Άρθρο του βουλευτή Μεσσηνίας και τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ, Αλέξη Χαρίτση, στην «Αυγή της Κυριακής»
«Δημόσιος σχεδιασμός και κοινωνική λογοδοσία ως προϋποθέσεις για την Νέα Αρχή – Το παράδειγμα του Ταμείο Ανάκαμψης»
Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο. Το Κοινοβούλιο ελέγχει με όρους διαφάνειας και εθνικής στρατηγικής τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όχι όμως στη χώρα μας. Εδώ, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο δεν πήρε την πρωτοβουλία για το αυτονόητο, αλλά απέρριψε τη σχετική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Δεν πρέπει φυσικά να μας εκπλήσσει. Η Νέα Δημοκρατία από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής της κατέστησε σαφές ότι η έννοια του «επιτελικού κράτους» είναι το συνώνυμο του συγκεντρωτισμού, της αδιαφάνειας και της βαθιάς υποτίμησης των δημοκρατικών διαδικασιών. Πραγματικά αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει φέρει κάτι το «νέο» στην ελληνική πολιτική ζωή, αυτό είναι η παντελής άρνηση της λογοδοσίας. Το είδαμε στις ημέρες της πανδημίας, το βλέπουμε και στις ημέρες της πληθωριστικής κρίσης. Ο κ. Μητσοτάκης πορεύεται ως άλλος μονάρχης. Μακριά από τα προβλήματα της κοινωνίας, οχυρωμένος στον πύργο της εικονικής πραγματικότητας, εξοργισμένος κάθε φορά που κάποιος ζητάει το αυτονόητο: τον δημοκρατικό έλεγχο των πράξεών της.
Δεν είναι θέμα πολιτικής αισθητικής. Είναι ο πυρήνας της αντίληψης της Νέας Δημοκρατίας για το τι σημαίνει πολιτική στον 21ο αιώνα. Το παράδειγμα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι χαρακτηριστικό. Το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως ξέρουμε, προέκυψε μέσα από τη μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας: ήταν η πρώτη ένδειξη μίας αλλαγής που συντελούνταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συνδέεται με την αναζήτηση ενός νέου τρόπου διαχείρισης των κρίσεων που μας περιβάλλουν. Υπό αυτό το πρίσμα, το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι μόνο τα «λεφτά» που προσφέρει, αλλά η σημασία του εκτείνεται στην πολιτική αντίληψη που εκφράζει: την στροφή στο δημόσιο σχεδιασμό, τον προβληματισμό γύρω από τις ανισότητες, την στρατηγική επιδίωξη της προσαρμογής του παραγωγικού μοντέλου στις προκλήσεις τις εποχής. Για την κυβέρνηση της ΝΔ όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Στη δική της αντίληψη, το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένας μηχανισμός ενίσχυσης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων και μία τονωτική ένεση για την αναπαραγωγή των δομικών στρεβλώσεων του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.
Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση κατάρτισε το σχέδιό της ερήμην και ενάντια στην κοινωνία. Ενάντια, γιατί επέλεξε συνειδητά, χωρίς να της ζητηθεί από την ΕΕ, να συνδέσει το Ταμείο Ανάκαμψης με αντι-κοινωνικές, αντι-μεταρρυθμίσεις που τις ξέθαψε από το manual του νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του 90, όπως η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η ιδιωτικοποίηση επικουρικής ασφάλισης. Αλλά και ερήμην της κοινωνίας γιατί δεν διαβουλεύτηκε με κανέναν. Αυτό δεν αφορά μόνο την Αντιπολίτευση, αφορά το σύνολο της κοινωνίας: επιστημονικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνικοί εταίροι και περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν μηδαμινή συμμετοχή στην κατάρτιση του σχεδίου. Η Νέα Δημοκρατία δεν πιστεύει στον κοινωνικό διάλογο. Τον θεωρεί κάτι ανάμεσα σε χάσιμο χρόνου και πηγή προβλημάτων. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τη Βουλή. Αρχικά, δεν κατέθεσε καν το σχέδιό της για διαβούλευση. Όταν υποχρεώθηκε να το κάνει, το έφερε με διαδικασίες fast track στις 30 Ιουλίου 2021, κατόπιν εορτής, αφού ήδη είχε κατατεθεί επισήμως στις Βρυξέλλες.
Οι αντιδημοκρατικές πρακτικές όμως συνδέονται με απογοητευτικά αποτελέσματα. 1%. Αυτό είναι το ποσοστό της πραγματικής απορρόφησης των συνολικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στη χώρα μας μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2022, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Focus Report του Ινστιτούτου ΕΝΑ. Πρόκειται για ένα συντριπτικό ποσοστό που συμπυκνώνει την κρίση και την κατάρρευση μίας αναποτελεσματικής και αντικοινωνικής κυβέρνησης. Στην πιο δύσκολη στιγμή της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση αποτυγχάνει να αξιοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης για τη θωράκιση της χώρας. Ο εξωφρενικός αυτός δείκτης της κυβερνητικής αποτυχίας συνδέεται ευθέως με ό,τι προηγήθηκε: η έλλειψη διαβούλευσης, διαφάνειας και ελέγχου αποξενώνει το σύστημα διαχείρισης του Ταμείο Ανάκαμψης από τις πραγματικές, πιεστικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Για να το πω διαφορετικά: η Κυβέρνηση δεν γνωρίζει τι χρειάζονται σήμερα επιχειρήσεις, τοπικές κοινωνίες, εργαζόμενοι και νοικοκυριά και για αυτό δεν μπορεί να απορροφήσει αποτελεσματικά, με όρους κοινωνικής ανταποδοτικότητας δηλαδή, τους διαθέσιμους πόρους. Μπορεί μόνο να τους μοιράσει στους ισχυρούς φίλους της.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη επιλογή. Επικίνδυνη προφανώς γιατί ναρκοθετεί τις δυνατότητες δίκαιης, βιώσιμης και διατηρήσιμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία. Αλλά και γιατί δυναμιτίζει τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση με τον τρόπο που κινείται – αυτόν τον απίστευτο συνδυασμό αριστοκρατικής αλαζονείας και ταξικής μεροληψίας – στέλνει ένα μήνυμα στην κοινωνία: ότι η διακυβέρνηση δεν συνδέεται με το διάλογο, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία. Η πολιτική πράξη στα χέρια της ΝΔ συνοψίζεται σε ένα κλειστό σύστημα εξουσίας που εξυπηρετεί, δίχως κανέναν δισταγμό, συγκεκριμένα συμφέροντα και απολογείται μόνο σε αυτά.
Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική αλλαγή δίχως αποφασιστική σύγκρουση με το μοντέλο αυτό. Η δική μας πρόταση, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εκκινεί προφανώς από την ανάγκη για μία ριζικά διαφορετική αρχιτεκτονική στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων. Η πορεία αυτή συνδέεται όμως άρρηκτα και με την επανάκτηση των εννοιών του δημόσιου σχεδιασμού, της κοινωνικής λογοδοσίας και της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Στον αντιδημοκρατικό κατήφορο, εμείς απαντάμε με περισσότερη δημοκρατία. Γιατί αυτή είναι η προϋπόθεση για την «νέα αρχή» που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ η χώρα μας.