του Περικλή Μαντά
Βουλευτή Μεσσηνίας της ΝΔ
Ο λιγνίτης είναι σε κάθε περίπτωση ασύμφορος και δεν μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος μιας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής για τη χώρα μας. Οι πραγματικές λύσεις για την ενεργειακή ακρίβεια απαιτούν ολοκληρωμένη ενημέρωση της κοινωνίας, διαμόρφωση συγκροτημένης ενεργειακής πολιτικής και θέσπιση ενός νέου ευρωπαϊκού δόγματος με το βλέμμα μπροστά, μακριά από αναχρονισμούς και ρηχά συνθήματα.
- Ποια είναι τα βασικά ενεργειακά δεδομένα για τη χώρα μας;
Η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας ανέρχεται σήμερα στις 55 ΤWh (τεραβατώρες). Περίπου 20 TWh από αυτές προέρχονται από φυσικό αέριο, το 40% του οποίου εισάγεται από τη Ρωσία. Σε περίπτωση διακοπής της ροής από τη Ρωσία, είναι δεδομένο ότι η χώρα μας οφείλει να καλύψει 8 TWh ηλεκτρικής ενέργειας.
- Θα μπορούσε η παράταση χρήσης λιγνίτη να καλύψει απώλεια 8 TWh;
Ξεκάθαρα όχι, αφού η χρήση λιγνίτη στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να καλύψει έως το πολύ 25% των παραπάνω αναγκών (δηλ. μόνο 2 TWh).
Ακόμα και αυτό όμως δεν είναι ούτε απλό, ούτε άμεσο. Για να πραγματοποιηθεί αύξηση εξόρυξης λιγνίτη απαιτούνται επενδύσεις ύψους 50 εκ. ευρώ με ορίζοντα ολοκλήρωσης των έργων τον ερχόμενο Οκτώβριο, έτσι ώστε να πετύχουμε αύξηση της παραγωγής από τις 4,5 TWh που βρίσκεται σήμερα, στις 6,5 TWh.
Τέτοιου είδους δράσεις πρέπει επίσης να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο για την ενέργεια και να μην είναι άτσαλες και αποσπασματικές ενέργειες, μικροπολιτικής στόχευσης και πολιτικής υστεροβουλίας.
- Είναι πράγματι φθηνότερος ο λιγνίτης από το φυσικό αέριο ή όχι;
Οι τιμές είναι κυμαινόμενες, άρα η ορθή απάντηση είναι «εξαρτάται». Σήμερα, 1 MWh (μεγαβατώρα) παραγόμενη από λιγνίτη κοστίζει γύρω στα 150 ευρώ, έναντι 230 ευρώ εάν προέρχεται από φυσικό αέριο. Για ευκολία, όταν η τιμή της 1 MWh φυσικού αερίου κινείται πάνω από τα 100 ευρώ, ο λιγνίτης γίνεται φθηνότερος.
Εφόσον όμως αποκλιμακωθούν οι τιμές στο αέριο μέχρι τον ερχόμενο Οκτώβριο, τότε ο λιγνίτης θα γίνει γρήγορα και πάλι ακριβότερος, όπως ήταν άλλωστε μέχρι πριν λίγο καιρό και έτσι θα βρεθούμε πάλι να χρησιμοποιούμε ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια. Για λόγους σύγκρισης, η τιμή της 1 MWh από φυσικό αέριο έχει ιστορικό χαμηλό τα 20-30 ευρώ, ενώ ακόμα και αν υπάρξει σύντομα λήξη του πολέμου, οι τιμές αναμένεται να παγιωθούν στα 60-70 ευρώ ανά MWh.
Εν συντομία λοιπόν η επιλογή για τη χρήση ή μη του λιγνίτη με γνώμονα αποκλειστικά τη τιμή δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση ούτε απλή, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται. Διότι πρόκειται για ένα σύνθετο ζήτημα σε ένα περιβάλλον ρευστότητας και αστάθειας και κάθε προσέγγιση εμπεριέχει υπολογίσιμο ρίσκο, ανεξάρτητα από την προτίμηση του καθενός.
- Τελικά ήταν λάθος η απολιγνιτοποίηση;
Οι ισχυρισμοί ότι η απολιγνιτοποιήση ευθύνεται για τις αυξήσεις στο ρεύμα είναι απολύτως ψευδείς και παραπλανητικές. Και αυτό για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι εμφανίζουν ως στενά ελληνικό πρόβλημα ένα τεράστιο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό και οικονομικό ζήτημα, που οφείλεται πρωτίστως στην εκτόξευση των τιμών φυσικού αερίου λόγω της ρωσικής εισβολής. Και δεύτερον, γιατί ακόμα και αν δεν προχωρούσαμε με την απολιγνιτοποίηση, η συμμετοχή του λιγνίτη στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας είναι πολύ μικρή ώστε να επηρεάσει προς τα κάτω τις τιμές.
Το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων έχει αρχίσει άλλωστε εδώ και μια δεκαετία, με τις 7 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ που λειτουργούν ακόμα να είναι παλιές και χαμηλής απόδοσης, να έχουν εξαντλήσει τις ώρες λειτουργίας τους και να βρίσκονται σε διαδικασία απόσυρσης. Σε καμία περίπτωση η χρήση λιγνίτη δεν αποτελεί λύση για να πέσουν οι τιμές στο ρεύμα, ούτε φυσικά μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος μιας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής για τη χώρα μας.
- Τότε για ποιον λόγο άλλες χώρες όπως η Γερμανία, επέλεξαν να απαλλαγούν από τον άνθρακα πιο αργά από εμάς;
Οι χώρες αυτές χρησιμοποιούν κυρίως άνθρακα και λιθάνθρακα που έχουν πολύ διαφορετικό κόστος παραγωγής ενέργειας. Η θερμογόνος δύναμη του λιγνίτη είναι μόλις 1.162 kcal, έναντι 6.000 kcal του άνθρακα και 2.500 kcal του λιθάνθρακα, με το τελικό κόστος παραγωγής ενέργειας να είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι στη χώρα μας.
Το γεγονός αυτό επιτρέπει σε αυτές τις ευρωπαϊκές χώρες να είναι πολύ περισσότερο ευέλικτες όσον αφορά στην απεξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα. Σε κάθε περίπτωση όμως αργά ή γρήγορα, η πορεία είναι για όλους προδιαγεγραμμένη και οδηγεί στην αύξηση χρήσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και ελαχιστοποίηση χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
- Υπό αυτές τις συνθήκες τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε;
Οι λύσεις πρέπει να βασίζονται σε μια συνδυαστική στρατηγική που θα αφορά στην παραγωγή, τη μεταφορά, αλλά και την εξοικονόμηση ενέργειας:
- Άμεση αύξηση φορτίων LNG.
- Σημαντική επιτάχυνση επενδύσεων σε ΑΠΕ.
- Πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και βιομηχανία.
Είναι αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή σύντομα θα οδηγηθούμε σε στοχευμένες κινήσεις μείωσης της κατανάλωσης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις και καλό είναι να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό. Τον ερχόμενο Μάιο αναμένεται άλλωστε και το νέο ευρωπαϊκό ενεργειακό δόγμα, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η υποβάθμιση της χρήσης του φυσικού αερίου, λόγω της ανάγκης ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία.
- Και ποιος μπορεί να είναι τελικά ο ρόλος του λιγνίτη σε όλα αυτά;
Σε αυτές τις συνθήκες ο λιγνίτης δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την κατάσταση σε ό,τι αφορά τις τιμές και την ενεργειακή ακρίβεια, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν.
Στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί ένα ημίμετρο και επιστρατεύεται για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την επάρκεια της ισχύος, γνωρίζοντας ότι σε κανονικές συνθήκες η λιγνιτική παραγωγή είναι ακριβή, βλαβερή για το περιβάλλον, επιβαρυντική για την κλιματική αλλαγή και γενικά προβληματική και ασύμφορη.
Η ενεργειακή ακρίβεια αποτελεί ίσως το σημαντικότερο ζήτημα της περιόδου που διανύουμε. Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε απλές ούτε εύκολες, καθώς κάθε επιλογή έχει κόστος, αλλά και διαφορετικές προοπτικές. Με νηφαλιότητα και ψυχραιμία οφείλουμε να εξετάσουμε όλα τα δεδομένα. Και μέσα από την έγκυρη και ολοκληρωμένη ενημέρωση της κοινωνίας, να διαμορφώσουμε από κοινού και με ρεαλισμό την κατάλληλη ενεργειακή πολιτική για την πατρίδα μας.