Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Μία από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών ήταν η ανακοίνωση της κερδοφορίας δύο εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της Εθνικής και της Eurobank. Περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ήταν τα κέρδη τους με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να προέρχεται από τις χρεώσεις των συναλλαγών. Δηλαδή από τις προμήθειες που κατέβαλαν πολίτες και επιχειρήσεις.
Αυτό ακριβώς που συμβαίνει δείχνει και μία μεγάλη ανορθογραφία που καταγράφεται στην αγορά. Αντί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα –που υπενθυμίζω ότι έχουν ανακεφαλοποιηθεί την περίοδο της οικονομικής κρίσης από τα χρήματα του ελληνικού λαού- να στηρίζουν την πραγματική οικονομία χρηματοδοτώντας τις επιχειρήσεις, καταγράφουν μεγάλη κερδοφορία επειδή χρεώνουν με πολύ υψηλές τιμές τις τραπεζικές συναλλαγές. Μάλιστα αυτές οι χρεώσεις είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.
Την ώρα που οι επιχειρήσεις της χώρας, ειδικά οι μικρομεσαίες, υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας καθώς παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό αλλά και από τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, οι συστημικές τράπεζες ενδιαφέρονται μόνο να γεμίζουν τα ταμεία τους προσφέροντας ταυτόχρονα επιλεκτική ενίσχυση σε μεγάλες επιχειρήσεις. Μα ο θεσμικός τους ρόλος είναι να στηρίζουν συνολικά το επιχειρείν. Πως θα μπορέσουν να σταθούν όρθιες εκατοντάδες χιλιάδες ΜμΕ χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό; Καμία ελεύθερη οικονομία δεν λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλώντας για τις συστημικές τράπεζες αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν καταβάλουν φόρο, κάτι επίσης που στερεί από την ελληνική οικονομία πολύτιμα έσοδα.
Αρκετές φορές στο παρελθόν το οικονομικό επιτελείο έχει ανακοινώσει ότι θα ασκήσει πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Έχουμε ακούσει υποσχέσεις όμως δεν έχουμε δει κάποια αλλαγή τακτικής από τις τράπεζες που θα έδινε το δικαίωμα στην ελπίδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του τόπου.
Εδώ και τώρα απαιτούνται στοχευμένα μέτρα, τόσο για τη δραστική μείωση των προμηθειών ώστε να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά δεδομένα –δηλαδή από το 0,8 ή 0,9 που χρεώνουν κάποιες τράπεζες να φτάσουν σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα όπως στο 0,3 ή 0,4 που ισχύσει σε πολλές οικονομίας της ΕΕ- όσο και για τη δυνατότητα να αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα μπορούν να απευθυνθούν σε μία συστημική τράπεζα για δανεισμό.
Η επιχειρηματική κοινότητα έχει άμεση ανάγκη για χρηματοδοτικά «εργαλεία» και οι τράπεζες οφείλουν να επιτελέσουν το ρόλο τους και να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία με τα απαραίτητα κεφάλαια. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα για βιωσιμότητα και ανάπτυξη των μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και κυρίως να ασκήσει περισσότερες πιέσεις στα τραπεζικά ιδρύματα για χορήγηση περισσότερων δανείων και στις ΜμΕ.
*Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (12/11/2024).