Κυριακή
15
Δεκέμβριος
TOP

Αριθμός ρεκόρ για τις κενές θέσεις εργασίας. Γιατί όμως οι εργοδότες δεν βρίσκουν εργαζόμενους;

Ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας σε όλο τον κόσμο εξακολουθεί να είναι ασυνήθιστα μεγάλος – και δεν υπάρχει τέλος στην παγκόσμια έλλειψη εργατικού δυναμικού.

Οι κενές θέσεις εργασίας παρέμειναν πολλές ή αυξάνονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, παρά την βραδύτερη παγκόσμια ανάπτυξη και τις σφιχτότερες πιστωτικές αγορές. Οι χώρες σε όλο τον κόσμο έχουν λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσουν αυτές τις ασυνήθιστες ελλείψεις εργαζομένων – αλλά οι αποσπασματικές λύσεις παραβλέπουν τον μετασχηματισμό της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, τους θεμελιώδεις τρόπους που αυτή έχει αλλάξει από την πανδημία και τις συνέπειες της δημογραφικής μετάβασης παγκοσμίως.

Η παγκόσμια ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί από το 2022, καθώς διάφορα σοκ και συγκρούσεις έχουν βλάψει και συνεχίζουν να απειλούν την παγκόσμια οικονομία. Με αυστηρότερους όρους δανεισμού παντού και τις επιχειρήσεις να εξακολουθούν να κλονίζονται από τον πληθωρισμό, η ανεργία προβλέπεται να αυξάνεται σταθερά τα επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας –θέσεις που οι επιχειρήσεις επιθυμούν να καλύψουν– παραμένει εκπληκτικά υψηλός ή ακόμα και κοντά σε επίπεδα-ρεκόρ σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ακόμη και στις αγορές όπου οι κενές θέσεις εργασίας παρουσιάζουν πτώση τους τελευταίους μήνες –όπως στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Δανία, τη Σιγκαπούρη, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ– παραμένουν ασυνήθιστα υψηλές και πάνω από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία. Σε άλλα μέρη, για παράδειγμα στο Βέλγιο, την Κύπρο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Ισπανία, παραμένουν ψηλά ή ανεβαίνουν.

Ο πραγματικός αριθμός των κενών θέσεων θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερος εάν λάβουμε υπόψη ότι οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αποθαρρύνονται από το να δημοσιοποιούν νέες κενές θέσεις, αφού προηγουμένως δεν είχαν βρει ειδικευμένους εργαζομένους. Στη Γερμανία, αν και ο αριθμός των εγγεγραμμένων κενών θέσεων είναι περίπου 700.000, η κυβέρνηση εκτιμά ότι ο πραγματικός αριθμός πλησιάζει τα 2 εκατομμύρια.

Η αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που διαθέτουν οι εργαζόμενοι και του τι χρειάζονται οι εργοδότες αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την κάλυψη κενών θέσεων εργασίας. Η πραγματικότητα είναι σκοτεινή: Ενώ η αγορά εργασίας παρουσιάζει ευκαιρίες, η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αφήνει πολλές θέσεις ακάλυπτες, ακόμη και εν μέσω υψηλής ή αυξανόμενης ανεργίας.

Έλλειψη δεξιοτήτων

Στο Οντάριο του Καναδά, ο κατασκευαστικός τομέας αγωνίζεται να καλύψει τα πόστα, με περισσότερες από 18.900 κενές θέσεις και μια επικείμενη δημιουργία περισσότερων από 7.000 θέσεων εργασίας στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων να διαφαίνεται τα επόμενα δύο χρόνια. Στα τέλη του 2022, η Αυστραλία αντιμετώπισε ένα παρόμοιο σενάριο, με τις κενές θέσεις εργασίας να ξεπερνούν τον αριθμό των ανέργων. Στη Σιγκαπούρη, η αγορά εργασίας μετά την πανδημία χαρακτηρίζεται από αναντιστοιχία μεταξύ των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα 1,6 κενές θέσεις εργασίας για κάθε άνεργο. Σε όλη την Ευρώπη, ο μακροχρόνιος αγώνας για την εξεύρεση αρκετών ειδικευμένων εργαζομένων στον κατασκευαστικό τομέα έχει επιδεινωθεί από την αύξηση της ζήτησης μετά την πανδημία, σηματοδοτώντας μια ευρύτερη, παγκόσμια πρόκληση.

Η έντονη έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού θεωρείται πλέον ως εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Στη Γερμανία, οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης είναι τώρα στο 0,7% –πολύ κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 2%– εν μέρει λόγω έλλειψης εργαζομένων. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να αναπτυχθούν και να επωφεληθούν από νέες ευκαιρίες στην αγορά παρεμποδίζονται από τη δυσκολία να βρουν εργαζομένους με τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτό το χάσμα μεταξύ των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων των ατόμων που αναζητούν εργασία υπογραμμίζει όχι μόνο την αναποτελεσματικότητα στις τρέχουσες στρατηγικές ανάπτυξης εργατικού δυναμικού, αλλά και την επείγουσα ανάγκη για στροφή των προγραμμάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης. Εκπρόσωποι της βιομηχανίας σε όλες τις χώρες υποστηρίζουν ότι τέτοια προγράμματα πρέπει τώρα να εξελιχθούν γρήγορα για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας ταχέως μεταβαλλόμενης αγοράς, όπου η ώθηση για τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα και ο ρυθμός της ψηφιοποίησης επιταχύνουν τη ζήτηση για νέες, εξειδικευμένες δεξιότητες.