Φέτος ζήσαμε μια από τις χειρότερες χρονιές καταστροφής της φύσης από πυρκαγιές κατά την τελευταία εικοσαετία. Πλην των προβλημάτων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, κάθε χώρα όμως βιώνει τις δικές της αιτίες ερμηνείας του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών.
Στη χώρα μας οι εδώ και δεκαετίες ρυθμίσεις για τα δάση, τους βοσκότοπους και τα αυθαίρετα, έχουν δημιουργήσει, ένα ιδιότυπο πλέγμα σχέσεων κράτους-πολίτη, εις βάρος της φύσης. Ενδεικτικά σημειώνονται τα ακόλουθα.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων με θέμα την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, μια αναφορά στο Άρθρο 24 (Προστασία φυσικού πολιτισμού) είχε ως επίκεντρο τον αποχαρακτηρισμό κάποιων καμμένων δασών και δασικών εκτάσεων. Αυτή η σκέψη ερχόταν όμως από πολύ μακριά…
Αναλυτικότερα, με τον Νόμο 998/1979 της τότε κυβέρνησης της ΝΔ, έγινε μια πρώτη προσπάθεια κατά τη μεταπολίτευση με στόχο την χωρίς όρους και προϋποθέσεις πραγματοποίηση δικαιοπραξιών σε καμμένα δάση ή περιοχές που δεν αναδασώθηκαν πριν τις 11 Ιουνίου του 1975. Μια τέτοια ρύθμιση, εύλογα ευνοούσε την οικοπεδοποίηση καμμένων περιοχών προκαλώντας δασοκτόνο κλίμα για το μέλλον.
Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσω των ρυθμίσεων, που εισήγαγε το άρθρο 35 του εν λόγω Νόμου κατά τον οποίον «Ιδιωτικά δάση… που καταστράφηκαν από την 11η Ιουνίου 1975 και μετά λόγω πυρκαγιάς δεν μπορούν να μεταβιβαστούν». Το συγκεκριμένο όμως άρθρο, όπως κι όλος ο Νόμος, δεν πρόβλεπε κάτι σαφές για τα ιδιωτικά δάση που κάηκαν πριν τον Ιούνιο του 1975 (βλ. αναλυτικότερα σχετικά άρθρα 34, 35, 38 και 50 του Νόμου 998/79).
Με τη ρύθμιση αυτή, που τελικά δεν ευοδώθηκε, η τότε κυβέρνηση επιδίωξε να δώσει ένα γενναίο συγχωροχάρτι σε πολλές περιπτώσεις των 1,8 εκατομμυρίων στρεμμάτων δασών που κάηκαν από το 1960 ως το 1975 και κατόπιν οικοπεδοποιήθηκαν ή υπήρχε η πρόθεση για οικοπεδοποίηση.
Κατά την συζήτηση περί της πρόσφατης αναθεώρησης του Συντάγματος, η ΝΔ πρότεινε μια προσθήκη, σε ερμηνευτική δήλωση για τον ορισμό του δάσους επί του Άρθρου 24, που είναι η ακόλουθη: «Δάσος λογίζεται η έκταση, που σύμφωνα με τον ορισμό της επιστήμης(!!!), φέρει τα οικία χαρακτηριστικά κατά την 11η Ιουνίου 1975».
Επί της ουσίας επαναλάμβανε τις προβλέψεις του άρθρου 35 του Νόμου 998/79, αλλά με πιο κομψό και καλυμμένο τρόπο. Από την άλλη βέβαια η σκέψη αυτή προκαλούσε κλίμα υπέρ του αποχαρακτηρισμού (ή άλλως υπέρ της οικοπεδοποίησης) των δασών μέσω των «εμπρηστικών προσδοκιών» που εισάγουν τέτοιες προσπάθειες. (Βλ. αναλυτικότερα σχετική παρέμβαση στη Βουλή https://www.youtube.com/watch?v=1VuGvun7sUI).
Στο πλαίσιο της ισόρροπης ανάπτυξης της οικονομίας, πόλεων, οικισμών και της προστασίας του περιβάλλοντος και έχοντας υπόψη βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, που «παντρεύουν» τα δυο ανωτέρω, είναι εφικτή η ειρηνική συνύπαρξή τους υπό αυστηρές προϋποθέσεις φυσικά και χωρίς να μοιράζονται απαλλαγές ευθυνών σε φυσικούς ή/και ηθικούς αυτουργούς εμπρησμών.
Αναλυτικότερα, αντιγράφοντας πρότυπα άλλων χωρών θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε την υπάρχουσα λογική. Έτσι λοιπόν, σε ιδιωτικές δασικές περιοχές ή καμμένες ή αποψιλωμένες που ήδη υπάρχει κτίσμα, το οποίο δεν γκρεμίζεται βάσει των ήδη υφιστάμενων ρυθμίσεων ή δικαστικών αποφάσεων, θα μπορούσε λοιπόν να εισαχθεί η υποχρέωση της επέκτασης της δάσωσης στο 85-90% των χώρων που καλύπτουν.
Το κόστος της δάσωσης των εν λόγω εκτάσεων, όπως και της προστασίας τους (με δεξαμενές νερού και συστήματα πυρόσβεσης) θα το επωμισθούν οι ωφελούμενοι ιδιώτες. Δεν αναφερόμαστε φυσικά σε περιπτώσεις όπου πυρκαγιές σε δάση έκαψαν σπίτια.
Αυτή είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση, που ερμηνεύεται από την υφιστάμενη κατάσταση και την αδυναμία ή την απροθυμία της πολιτείας να υιοθετήσει μη δασοκτόνους νόμους από την μεταπολίτευση και μετά.
Η εν λόγω πρόταση οδηγεί σε τριπλό όφελος. Πρώτον, θα υπάρχει αύξηση της αναδάσωσης καμμένων-αποψιλωμένων ιδιωτικών εκτάσεων με την επέκταση της δάσωσης στο 85-90% στις εν λόγω περιοχές που έχουν ήδη κτισθεί με οποιοδήποτε τρόπο μετά την πυρκαγιά, παράνομα ή νόμιμα και δεν προβλέπεται η κατεδάφιση των εκεί σπιτιών λόγω πολυπλοκότητας των σχετικών ρυθμίσεων.
Δεύτερον, ο πολίτης θα αναλάβει με τον τρόπο αυτόν το κόστος της δάσωσης-προστασίας της φύσης του κτήματός του. Τρίτον, μπορούν να εξασφαλισθούν έσοδα μέσω ενός «φόρου υπέρ της φύσης» που θα τον επωμισθούν όσοι εκμεταλλεύθηκαν καμμένα δάση και δασικές περιοχές. Τα έσοδα του εν λόγω φόρου θα διατεθούν για περεταίρω έργα δάσωσης των δημοσίων δασών που καταστράφηκαν. (βλ. αναλυτικότερα, σχετικές με τα ανωτέρω προτάσεις-λύσεις στο: https://mardas.eu/2018/12/06/δάση-πυρκαγιές-ο-φάκελος-της-υποκρισί/ ).
Τέλος, πολλή συζήτηση γίνεται για την τοποθέτηση των ανεμογεννητριών στα βουνά της χώρας και τη σύνδεση των πυρκαγιών με αυτές. Πέρα από τα βουνά όμως, υπάρχουν και οι θάλασσες όπου οι άνεμοι εκεί δεν είναι ευκαταφρόνητοι. Στην Κοπεγχάγη το δεύτερο αξιοθέατο της πόλης μετά τη μικρή Γοργόνα, είναι οι δεκάδες ανεμογεννήτριες που τοποθετήθηκαν στη θάλασσα μη προκαλώντας, εκτός των άλλων, και την οπτική ρύπανση από την τοποθέτησή τους στα δάση.
*Καθηγητή Α.Π.Θ., π. Αν. Υπουργού Οικονομικών και Υφ/γού Εξωτερικών