παρέμβαση είναι τα φωτιστικά χαμηλής ενερ­γεια­κής κατανάλωσης (led), καθώς αναφέρεται από το 43%, και ακολουθούν η εγκατάσταση νέ­ων κουφωμάτων με διπλά ή τριπλά τζάμια (25%), οι ηλεκτρικές συσκευές χαμηλής κατανά­λω­σης (23%), τα στοιχεία ηλιοπροστασίας όπως τέντες, περσίδες κτλ. (20%), νέα συστήματα ψύξης/θέρμανσης (19%) και η εφαρμογή θερμομόνωσης στο κτίριο της κατοικίας (17%), ε­νώ η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναφέρεται από το 8% των νοικοκυριών και μό­νο το 2% αναφέρει την εγκατάσταση κάποιου συστήματος διαχείρισης ενέργειας κτιρίων και σχετικούς αυτοματισμούς.

Τέλος, η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προκαλεί παρα­δο­σια­κά αύξηση καταναλωτικών δαπανών, τόσο για δώρα και αγορές προϊόντων, όσο και για τα παραδοσιακά εορταστικά «τραπέζια», αλλά και για μικρά ή μεγάλα ταξίδια με την ευκαι­ρία των διακοπών – αργιών. Με βάση, τις απαντήσεις στην έρευνα, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για δώρα και αγορές προϊόντων υπολογίζεται σε 126 ευρώ, ενώ η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό για τα εορταστικά τραπέζια εκτιμάται στα 110 ευρώ. Με βάση τα παρα­πά­νω, ο συνολικός τζίρος για δώρα και αγορές προϊόντων κατά την εορταστική περίοδο εκτι­μά­ται σε 1,1 δις ευρώ, ενώ ο συνολικός τζίρος για τα εορταστικά τραπέζια των νοικοκυριών εκτιμάται σε 0,5 δις ευρώ*. Το 73% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι δεν σκοπεύουν να τα­ξι­δέψουν για τις γιορτές, το 13% αναφέρουν ότι θα ταξιδέψουν με διαμονή σε ιδιόκτητο σπί­­τι ή σε φίλους/συγγενείς, το 6% αναφέρουν ότι θα ταξιδέψουν στο εσωτερικό με διαμο­νή σε ξενοδοχείο ή άλλο πληρωμένο κατάλυμα, το 3% αναφέρουν ταξίδι στο εξωτερικό σε φίλους ή συγγενείς και παρόμοιο ποσοστό (3%) αναφέρουν ταξίδι στο εξωτερικό με διαμο­νή σε ξενοδοχείο ή άλλο πληρωμένο κατάλυμα. Συνεπώς, συνολικά το 6% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι θα ταξιδέψουν σε εσωτερικό ή εξωτερικό σε πληρωμένο ξενοδοχείο ή άλλο κατάλυμα.

*Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ 2011:

– Αριθμός νοικοκυριών – σύνολο χώρας: 4.134.540

-Μέσος αριθμός μελών ανά νοικοκυριό: 2,6

-Μόνιμος πληθυσμός άνω των 17 ετών: 9.034.295

2. ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ουδέτερες εκτιμήσεις για το εξάμηνο που πέρασε, καταγράφονται στην έρευνα επιχειρή­σε­ων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ».

Πιο συγκεκριμένα, το 39% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, το 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και το 28% ότι αυξήθηκε. Όπως αναμενόταν, τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά το προηγούμενο εξάμηνο καταγράφονται σε Κρήτη (41%) και Νησιά Αιγαίου (50%), αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης τουριστικής περιόδου που προηγήθηκε. Στον αντίποδα, το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι ο τζίρος τους μειώθηκε καταγράφεται σε Ήπειρο/ Δυτική Μακεδονία (54%). Επίσης, το υψη­λό­τερο ποσοστό επιχειρήσεων με αύξηση τζίρου κατά το τελευταίο εξάμηνο καταγράφεται στον τομέα των κατασκευών (41%). Περαιτέρω, τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που κα­τέγραψαν αύξηση τζίρου το προηγούμενο εξάμηνο εμφανίζονται σε επιχειρήσεις μεγα­λύ­τερου μεγέθους (54% και 56% σε επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών από 1 έως 5 εκ. ευρώ και πάνω από 5 εκ. ευρώ, αντίστοιχα), ενώ το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που αναφέρουν μείωση τζίρου καταγράφεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (39% σε επιχειρή­σεις με τζίρο κάτω των 100.000 ευρώ και 39% σε ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους ε­παγ­γελματίες).

Ελαφρά αυξητική τάση, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, καταγράφεται στον τομέα της απασχόλησης, καθώς το 15% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αύξησαν τις θέσεις εργασίας τους, έναντι 10% που δηλώνουν ότι τις μείωσαν (το 74% αναφέρουν ότι δεν μεταβλήθηκαν οι θέσεις εργασίας της επιχείρησης). Και εδώ καταγράφονται τάσεις αντίστοιχες με αυτές που αποτυπώθηκαν σε σχέση με την εξέλιξη του τζίρου, καθώς τα υψηλότερα ποσοστά επι­χειρή­σεων που δηλώνουν ότι αύξησαν τις θέσεις εργασίας τους καταγράφονται σε Κρήτη και Νησιά Αιγαίου, στον τομέα των κατασκευών και σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέ­θους, τόσο από πλευράς τζίρου, όσο και από πλευράς αριθμού εργαζομένων.

Ουδέτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη των εξαγωγών καταγράφονται μεταξύ των επιχειρή­σε­ων με εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς το 19% δηλώνουν ότι το εξάμηνο που πέρασε ήταν καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, το 23% το χαρακτηρίζει χειρότερο και το 50% α­να­φέρει ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερη μεταβολή.

Το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων κυριαρχεί στις αναφορές των επιχειρήσεων για τα τρία – κατά σειρά σπουδαιότητας – προβλήματα που αντιμετώπισαν το εξάμηνο που πέρα­σε, καθώς αναφέρεται ως 1ο σπουδαιότερο από το 41% και συνολικά μέσα στα τρία σπου­δαι­ό­τερα από το 69% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ακολουθεί η ανα­φο­ρά στο υψηλό κόστος πρώτων υλών και προϊόντων (16% ως 1ο σπουδαιότερο και 52% στο σύνολο). Τα δύο αυτά προβλήματα έχουν επισκιάσει την «παραδοσιακή» ατζέντα προ­βλη­μάτων που ανέφεραν οι επιχειρήσεις σε παλαιότερες έρευνες, όπως η μείωση του κύ­κλου εργασιών/περιορισμένη ζήτηση (12% 1η αναφορά – 23% συνολικά), οι φορολογικές/ ασφαλιστικές υποχρεώσεις (5% 1η αναφορά – 17% συνολικά) και η γραφειοκρατία/­διαδι­κα­σίες Δημοσίου (7% 1η αναφορά – 17% συνολικά), η ρευστότητα (6% 1η αναφορά – 15% συ­νο­λικά). Μόλις το 2% αναφέρουν ότι δεν αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα το προηγούμενο εξάμηνο. Σημαντικές διαφοροποιήσεις καταγράφονται, ανάλογα με τον τομέα δραστηριο­ποί­ησης των επιχειρήσεων, καθώς στον τομέα της Μεταποίησης/ Βιομηχανίας κυριαρχεί ως 1η αναφορά το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων (52%) και το υψηλό κόστος πρώτων υ­λών/­ προϊόντων (22%), ενώ στον τομέα των Κατασκευών κυριαρχεί ως 1η αναφορά το υψη­λό κόστος πρώτων υλών/ προϊόντων (37%).

Επιφυλακτικές ως και αρνητικές εμφανίζονται οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επό­με­νο εξάμηνο. Η πλειοψηφία (39%) δηλώνουν ότι αναμένουν το επόμενο εξάμηνο να είναι χειρότερο από το αντίστοιχο περσινό, ενώ το 31% αναμένουν να είναι ίδιο με το αντίστοιχο περσινό και μόλις το 22% αναμένουν να είναι καλύτερο. «Πλεόνασμα» αισιοδοξίας (εκεί δη­λαδή που το ποσοστό όσων θεωρούν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, καταγράφεται αυξημένο) εμφανίζεται στην Αττική, στον τομέα των Κα­τασκευών, στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω των 500.000 ευρώ και στις επιχειρήσεις με ε­ξαγωγική δραστηριότητα. Παράλληλα, το 30% προβλέπουν ότι το επόμενο εξάμηνο οι πωλή­σεις των προϊόντων/υπηρεσιών τους θα μειωθούν, έναντι 24% που αναμένουν αύξη­ση πωλήσεων και 42% που προβλέπουν στασιμότητα. Και εδώ το «πλεόνασμα» θετικών προ­βλέ­ψεων εμφανίζεται πιο έντονα στην Αττική, στον τομέα των κατασκευών, στις επιχει­ρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις με περισσότερους από 25 εργαζόμενους και ετήσιο τζίρο άνω του 1.000.000 ευρώ.

Σχετικά με την εξέλιξη της απασχόλησης, παρατηρούνται ουδέτερες τάσεις, καθώς το 73% εκτιμά ότι το επόμενο εξάμηνο η συνολική απασχόληση στην επιχείρηση θα παραμείνει α­με­τάβλητη, ενώ αυξητικές τάσεις διαβλέπουν το 13% των επιχειρήσεων και πτωτικές το 11%. Θετικότερες εκτιμήσεις για την απασχόληση το επόμενο διάστημα, καταγράφονται στην Αττική, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, στον κλάδο των κατασκευών και στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους.

Απαισιοδοξία επικρατεί σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επι­χείρησης, καθώς το 36% των ερωτηθέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο (έναντι μόλις 14% που αναμένουν ενίσχυση της ρευστότητας) και, παράλ­ληλα, το 19% αναμένουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα αυξηθούν, έναντι μόλις 4% που δηλώνουν ότι αναμένουν μείωση των δανειακών τους αναγκών το επόμενο εξάμηνο. Πε­ραι­τέρω, επικρατεί ανησυχία για την εξέλιξη των όρων δανεισμού, καθώς το 37% δηλώνουν ότι αναμένουν ότι θα αντιμετωπίσουν δυσμενέστερους όρους δανεισμού στο εγγύς μέλλον, έναντι μόλις 5% που θεωρούν ότι οι όροι δανεισμού θα βελτιωθούν, κάτι αναμενόμενο εν μέσω του κύκλου αύξησης των επιτοκίων δανεισμού από τις τράπεζες.

Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρή­σεων, με βάση τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις). Αυξημένη ανησυχία καταγράφεται στον το­με­α­ του εμπορίου και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ καλύτερη εικόνα εμφανίζει και πά­λι ο τομέας των κατασκευών.

Περίπου 1 στις 5 επιχειρήσεις αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε κάποιου εί­δους επένδυση κατά το επόμενο εξάμηνο, όπως αγορά ακινήτου, πάγιου εξοπλισμού ή επέ­κτα­ση δραστηριοτήτων κτλ, ποσοστό αυξημένο στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου, στον τομέα των κατασκευών και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις από πλευράς τζίρου και α­πα­σχόλησης.

Βαθιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κα­τάστασης της χώρας, καθώς το 56% θεωρούν ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξά­μηνο, έναντι μόλις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένουν ιδι­αί­τερη μεταβολή.

Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται στο ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επι­χειρήσεις: σύμφωνα με τις απαντήσεις στην έρευνα η μέση αύξηση του συγκεκριμένου κόστος – που περιλαμβάνει ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και καύσιμα – σε σχέση με την περ­σινή περίοδο φτάνει σχεδόν το 60% (με εντονότερη την αύξηση στον τομέα της μετα­ποίη­σης–βιομηχανίας). Παράλληλα, το 37% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι αντιμετωπίζει προ­βλήματα έλλειψης πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, σε μεγάλο (14%) ή σε μικρό (23%) βαθμό. Οι ελλείψεις καταγράφονται εντονότερα στους τομείς του εμπορίου, της με­τα­ποί­η­σης/­βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατο­λι­σμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ. Η μέση αύξηση που αναφέ­ρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.

Περίπου οι μισές επιχειρήσεις του δείγματος (49%) εκτιμούν ότι οι τελικές τιμές των προϊό­ντων/ υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο, είτε θα αυξηθούν στο επίπεδο του πλη­θω­ρισμού (23%), είτε θα αυξηθούν πάνω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (16%), είτε θα αυξηθούν κάτω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (10%), ενώ το 41% εκτι­μούν ότι οι τιμές τους θα παραμείνουν σχεδόν σταθερές και μόλις το 3% προβλέπουν μεί­ω­ση στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους. Η εντονότερη τάση αύξησης τιμών καταγρά­φε­ται στον τομέα του εμπορίου.

Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2022

ΠΑΛΜΟΣ ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΙΚΕ